Αιώνιοι φοιτητές στα αμφιθέατρα των επαναστατικών εφορμήσεων

Το κλίμα προβλέπεται βαρύ μετά από μία ακόμα ήττα στο ιστορικό της διαπάλης των κοινωνικών κινημάτων με το ακροδεξιό κυβερνητικό έκτρωμα και την υπερψήφιση του νέου νομοσχεδίου για την εκπαίδευση. Οι επικήδειες συμβολικές εκδηλώσεις μαζί με τις ευκατοφρόνητες προσπάθειες αντίστασης μιας κλινικά νεκρής και σε μόνιμη ρήξη με τον ριζοσπαστισμό αριστεράς, δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την κατοχύρωσή του, παρά τις όποιες αξιέπαινες δυναμικές αντιδράσεις των ακούραστων εξεγερμένων μειοψηφιών. Και φυσικά κανείς οξυδερκής δεν αιφνιδιάστηκε από αυτήν την εξέλιξη, ούτε για την επερχόμενη συνέχεια στο, τετριμμένο πλέον, θέαμα σύγκρουσης μεταξύ κράτους και όσων δεν μπορούν να δουν πέρα από τα αφηγήματά του.

Πάντως, η τερπνή θέα των αδάμαστων ταραχοποιών κατά τη δυναμική τους επανεμφάνισή τους στο κέντρο των ελλαδικών μητροπόλεων αποτελεί πάντα μια ανεκτίμητη βαρβαρική συνεισφορά. Ειδικά αν λάβουμε υπόψιν μας τους πρωτοφανείς σκόπελους της συγκυρίας, ένεκα της στρατιωτικοποίησης του κράτους με πρόσχημα τη νόσο Covid-19, και της μαχητικής ανετοιμότητας των υπόλοιπων μετεχόντων στις επιχειρήσεις ανακατάληψης του κέντρου. Χαλάλι το απαράλλακτο, γραφικό όνειδος των ανήσυχων φοιτητών, λοιπόν, αν μετατρέπεται σε πυροκροτητή αντίστοιχων ευκαιριών για την ικανοποίηση των αδιαπραγμάτευτων φιλοδοξιών μας. Και πέραν της αναμενόμενης νωχελικής τους συμβολής στη διαδραματιζόμενη σύγκρουση, ξεπερνάμε και την αθεράπευτη πολιτική κακομοιριά και συναισθηματική τους ραθυμία.

Στο δια ταύτα τώρα: Το “νέο πανεπιστήμιο”, ήδη εδώ και καιρό -μια αναπότρεπτη άφιξη για όσους δεν ξέχασαν να διαβάζουν τα σημεία των καιρών (κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου, ανάγκη ανάδειξης νέων αγορών, γενικευμένος κοινωνικός εκμαυλισμός, εκσυγχρονισμός της παραγωγής, ιδεολογική ηγεμονία της οικονομίας ως απότοκο του νοσούντος αστισμού)- βρισκόταν προ των πυλών. “Δυστοπία ολκής και μια ωδή στον ολοκληρωτισμό” ακούμε, αλλά δε συμφωνούμε, κι ας λογαριάζουμε σοβαρά στην κρίση μας τις όποιες βάσιμες ανησυχίες. Θεωρούμε όλους αυτούς τους στομφώδεις μύδρους γκρίνιας μαλακίες. Μια διαδεδομένη και αντιδημιουργική πρακτική της παραδοσιακής αριστεράς. Δε χαρακτηρίζουμε μαλακίες την περίσταση καθ’ εαυτήν, και επ’ ουδενί δεν υποτιμούμε την πρακτική αναγκαιότητα κατανόησης, ανάλυσης και καταπολέμησης ενός σχολαστικά σχεδιασμένου κυβερνητικού νομοσχεδίου με στόχο την περαιτέρω βιομηχανοποίηση της εκπαίδευσης, τον αποικισμό δημοσίου χώρου από ένστολους ανίκανους και την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων αγκιστρωμένων στην εκαπιδευτική διαδικασία: Κομβικά ζητήματα και αληθινοί στόχοι πρώτης τάξεως για την επαναστατική κριτική μας, όπως και οι εμπνευστές τους για τα μέσα εκτόνωσης της διάπυρης οργής μας. Αρκετά όμως με τις φοιτητικές μετριοπάθειες και τους συγχρωτισμούς με τις αριστερίστικες υπεκφυγές.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα των αριστερών φοιτητών με το νομοσχέδιο για την παιδεία είναι ομόλογο με αυτό της σύγχρονής αριστεράς απέναντι σε κάθε μεμονωμένη πολιτική συγκυρία ικανή να τη φέρει αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις της, παύοντας να τη μεταχειρίζεται σαν το μόνιμο κακομαθημένο παιδάκι της μεταπολίτευσης: Επανάσταση ή συμφιλίωση με το κατεστημένο; Κοινωνικός πόλεμος ή συμπόρευση με το υπάρχον; Σαφέστερα τώρα, φοιτητής ή εξεγερμένος; Γιατί στο αφεντικό δε βγαίνουν άλλες παραχωρήσεις.

Η στρατιωτικοποίηση των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι ασφαλώς μια στιγμή παράταιρη και αποκομμένη από τη συγκεκριμένη ιστορική φάση του καπιταλισμού και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Μια ανθρωπότητα παραδομένη και ανοχύρωτη -πλην ελάχιστων εξαιρέσεων (θλιβερά ελάχιστες για να συντηρούν επαναστατικές ονειρώξεις)- στις κτηνώδεις ορέξεις της οικονομικά διαρθρωμένης μεγα-μηχανής του κεφαλαίου, συνειδητά ή μη, καλείται να προσαρμοστεί εκ νέου στις αδήριτες προϋποθέσεις για την κάλυψη του συστήματος και τη διάσωση του καπιταλισμού ως γενική αρχή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων.

Για τις μη κατεχόμενες από ιδεολογικές παρωπίδες, για τους πιστούς απολογητές και αδιόρατους στηλοβάτες των θεμελιωδέστερων κατηγοριών κατά του υπάρχοντος, δεν προξενεί έκπληξη η συνεχιζόμενη με φρενήρεις ρυθμούς εισβολή της οικονομίας σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης. Εδώ έχει εισβάλλει διαμέσου του σταδιακά πιο εύστοχου και αποδοτικού διάχυτου θεάματος στον καθρέπτη του σπιτιού και στα όνειρά μας, στο πανεπιστήμιο θα κόλωνε; Και από τι θα εμποδιστεί στην τελική; Από το ταλαίπωρο φοιτηταριάτο που έκανε το νέο πανεπιστήμιο πράξη πριν καν να γίνει νομοσχέδιο; Από όσους αναζήτησαν στην ανώτερη εκπαίδευση μια διάσωση ή απόκτηση ταξικών προνομίων; Από όσους διασπάθιζαν, πνιγμένοι στην ηδυπάθεια και τον καταναλωτισμό, τα πύρινα χρόνια του νεανικού τους σφρίγους, με την καταπραϋντική υπόσχεση πως σύντομα θα αποτελούν αξιόπιστα στελέχη στην εκστρατεία επέκτασης του αστικού πολιτισμού; Ή θα εμποδιζόταν από τους αριβίστες πολιτικάντηδες με τις ψευδαισθήσεις αγώνα πίσω από τα περιφρονημένα τραπεζάκια στους πανεπιστημιακούς διαδρόμους, όταν δε φανφαρολογούσαν στα φοιτητομάγαζα με έπαρση ειδήμονα; Όλοι αυτοί είτε δεν ήθελαν, είτε δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την υπερψήφιση του ”εκτρωματικού” αυτού νομοσχεδίου, και τώρα τμήματά τους το γύρισαν -σαν έτοιμοι από καιρό- στο ”δε θα εφαρμοστεί”. Μαλακίες ξανά. Και αυτό διότι εφαρμόζεται ήδη καιρό τώρα, με αυτούς ως αναπόσπαστο κομμάτι του.

Το “νέο πανεπιστήμιο” υπήρχε προ πολλού διαμέσου της χαρακτηροδομής, των επιθυμιών, των προτεραιοτήτων, της διαγωγής και των επιλογών του κάθε τυχάρπαστου νεοεισερχόμενου φοιτητάκου, έχοντας με καμάρι στο πέτο του τις ευλογίες κράτους, οικογένειας και αγοράς ως προκαταβολή για τη δυνητική του μελλοντική χρησιμότητα στην παραγωγική διαδικασία. Προαγωγός του φυσικά το “παλιό πανεπιστήμιο”, και δε νιώθουμε την ανάγκη να ζητήσουμε καμιά προκαταβολική συγγνώμη από όσους το νοσταλγούν λόγω της εξάρτησής τους από τα κομματικά τραπεζοκαθίσματα, τα φοιτητικά στέκια και τα πάρτυ του παρασκευο-σάββατου. Αυτές είναι κατ’ αυτούς ικανές αιτίες για να το δοξάζουν και να το εξάρουν ως κάτι διαφορετικό και κοινωνικά υγιές. Με το νομοσχέδιο, εξάλλου, δεν διαφοροποιήθηκε τρομακτικά το πολιτικο-οικονομικό σύστημα, δεν άλλαξε κάποια ουσία του κόσμου, απλά αυξήθηκε η ταχύτητα του καπιταλισμού μαζί με τις αξιώσεις του να εντείνει τον έλεγχο στις σύγχρονες μανιφακτούρες, όπως τα πανεπιστήμια, ως μονάδες παραγωγής εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Σφίξαν οι κώλοι, εν ολίγοις. Οπότε, πού ακριβώς έγκειται το θέμα των περισσότερων αγανακτισμένων, αν δε θέλουμε να υπεκφεύγουμε; Ένα είναι το απαράκαμπτο συμπέρασμα: Η αριστερά έχει συνηθίσει να είναι το αβροδίαιτο παιδί ενός φιλελευθερισμού με τον οποίο έχει πολιτικά συμβιβαστεί, πατώντας στις πλάτες της αιματοβαμμένης ιστορίας αντικαθεστωτικών και αντικαπιταλιστικών αγώνων. Αν την απώλεια αυτών των κεκτημένων προνομίων τη βρίσκει τόσο δυσβάσταχτη, ας σταματήσει να κουράζει με τα διαπιστευτήρια περί νομιμότητας των αιτημάτων της, κι ας ετοιμαστεί να χύσει αίμα, ειδάλλως ας πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας.

Απέναντι στην υπάρχουσα πραγματικότητα, δεν ευδοκιμούν πλέον μετριοπάθειες και υπεκφυγές. Τρομακτική διαπίστωση ίσως για όσους βολεύονται στη μακαριότητα της επίβουλα παραχωρημένης νηνεμίας. Ευλογημένο δώρο όμως για εμάς και όσες αντικρίζαν στις κτηνώδεις ώρες της ακύμαντης καθημερινής ρουτίνας τον χειρότερο εφιάλτη τους. Αν ο καπιταλιστικός κόσμος και η αναπόδραστη παρακμή του απολήγουν στην ανανέωση της βαρβαρότητας και της ωμής κρατικής επιβολής, εμείς γιατί να ιδρώσουμε; Θα έπρεπε να μοιρολογούμε για τις εκλιπούσες στιγμές μιας επίπλαστης κοινωνικής ειρήνης ή να υποκριθούμε τον συμπαραστάτη των μίζερων ανησυχιών του κάθε φοιτητάκου μήπως κερδίσουμε την εύνοιά του, βοηθώντας τον στην αναζήτηση του χαμένου καπιταλιστικού παραδείσου του; Δε διστάζουμε, απεναντίας, να εκφράσουμε μια σχετική “ικανοποίηση” με την έκβαση των εξελίξεων, αφού η αυταρχικοποίηση της πανεπιστημιακής λειτουργίας μπορεί ν’ αποτελέσει μια επαρκή αφορμή για να εγκαταλείψουν τους ευκαταφρόνητους εκπαιδευτικούς (και εν συνεχεία παραγωγικούς) ρόλους τους μεγαλύτερες μερίδες ανθρώπων. Χρήσιμο και αναγκαίο κάθε ερέθισμα που πείθει τους σπουδαστές να παρατήσουν έναν -ούτως ή άλλως- εχθρικό για εμάς χώρο, φυτεύοντας στις καρδιές τους τον σπόρο της εξέγερσης και της άρνησης των σχέσεων επιβολής και υποταγής. Παρατηρώντας πως εμείς οι ίδιοι στερούμαστε τη δυναμική να οξύνουμε την αντιπαράθεση με το κράτος, ας το απολαύσουμε τουλάχιστον να τρώει το ίδιο τα μούτρα του, χτίζοντας εκατοντάδες και χιλιάδες εν δυνάμει αρνητές και πολεμίους του.

Τι να πούμε και ποια να είναι η θέση μας στις κινητοποιήσεις ενάντια στο νέο πανεπιστήμιο, όταν απαρνηθήκαμε οριστικά τους ρόλους και τα πόστα μας στις τάξεις της εκπαιδευτικής εξημέρωσης; Όταν αυτομολήσαμε και αναζητήσαμε πρόθυμα θέση στα χαρακώματα του αναρχικού πολέμου, ποθώντας την καταστροφή του “νέου”, του “παλιού” και κάθε πανεπιστημίου; Δε μας βρίσκει σύμφωνους η ανάθρεψη της γραφικής γκρίνιας των κάθε λογής αγανακτισμένων εκπαιδευτικών σε μια προσπάθεια κατασκευής σαθρών δεσμών αλληλοϋποστήριξης με μοναδικό στόχο την πολιτική επιβίωση και την εξασφάλιση μιας προνομιακής μεταχείρισης, αποστερημένης από οποιονδήποτε σχεδιασμό ριζοσπαστικής ρήξης με τη βαθιά ριζωμένη εκπαιδευτική διαδικασία. Τη βρίσκουμε επιζήμια και αυτοϋπονομευτική, διότι αποφεύγει επιδέξια να χτυπήσει ουσιωδώς αντιλήψεις, συνήθειες και επιθυμίες ασυμβίβαστες με μία αναρχική επίθεση στα θεμέλια της αστικής κοινωνίας. Όταν ο στόχος των αναρχικών αναλύσεων και επιθέσεων εντοπίζεται σε μία σύλληψη της πραγματικότητας κατά πολύ εκτενέστερης από αυτής ενός συγκυριακού αγώνα απέναντι σε ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο, δεν μπορείς να συμμετέχεις σε αυτόν συντηρώντας τις αιτίες ενδυνάμωσης της πρώτης. Τουτέστιν, υπονομεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό όταν πολεμάς το νέο πανεπιστήμιο συμπράττοντας άκριτα και κατά περίπτωση, απενοχοποιώντας ό,τι συντηρούσε το παλιό, ενώ αυτό ήταν ο αδιαμφισβήτητος πρόδρομός του. Η πάγια θέση μας είναι πως η μαζική κοινωνική μηχανή με τον εργασιακό καταμερισμό, την προσιδιάζουσα σε αυτή γνώση και τους επακόλουθους κοινωνικούς ρόλους, οφείλει να καταστραφεί συθέμελα, ώστε ν’ ανθίσουν απρόσκοπτα οι ελεύθερες κοινοτικές ενώσεις μας. Αν δε σταθούμε στα πόδια μας, εκφράζοντας μια προταγματική και στρατηγική ολότητα, δεν μπορούμε να εμπνεύσουμε μια ολοκληρωμένη, ενιαία ανατροπή, σε μία εποχή όπου η απολυτότητα αναδεικνύεται ως προαπαιτούμενο γι’ αυτό.

Επ’ ουδενί δεν προάγουμε και δεν καλλιεργούμε μία λογική αναχωρητισμού από τους εν εξελίξει αγώνες, ούτε στηλιτεύουμε την όσμωση με ευρύτερα κοχλάζοντα κοινωνικά σύνολα. Η τοποθέτησή μας αυτή στοχεύει να αποτελέσει επιμέρους στιγμιότυπο μιας βαθιάς και ειλικρινούς αγωνιστικής όσμωσης. Μπουχτίσαμε όμως από την άκριτη έκφραση αγαθών προθέσεων και διεκδικούμε το αυτονόητο: Να τοποθετούμαστε ως αγέρωχος και συγκροτημένος επαναστατικός χώρος, όχι η αντιδραστική πιτσιρικαρία μιας πτυχιούχας πλέμπας. Η πολιτική μας στάση οφείλει να λαμβάνει πρόδηλη θέση ρήξης με την αστική κοινωνία, όχι διπλωματικής διαπραγμάτευσης των όρων εξανδραποδισμού μας με το κράτος. Ενόσω δεχόμαστε αλλεπάλληλες ήττες και αστοχίες, οφείλουμε να γίνουμε αμείλικτοι και επικριτικοί απέναντι -πρωτίστως- στους εαυτούς μας τους ίδιους, να παραδεχτούμε και να αναρωτηθούμε γιατί το κράτος βρίσκεται πάντα 3 βήματα μπροστά μας (ιδεολογικά, στρατιωτικά και επικοινωνιακά), ειδάλλως θα παραμείνουμε οι χρήσιμοι σάκοι εκτόνωσης του ένστολου σαδισμού.

Το πρώτο βήμα είναι η σαφής επίγνωση του ποιοι ακριβώς είμαστε, και έπειτα ακολουθεί η αλύγιστη πολιτική και αξιακή υποστήριξη των απόψεών μας αναφορικά με την εκπαίδευση και τους πανεπιστημιακούς χώρους. Ομολογώντας, για παράδειγμα, δίχως περιστροφές πως αυτή δεν είναι καθόλου αναδιαρθρωτική. Γνωρίζουμε, εξάλλου, καλά πως τα περισσότερα συντρόφια μας ενήργησαν εντός των πανεπιστημίων, και πως θα συνεχίσουν να αξιοποιούν το παραμικρό χιλιοστό ελευθερίας κερδισμένο από την τανάλια της καταστολής, δίχως να κατατρύχωνται για την ασφάλεια και την ευταξία της εκπαίδευσης στις αίθουσες της πλήξης. Και αυτό είναι το δέον, μαζί με όλες τις αξιέπαινες στιγμές, τις αστοχίες και τα εκρεμμή ακόμη στοιχήματα, εφόσον η αναρχική εξέγερση δε συμβιβάζεται με την αναζήτηση θέσης περιωπής σε αυτόν τον χρεοκοπημένο κόσμο. Είμαστε κασταλαγμένοι σχετικά με το τι χρειαζόμαστε στη φαρέτρα μας και τι επιθυμούμε ν’ αποβάλλουμε, και γι’ αυτό προτείνουμε σε όσους διέπονται από την ανάγκη να αφομοιωθούν ευκαιριακά στον υπόλοιπο αγανακτισμένο όχλο με τις “αγνές φοιτητικές προθέσεις” του να επανεξετάσουν την πολιτική τους ταυτότητα. Όλες και όλοι μας έχουμε υπάρξει ανήσυχα και αφελή παιδιά, μεγαλωμένα στο αβροδίαιτο αστικό περιβάλλον, αλλά όταν με την πάροδο των χρόνων δεν έρχεται ο άνεμος της επαναστατικής ωρίμανσης, τότε αναπόδραστα θα σβήσουμε στον πνιγηρό καπνό της απογοήτευσης, της μεμψιμοιρίας και του συμβιβασμού με ό,τι κοινότοπα και επιφανειακά μισήσαμε.

Ο αναρχικός χώρος, με τις διάφορες τάσεις του, τις διαφωνίες, τις αντιθέσεις, τις ελλείψεις, τις αγκυλώσεις και τις παθογένειές του, αποτελεί -καλώς ή κακώς- σταθερά τη μήτρα όσων διαθέτουν την αποφασιστικότητα και τη συνέπεια να αντιταχθούν βαθιά και ουσιαστικά, έστω και μειοψηφικά, στον καπιταλιστικό κόσμο. Είναι, λοιπόν, κομβικό να φροντίσουμε το επερχόμενο πολυτάραχο και συγκρουσιακό διάστημα, καθείς απ’ το μετερίζι του και όπου μπορούμε και πιο (δια)συλλογικά, να μετατραπούμε σε καταλύτη εξεγερσιακών εκτροπών και εκπόνησης επαναστατικών σχεδιασμών, αποφεύγοντας να καταντήσουμε ένα στείρο ηθικό αντίβαρο του εξόφθαλμου κυβερνητικού αυταρχισμού, επικουρώντας τοιουτοτρόπως στην επάνοδο της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό θα επιτευχθεί διαμέσου της καθημερινής, αδιάκοπης προσπάθειας ριζοσπαστικοποίησης των εστιών κοινωνικού αναβρασμού, όπως το εκπαιδευτικό, και τη μετατόπιση του διαλόγου από τα υποκριτικά αμφιθέατρα της πολιτικής στην άμεση δράση και την αντάρτικη πάλη έναντι στο σύνολο του κρατικού μηχανισμού.

Αν δε σταθούμε σε όλα τα μέτωπα συντεταγμένα, ρηξιακά και επιθετικά, ως μια υλική δύναμη για την κατάργηση της αστικής κοινωνίας και την καταστροφή ενός πολιτισμού αποικισμένου από τα παράσιτα του κεφαλαίου και της αλλοτρίωσης, τότε σε τι ακριβώς ελπίζουμε; Όχι πάντως στην επάνοδο ενός πανεπιστημίου αφοσιωμένου στην ενίσχυση των δομών αφομοίωσης και εκπολιτισμού, ενός πανεπιστημίου ικανού να παράγει ιδεολογία εφάμιλλης ποσότητας με τη γνώση που επιστρατεύει για να απορροφά πιθανούς κραδασμούς αμφισβήτησης. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε σήμερα πως τα ρήγματα και οι πληγές στο σώμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας -καθώς επιχειρείται η αναδιάρθρωση και ο ανασχηματισμός της- αποτελούν ιδανική ευκαιρία για εμάς να επέμβουμε, επεκτείνοντας την επιμέρους κριτική σε ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο ως την ολική αποδόμηση της βιομηχανίας της γνώσης, ως τη συνολική αναρχική επίθεση στον κόσμο του κεφαλαίου και των κρατών.

Ο όψιμος καπιταλισμός ολοκληρώνεται, μεταμορφώνοντας τον κόσμο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, οικοδομώντας τη δυστοπική αθλιότητα του 21ου αιώνα: Κατάρτιση, (τηλε-)εργασία, ψυχαγωγία και διαρκής αύξηση της ταχύτητας εναλλαγής των αποδεκτών αυτών καταστάσεων, σε σημείο να θολώνουν τα όρια μεταξύ τους. Στην προσπάθεια επίλυσης δομικών αντιφάσεών του και ευόδωσης των αναγκαίων διαδικασιών αναπαραγωγής του, εισέρχεται στο στάδιο του πλέον δυσεπίλυτου προβλήματος στον δρόμο για την οικουμενοποίηση του κόσμου κάτω από τις προσταγές του: Την καταστροφή όσων κοινωνικών σχέσεων και τρόπων υποκειμενοποίησης του επέτρεπαν να αναβάλλει την κατάρρευσή του απάνθρωπα σε έναν ακόμα ανθρώπινο κόσμο. Τον τεχνοκρατικό μηδενισμό και την πνευματική αποσύνθεση. Το παραπάνω πρόβλημα φαίνεται συνυφασμένο με τον δομικό τρόπο διαιώνισης της κοινωνίας του κεφαλαίου, καθώς η επέκτασή του σε πλανητικό επίπεδο εξαρτάται αναμφίλεκτα από την αποτελεσματικότητα με την οποία μπορούν να θυσιάζονται μορφές ζωής, τρόποι σκέψης, ιδανικά, αξίες, έθιμα και ανθρώπινες ιδιότητες στον Μολώχ της αξιοποίησης. Ο απαράκαμπτος αυτός μηδενισμός -οποιασδήποτε επίφασης- μπορούσε να εξασφαλίσει στους στρατοκόπους της παραγωγής απολογίες υπέρ της οσφιοκαμψίας τους, ενοποιώντας τα θεαματικώς διαχωρισμένα πεδία της κοινωνικής σήψης  στον ολοκληρωμένο εφιάλτη που ήδη υπέβοσκε στους κόλπους της καπιταλιστικής κοσμοαντίληψης. Η μόρφωση, με τα ιδρύματά της, εντός ενός παρηκμασμένου και αξιακά κενού κόσμου, εξαπλώνουν μόνο τον εκμαυλισμό και την αποσύνθεση του ανθρώπου. Ας μη γίνουμε λοιπόν απολογητές μιας εκμηδενισμένης κοινωνίας, ας μην καταλήξουμε με στειρότητα “μπροστάρηδες” της σπουδάζουσας νεολαίας, διεκδικώντας απλώς την επιμήκυνση των αιώνιων αλυσίδων μας.

Όστις εθελοτυφλεί μπρος στην ιστορική έλευση του μηδενισμού, εφόσον ο καπιταλισμός και οι γεννεσιουργές αιτίες του δεν ανατράπηκαν κατά τα προγηούμενα στάδια ανάπτυξής του, αδυνατεί να αντικρίσει και τις -προσαρμοσμένες στα σημερινά δεδομένα- δυνατότητες απαλλαγής μας από το εκμαγείο του ειδώλου του. Από πλευράς μας, όσο περνά απ’ το χέρι μας, πασχίζουμε να αποτελούμε ανάχωμα στην αντεπαναστατική οικοδόμηση μιας κατάπτυστης προοπτικής επιστροφής σε οιονδήποτε νοσταλγικά εξωραϊσμένο καπιταλιστικό παράδεισο. Διότι καμία ανάμνηση περασμένων μεγαλείων δεν οδηγεί πέρα από το δίλημμα “έρημος ή διαφυγή από αυτήν”, ανεξαρτήτως του απαιτούμενου καταστροφικού κόστους. Κανένα εκσυγχρονισμένο και δήθεν υγιές πανεπιστήμιο δε θα προσφέρει τίποτα περισσότερο από τρόπους να υπηρετήσεις τη δικτατορία των αριθμών, ή αφορμές να την ισοπεδώσεις. Βρήκαμε τις αιτίες να αποστατήσουμε καιρό τώρα σε ό,τι πολλοί επιμένουν να βλέπουν ως γραμμές διαφυγής από τη δυστοπία του σήμερα. Αν έστω και αργοπορημένα αισθανθούν ακμαίο τον αντίκτυπο του καλέσματος να μας συναντήσουν, έχουμε ανοίξει τις πληγωμένες αγκαλιές μας και περιμένουμε με αδημονία. Δε διατιθέμεθα όμως να απαξιώσουμε τις θέσεις μας, προσεγγίζοντας μέσω της ατραπού των βολικών υπεκφυγών τις άνυδρες ξέρες του αυτοεγκλωβισμού και της αυτοεξαπάτησης, εκεί που διαρκώς αναβάλλεται η γνωριμία με τον πραγματικό κόσμο, εκεί όπου ο αναρχικός πόλεμος περιττεύει.

Κοντοστέκομαι και κοιτάζω πίσω μου,
μαθητικά θρανία, κοινωνικοποίηση στην υποκρισία,
προαυλισμός για την εξοικείωση με το ρολόι,
καταξιωτικές σπουδές και μεγάλα ηθικοπλαστικά διδάγματα
πριν ακόμα λερώσω τα χέρια μου για μία αγαπημένη γαρδένια.
Πριν καν μάθω να τη φροντίζω στην καρδιά μου.
Όποιος ακόμα δεν καταλαβαίνει γιατί οι σημερινοί οίκοι
της λαμπρής μόρφωσης αξίζουν να παραδωθούν στη φωτιά,
γίνεται αφορμή να το αντιληφθούν όσοι βρήκαν
έναν ολόκληρο κήπο από γαρδένιες στη ζωή τους.

Είτε με νέο, είτε με παλιό πανεπιστήμιο, αδιάλλακτη επίθεση στην εκπαιδευτική μηχανή

Λύσσα και Συνείδηση

Consumimur Igni – Συμβούλιο μετεξεταστέων

Μια αντιδικανική τοποθέτηση

Το παρακάτω κείμενο είχε συνταχθεί και ολοκληρωθεί στο τέλος του περασμένου Οκτώβρη, μερικές βδομάδες μετά το πέρας της δίκης της Χρυσής Αυγής και των παρεπόμενων κινητοποιήσεων. Πάραυτα, λόγω αλλεπάλληλων σημαντικών εν εξελίξει αγώνων επιλέξαμε να αναβάλουμε την δημοσίευση του μέχρι να βρεθεί το απαραίτητο χρονικό κενό για αναστοχασμό σε μία ήδη αρκετά επιβαρυμένη επικαιρότητα.

Με την ομαλότητα να επιστρέφει με τον καιρό στις ζωές μας, τις εστίες φωτιάς να σιγοσβήνουν παραχωρώντας την θέση τους σε νέους, αποστειρωμένους φωτισμούς στο πολυτάραχο αθηναϊκό κέντρο, ξεπροβάλλουν και οι κάθε λογής επιτετραμμένοι να συγυρίσουν τα πεδία σύγκρουσης από οτιδήποτε πεισματικά ανθίσταται στην εξάπλωση των επιχειρήσεων ειρήνευσης θυμίζοντας κοινωνική πόλωση.

Μιλάμε για ξεπερασμένη κοινωνική πόλωση γιατί αρνούμαστε εξίσου πεισματικά να ακολουθήσουμε το αφομοιωμένο πλήθος στις νέες του δοξασίες, αναγνωρίζοντας έστω και λειψώς μία οποιαδήποτε έκφανση πολέμου στον αντιφασιστικό θίασο που κατέλαβε το αισθητιριακό μας πεδίο τις μέρες του Οκτώβρη με αφορμή τον δημοκρατικό θίασο που στήθηκε πάνω στις δίκες των νεοναζί καθαρμάτων. Η κοινωνική πόλωση υλοποιείται όταν οι υπόγειες αντιτιθέμενες δυνάμεις που η διακυβέρνησή τους από το κράτος συνιστά ό,τι νοούμε ως εκπολιτισμένη κοσμική κοινωνία, εκρήγνυνται ανεξέλεγκτα, με τον αμοιβαίο ανταγωνισμό τους να κλυδωνίζει τις κυρίαρχες σχέσεις εξάρτησης. Να τις καταπατά καταστρέφοντας ή μετασχηματίζοντάς τες σε νέα κοινωνικά συμβόλαια, όχι να τις επιβεβαιώνει δια της προσκόλλησης στους ήδη υφιστάμενους διαμεσολαβητικούς θεσμούς. Όταν τα όργανα συγκεντροποίησης και καταστολής των συλλογικών και ατομικών δυνάμεων υποχωρούν, αφήνουν ως ίχνος την ανεπανάληπτη ευκαιρία αναθέρμανσης των πολιτικών διαμαχών, καθιστώντας στιγμιαία προφανές ό,τι στα μάτια των εξεγερμένων ανθρώπων αποτελεί βασική κοινοτοπία: την εμφυλιοπολεμική βάση των σύγχρονων κοινωνιών, που μόνο η συντονισμένη προσπάθεια κράτους και κυρίαρχης ηθικής, πολιτισμού και ιδεολογίας μπορεί να αποσιωπήσει.

Η δίκη της Χρυσής Αυγής δε σηματοδοτεί ούτε τη ρήξη της αστικοδημοκρατίας με τον φασισμό, ούτε αποδεικνύει την ισχύ της πίεσης του αντιθεσμικού αντιφασιστικού κινήματος στις νομικές διαδικασίες. Η δίκη των χρυσαυγητών ανακοινώνει απλώς στους εξοικειωμένους με την αστική δικανική γλώσσα ότι είναι συνηθισμένοι να ακούν, παραμένοντας δέσμιοι στο κράτος εν είδει φορέα σταθερότητας, ακόμα κι αν εξανίσταντο όταν αυτό δεν ικανοποιεί όλα τους τα βίτσια. Όλα είναι καλά. Όλα κυλούν ομαλά στην έρημο, αφού η άμμος πάντα απορροφά κάθε τυχόν κραδασμό. Το κράτος, με τα ιδρύματα και τα εκτελεστικά του όργανα, δηλώνει κυρίαρχο, πάντα έτοιμο να φέρει εις πέρας τα κυβερνητικά του καθήκοντα με όποιον τρόπο χρειαστεί. Το γεγονός ότι κάποιοι φασίστες κάθησαν στο δικαστικό έδρανο αποκαλύπτει απλώς την αποτυχία τους, την εξαντλημένη χρησιμότητά τους για το κυρίαρχο καθεστώς, την πλεονάζουσα παρουσία τους, αποκαλύπτει ότι, στην τελική, κρίθηκαν αδύναμοι για να καταλάβουν το κράτος.

Eξάλλου, ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός είναι ο πάροχος και ο σκαπανέας των πολιτικών φιλοδοξιών του κάθε -συνειδητού ή μη- φασίστα, όσο του προσφέρει οράματα διακυβέρνησης που μόνο η κατάληψη και η αναβάθμιση των εργαλείων του πρώτου μπορεί να ευοδώσει. Η κρατική δομή και, κυρίως, η αστική του εκδοχή, ήταν και θα παραμείνει ο βασικός ευεργέτης κάθε φασιστικού κινήματος γιατί, ελλείψει της επιρροής του, μπορεί να ευδοκιμεί ο φυλετισμός, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, αλλά θα στερούνταν τα μέσα συγκρότησης και υλικής έκφρασής τους. Δίχως τις χορηγούμενες από την αστική κοινωνία μεταβολές στη δομή των ανθρωπίνων συμπεριφορών και σχέσεων, ήτοι την κεντρική ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων, την απόσπαση της πολιτικής πράξης από το κάθε ενεργό πρόσωπο και την παράδοσή του στη σέχτα των κατασκευασμένων ειδημόνων για την εύρυθμη λειτουργία της μεγαμηχανής, τη μονοπώληση της βίας από τους επιτετραμμένους του κυβερνητικού σχηματισμού, την προώθηση αυστηρών τύπων ηθικής ζωής για την εξασφάλιση της μαζικής ομοιομορφίας και τη νομιμοποίηση μιας ποινικολάγνας κουλτούρας αμφίδρομης αλλά και πυραμιδοειδούς επιτήρησης, πειθάρχησης και τιμωρίας, οι επαίσχυντες αυτές ανθρώπινες προοπτικές θα έχαναν όχι μόνο τον τιμαλφή τροφοδότη τους, αλλά περισσότερο τον τρόπο να επικρατήσουν σε ευρεία κλίμακα καταπολεμώντας τους αντιπάλους τους. Ο φασισμός ως μορφή ολοκληρωτισμού και αίτημα συγκεντροποίησης των εξουσιών δεν μπορρεί να νοηθεί δίχως το πιο συγκεντρωτικό και ολοκληρωτικό μέσο κυριαρχίας: το Κράτος.

Δεν μπορεί ποτέ λοιπόν να σταθεί ανάχωμα στον φασισμό ό,τι απορρέει και υποστηρίζεται από κρατικές διαδικασίες στα εξουσιοδοτημένα γραφεία, εκτελείται δια χειρός έμμισθων κατασταλτικών οργάνων και νομιμοποιείται συνειδησιακά μέσω αλλοτριωτικών ή μεσολαβητικών σωμάτων, όπως οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και οι διάφορες περιστασιακές διασημότητες μιας κοινωνίας ευνουχισμένων ανδρείκελων. Πολλώ δε μάλλον να καταλήγει στη συστράτευση των αναρχικών μαζί τους. Δε θα μπορούσε να εξαλείψει το φασιστικό όνειδος, τουλάχιστον όχι κατά τον τρόπο που οι αναρχικοί διαχρονικά το αναλύουν και λαμβάνουν δράση εναντίον του. Απεναντίας, οι άνωθεν αστικοί αυτοματισμοί είναι οι κατεξοχήν αρωγοί και εγγυητές μιας φασιστικής ολοκληρωτικής πολιτειακής δομής. Η επιτηδευμένα υπερβατική τους εμφάνιση, η κυριαρχική τους δομή, η αγελαία τους συγκρότηση, η κατασταλτική δομική τους λειτουργία, ο εκ γενετής διαχωρισμένος χαρακτήρας τους και, ασφαλώς, η προσπάθειά τους να κατοχυρώσουν το μονοπώλιο της βίας και της πολιτικής πράξης, είναι αυτά τα απαραίτητα για το φασιστικό όραμα στοιχεία. Στα ίδια δικαστήρια, με τους ίδιους νόμους, στην τελική, αμέτρητες φορές υπέφεραν συντρόφια μας μαζί με άλλους υπονομευτές τους καθεστώτος. Προσέτι, τα ίδια μέσα αύριο θα στρέψουν το ολοκληρωτικό επινόημα της “κοινής γνώμης”, το δημοκρατικό κοπάδι, εναντίον των νέων “εχθρών του λαού και της δημοκρατίας”. Όταν δικαιολογούμε με οποιονδήποτε τρόπο την καταδίκη των φασιστών στα δικαστικά έδρανα, δε θα δικαιούμαστε να μιλάμε για φασισμό όταν στα ίδια δικαστικά έδρανα θα πάρουμε θέση εμείς ως “οι εχθροί του λαού”.

Aφού προβληματιστήκαμε έντονα στη θέα μέρους των ριζοσπαστικών κινημάτων να αξιώνει απαιτήσεις από τον κρατικό αυτό επινίκιο μονόλογο ή, ακόμα χειρότερα, να αγαλλιάζει με τη φυλάκιση ανθρώπων (ακόμα και μονοκύτταρων) -πάντα με το πρόσχημα ότι ναι μεν θα τους ήθελαν στο χώμα, αλλά, εφόσον κρίνεται ανέφικτο, κάτι είναι και η φυλάκισή τους, εν είδει βάλσαμου για τα θύματα της βίαιης δράσης τους- νιώσαμε και εμείς την ανάγκη να λάβουμε δημοσίως μια αντιδικανική τοποθέτηση, ανατρέχοντας σε ορισμένα θεμελιώδη αναρχικά προτάγματα.

Κατά την άποψή μας, η αναρχία ως (αντι)πολιτικό ρεύμα, αλλά πολύ περισσότερο ως βίωμα, συνδυάζει τη μηδενιστική καταστροφική πρακτική με την ανάκτηση της ελευθερίας και της αυτενέργειας στο εδώ και τώρα. Ο μηδενισμός της δεν είναι ιδεολογικός και, κατ’ επέκταση, λειψός, σαν ένας ακόμα άνευρος μηρυκαστικός μονόλογος στα χείλη εξανδραποδισμένων ζηλωτών του κάθε πολιτικού δόγματος. Η αντίδραση δεν αποτελεί καθήκον και αλλότριο αυτοσκοπό, αλλά τίθεται στην υπηρεσία της ατομικής και κοινοτικής απελευθέρωσης,  συμβάλλοντας στην επανάκτηση της κυριότητας της καθεμιάς. Καταρρίπτεται τοιουτοτρόπως και ο παραδοσιακός ετερόνομος συσχετισμός μεταξύ μέσων και σκοπών. Ο σκοπός δεν εξαρτάται από τη χειραγώγηση συνειδήσεων, την κατασκευή νορμών και την κυβέρνηση άβουλων κοπαδιών μαζανθρώπων, αλλά εμπερικλείεται στα ίδια τα μέσα της ενεργής αναρχικής πρακτικής ως συνέχειά τους, όχι ως υποβολέας τους. Η δράση, η σκέψη, η δημόσια παρουσία, η καταστροφή, ο πόλεμος, δεν είναι απλά μέσα πραγμάτωσης ενός ανώτερου τελικού σκοπού. Συνιστούν εκδηλώσεις και φορείς της αυτοπραγμάτωσής μας, του τρόπου μας να ζούμε συντονισμένες και συνεπείς ως προς τις αξίες και τις επιθυμίες μας. Αυτό είναι η αναρχική (αντι)πολιτική. Η κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ μέσων (που ανήκουν στους υπηκόους της δημοκρατίας) και σκοπών (που ταυτίζονται με την κατάκτηση των μέσων διαχωρισμού της κοινότητας από την πραγματική πολιτική της πρακτική, όπως το κράτος, τα εκτελεστικά όργανα, οι θεσμικοί φορείς) οδηγεί στην κατάργηση της εργαλειοποίησης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η πολιτική έτσι ξαναμετατρέπεται σε ένδειξη μιας ολοκληρωμένης και πλούσιας σε σχέσεις και βιώματα ζωής.

Ο αγώνας ενάντια στο κράτος, τον καπιταλισμό και τον κυρίαρχο πολιτισμό είναι το αναντικατάστατο παρόν του καθενός και της καθεμιάς μας. Τα προτάγματά μας δε συντάσσονται με τις υπόλοιπες διαφημιστικές προσφορές για επίγειους κοινωνικούς παραδείσους. Αδυνατούν να ξεπέσουν στην κατάντια των διαφημιστικών εκστρατειών όσων θέλουν να “καταλάβουν” τον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό διότι εκφράζουν τις ανεξέλεγκτες επιθυμίες μας να ζήσουμε μακριά από συγκεντρωτικές δομές, απόλυτες αλήθειες και υπεραβικές αρχές. Σηματοδοτούν τον πολεμό μας απέναντι σε κοινωνικές κατασκευές όπως το δίκαιο, ο νόμος, η τιμωρία, ο εγκλεισμός, η ενοχή και η πολιτική ανάθεση. Ενάντια στον γενικευμένο διαχωρισμό, ενάντια στα όργανα και τους επιτελεστές του. Έτσι, θεωρούμε πως ο αντιφασισμός δεν είναι ένα μέσο για να επιτύχουμε την εξόντωση τον φασιστών ως απώτερο σκοπό. Είναι το αίμα που χύθηκε απ’ τα συντρόφια μας για την πραγμάτωση του ολοκληρωμένου εαυτού τους ενάντια σε κράτος, κεφάλαιο και κυριαρχία. Η απαράκαμπτη αυτή πραγματικότητα, το χάσμα μεταξύ των αξιών μας, του τρόπου μας να υπάρχουμε ως κάτοχοι των ζωών μας και της άρνησής μας να αναθέσουμε αυτό το καθήκον σε μηχανισμούς υποβάθμισης της ύπαρξής μας, μας έφερε μετωπικά απέναντι στις ναζιστικές σκουπιδοσακούλες.

Αν προκειμένου να τελεσφορήσει αυτό χρειαζόμαστε δικαστήρια, αποξενωμένα από εμάς εκτελεστικά σώματα για την επίτευξη των ίδιων μας των στοχεύσεων, ειδικά κλιμάκια στρατολογημένων “τιμωρών”, μάζες ετερόκλητων και εχθρικών μεταξύ τους αγελών, επαΐοντες μοραλιστές να επιβάλλουν οικουμενικά ποιος και τινί τρόπω θα τιμωρείται, ας βολευτούμε στην υπάρχουσα πραγματικότητα. Εξάλλου, αν το κριτήριο εναποτίθεται στον πρακτικισμό και στη στείρα αποτελεσματικότητα των κάθε λογής μεθόδων, τα κράτη θα υπερέχουν πάντα συγκριτικά με τις μικρές απείθαρχες ορδές μας. Δε θα επιτρέψουμε ποτέ όμως στην αποτελεσματικότητα να καθιερωθεί ως απόλυτο μέτρο των πράξεων και των ζωών μας, γι’ αυτό τα κράτη και άλλα μορφώματα της πολιτικής αλλοτρίωσης θα περισσεύουν πάντα από τα ζωογόνα όνειρα μας. Όσοι στον βωμό μιας ρηχής υλικής καταπολέμησης του φασισμού λησμονούν τις αναρχικές τους θέσεις, τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι μαθηματικά θα αποτύχουν και στο πρώτο.

Βιώνοντας εξ ορισμού μια συνθήκη σχεδιασμένης αλλά και αυθόρμητης κατάπνιξης κλασσικών, αλλά και νεότερων αναρχικών προταγμάτων, πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι δε διαθέτουμε χρονικά περιθώρια να συγχρωτιζόμαστε με τα αφομοιωμένα στην αστικοδημοκρατική ομαλότητα γκρουπούσκουλα της προοδευτικής αριστεράς και ενός αναρχικού χώρου που ζηλεύει τη στόμωση και το διαλεκτικό χάος της πρώτης. Πιθανώς, καθόσον το κενό παρουσίας και επιρροής έχει γίνει δυσβάσταχτα αισθητό με τον χειρουργικό εξοστρακισμό των επαναστατικών ρευμάτων από την υπόληψη της πλειοψηφίας, οι σπασμωδικές εκλάμψεις σύγκρουσης να χαρίζουν δόσεις ανακούφισης και καθησυχαστικές εντυπώσεις, αλλά δε θα εντοπιστεί εκεί η ανασύνταξη των γραμμών μας. Πόσο μάλλον όταν η πολυαναμενόμενη πολυπληθής συνάντησή μας στους δρόμους μετά από καιρό έχει ως πριμοδότη μια δικαστική έδρα, με τον δικανικό της λόγο να θέτει τους όρους του διαλόγου. Όταν λοιπόν η επιχειρηματολογία οργανώνεται βάσει των προτύπων ενός τέτοιου συστήματος αξιολόγησης, όταν οι όροι συμμετοχής είναι προσχεδιασμένοι από τους εμπνευστές της δεξίωσης, η αναρχική εκτροπή δεν είναι κάτι το εφικτό, διότι για εμάς ποτέ το ζήτημα δεν συνοψιζόνταν στο αν οι ναζί είναι αθώοι ή ένοχοι και ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος τιμωρίας τους. Όλη αυτή η ορολογία προσήκει στο σύμπλεγμα αξιών, αντιλήψεων, πεποιθήσεων και παραδόσεων που, ως αναρχικές και αναρχικοί, πολεμάμε διαχρονικά να αποδομήσουμε και να εξαλείψουμε.

Επιπλέον, η συμμετοχή αναρχικών στις επινίκιες τελετουργίες του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, ακόμα και όταν τα θύματα είναι υπάνθρωποι άξιοι να γίνουν δέκτες των χειρότερων μορφών βίας, σηματοδοτεί απλά μια ακόμα επιτυχημένη επιχείρηση των επίδοξων εξολοθρευτών τους, η οποία σε μία καθόλου φανταστική μελλοντική στιγμή θα τοποθετήσει αυτούς στην έδρα, δεχόμενη πολιτική πίεση από αντίπαλους αποχαυνωμένους όχλους, ενώ, την ίδια στιγμή, το κύρος των μηχανισμών αυτών θα παραμένει στο απυρόβλητο. Όσοι, είτε από αγνές και ειλικρινείς αγωνιστικές προθέσεις, είτε από στυγνή απελπισία, διέπονται από την ψευδαίσθηση πως το Δίκαιό τους αποτελεί μία καθολική αρχή ή, ακόμα χειρότερα, πως εκφράζει στο σήμερα μία κοινωνική πλειοψηφία πρόθυμη -μετά την κατάλληλη προσέγγιση- να συστρατευτεί μαζί τους, δυστυχώς είναι αναπόδραστο να δουν τα οράματά τους καταβαραθρωμένα από τις αμείλικτες φασιστικές ορδές των μαζανθρώπων. Για ακόμη μία φορά…

Η επιλογή συμμετοχής σε μία πολιτική διαδικασία εξ ολοκλήρου εχθρική προς κάθε αναρχικό ρεύμα σκέψης, με μοναδικό διακύβευμα την καθιέρωσή μας στο κέντρο των εξελίξεων, ακόμα κι όταν αυτά αντίκεινται στις αξίες, στα προτάγματα, στις στοχεύσεις μας, υπονομεύοντας την αγωνιστική μας υπόσταση και τα θεμελιώδη προτάγματά μας, συνιστά συγκατάβαση με ένα μέλλον απαλλαγμένο από τις επιθυμίες μας. Ποιος εξάλλου σήμερα διατηρεί αμφιβολίες για το αν οι αλλεπάλληλες κονσερβοποιημένες ειδήσεις και τα απορρεόντα από την προπαγάνδα τους κοινωνικά δρόμενα δεν είναι παρά ένας διαρκής εχθρικός μονόλογος, οικείος μοναχά ένεκα της εκτενούς και αδιάληπτης διασποράς του; Η έγνοια να τοποθετηθούμε, και δη μαχητικά, σε γεγονότα τουλάχιστον διαμεσολαβημένα -αν όχι κατασκευασμένα- από έναν πακτωλό πληροφοριών και ειδήσεων που φέρουν ανεπαίσθητα τη σφραγίδα όσων υπαρχουσών πραγματικοτήτων επιδιώκουμε την εξάλειψή τους, είναι ενδεικτική της προέλασης του θεαματικού λόγου και της υποχώρησης της κριτικής σκέψης. Σημαίνει πως ο κομφορμισμός φτάνει σε επίπεδο διαπραγμάτευσης της επαναστατικής μας συνέχειας ως μια συνέχεια δίχως επαναστατικό πρόσημο. Σημαίνει πως, έστω και υποσυνείδητα, έχουμε συμβιβαστεί με το ανέφικτο των αναρχικών μας θέσεων, ενώ αγκομαχούμε να τους βρούμε θέση σε έναν κόσμο αποστερημένο από κάθε αγνή αναρχική προοπτική. Ηττοπαθείς και μουδιασμένοι μπροστά στην κοινή γνώμη, όπως αυτή κατασκευάζεται και μετά επιδεικνύεται στις αμέτρητες οθόνες που πλέον έχουν εισβάλει σε κάθε πτυχή της ζωής, είμαστε έτοιμοι να παραδώσουμε στα μέτρα της την προσωπική μας άποψη και τοποθέτηση. Δεχόμαστε την εκποίηση των έκλυτων πόθων μας, εφόσον καταδικάζονται ως στοιχεία ασύμβατα και παράκαιρα, προκειμένου να εξασφαλίσουμε μία υποτυπώδη επιβίωση σε ένα νέο, αποστειρωμένο από κάθε μικρόβιο ατομικής και συλλογικής εξέγερσης πολιτικό περιβάλλον.

Τούτη η προσαρμογή στους ρυθμούς του παραδεδεγμένου πολιτικού ανταγωνισμού στις μαζικές κοινωνίες, όπου, με οριζόντα την αποτελεσματικότητα, κάθε αντίπαλη φράξια επιχειρεί να γητέψει το θυμικό του πλήθους, εργαλειοποιώντας το στην προσπάθειά της να διαμορφώσει το κοινωνικό κατ’ εικόνα και ομοίωση της Ιδέας της, απέχει έτη φωτός από μία αναρχική (αντι)πολιτική πρακτική.

Δε γίνεται, με μοναδικό κριτήριο τη μαζικότητα και την απόσπαση αποδοχής, να αποφασίζουμε τη δημόσια στάση και την πολεμική μας τακτική, γιατί τότε μπορεί μεν η εξασφάλιση των παραπάνω να επιφέρει ποσοτικές νίκες (θεαματική ανάδειξη αγώνων, κυβερνητικές παραχωρήσεις, υποχρέωση του κράτους σε συνδιαλλαγή, δυναμικότερες συγκρούσεις, λεφούσι χειροκροτητών, ευνοϊκότερη διαχείριση), όμως τι νόημα έχουν αυτές όταν το αντίτιμο έγκειται στην απώλεια των ποιοτικών μας χαρακτηριστικών; Και δεν αναφερόμαστε σε πιθανές αντιφάσεις μεταξύ μακροπρόθεσμων (κατάλυση της αστικής δικαιοσύνης) και άμεσων (αντιμετώπιση των φασιστών) στόχων. Διακυβεύεται η ίδια η ουσία της αναρχικής παρουσίας εδώ και τώρα. Και, λέγοντας αυτό, εννοούμε το πώς ένα σώμα εμφανίζεται, λειτουργεί και κινείται, πάντα σε αλληλεξάρτηση με τα υπόλοιπα σώματα του περίγυρού του και τις σχέσεις δύναμης που σχηματίζουν. Πώς αγωνιζόμαστε, πού στοχεύουμε, πώς τοποθετούμαστε σε κάθε συγκυρία, πώς καταφάσκουμε ως συμπαγές σώμα και πώς διακρινόμαστε φυσικά, ως αναρχικά υποκείμενα, δια της συνολικής μας παρουσίας σε σύγκριση με τα άλλα σώματα.

Δεν πρόκειται λοιπόν περί μιας ακόμα κριτικής στη μερικότητα ενός αγώνα, αλλά ειλικρινούς προβληματισμού σχετικά με τους λόγους παρουσίας των αναρχικών σε μία έδρα τόσο εχθρική για τα προτάγματα και τους όρους συγκρότησής τους.

Πώς είναι δυνατόν η συγκυρία αυτή να συγκρίνεται με τις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις, τις μαθητικές εξεγέρσεις και τα πλατιά μέτωπα ενάντια στον φασισμό; Πώς εξακολουθεί να μη γίνεται αισθητή η διαφορά μεταξύ της συμμετοχής σε αυθόρμητες κοινωνικές εκρήξεις, όπου, παρά το αναμενόμενα ετερόκλητο πλήθος, η αναρχική παρέμβαση δύναται να τις εκτρέψει με τη διακρτιτή της πολιτική αντζέτα, επηρεάζοντας άμεσα τους συσχετισμούς δύναμης και προβαίνοντας σε αυθεντικές γνωριμίες με νέο κόσμο, και της παρουσίας της σε μία καλεσμένη φίεστα-ύμνο στην αστική δικαιοσύνη, με τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου να έχει συρρεύσει προσμένοντας μια καταδικαστική απόφαση; Αν η απόφαση δεν ήταν ικανοποιητική (και ποια απόφαση δηλαδή θα ήταν ικανοποιητική από ένα αστικό δικαστήριο;), τότε σε ποιον θα απευθύνονταν οι συγκρούσεις και από ποια θέση; Τότε η αγανάκτηση των αναρχικών θα ήταν δίκαιη επειδή η έδρα δεν έκανε καλά τη δουλειά της; Πώς είναι δυνατόν εν τέλει να παραβλέπουμε ότι αυτές οι μυωπικές προσεγγίσεις, ερειδόμενες ολικώς στην ανάγκη πολιτικής επιβίωσης, και η υποστήριξη διαδικασιών αντίστοιχου χαρακτήρα ενδυναμώνει και σταθεροποιεί τους μελλοντικούς μας δήμιους; Να αγνοούμε πως το πλήθος θεατών της αντιφασιστικής παράτας, την ίδια στιγμή που χειροκροτεί για την καταδίκη των ναζί, ταυτόχρονα γυαλίζει τα έδρανα των δικών μας πολιτικών δικαστηρίων…

Σε αυτό το κείμενο, είναι εμφανές πως επιλέξαμε να μη σταθούμε καθόλου στην ίδια τη ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής, ούτε να αναφερθούμε σε δεδομένα και στοιχεία ευρέως γνωστά και αναλυμένα από συντροφικές φωνές πολύ καλύτερα απ’ ότι εμείς θα μπορούσαμε. Προτιμήσαμε να πραγματοποιήσουμε μία σύντομη κριτική στη σχέση των αναρχικών με το Δίκαιο. Κυρίως, να θυμίσουμε πως ορισμένες βαθιά ριζωμένες προβληματικές και αντιφάσεις αναδεικνύονται διαμέσου πιθανών προστριβών με την αστική εκδοχή του Δικαίου. Πριν κλείσουμε, θα αναφερθούμε για μία ακόμη φορά σε κάτι λειψώς σχολιασμένο και ελλειπώς κατανοητό, τρομερά κομβικό όμως στην προσπάθεια ανασυγκρότησης ενός εσωτερικά συνεκτικού και ιστορικά αρραγούς αναρχικού χώρου. Η αντίθεσή μας στην οικουμενική και υπερβατική σύλληψη της δικαιοσύνης, απότοκο της οποίας είναι και η αστική εκδοχή της, δεν είναι αισθητικής φύσης.

Η δικαιοσύνη και το δίκαιο είναι έννοιες υποκειμενικές. Εκφράζουν κάποιον αξιακό κώδικα. Όσοι αξιακοί κώδικες υπάρχουν, άλλα τόσα δίκαια θα συναντήσει κανείς. Πολεμάμε τη δικαιοσύνη τους όχι γιατί είναι απλά άδικη, αλλά γιατί ο αξιακός κώδικας του συστήματος που εκφράζει είναι εχθρικός με τον δικό μας. Και δεν μπορεί να υπάρξει κανένα αντικειμενικό δικαστήριο και κανείς δικαστής για να κρίνει αυτή τη σύγκρουση. Είναι οι δικές μας αξίες ενάντια στις δικές τους. Οι επαγγελματίες του δικαίου δεν έχουν καμία θέση στη δικιά μας αντίληψη και κοσμοθεωρία. Και αν μας ρωτήσει κάποιος “και τότε τι θέλετε;”, θα του απαντήσουμε “επιδιώκουμε να κολλήσουμε τους διευθυντές αυτού του συστήματος στον τοίχο, χωρίς όμως να τους αντικαταστήσουμε για να εγκαθιδρύσουμε μια “αγνότερη” έννοια δικαιοσύνης (αντικειμενικά δικαστήρια, δίκαιους νόμους, λογικές ποινές), αλλά μόνο για να αναλάβουμε ένα αδιάλλακτο “καθήκον” ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ως μια έντιμη πράξη αυτοδικίας”.

Επαναφέροντας τα λόγια της Σ.Π.Φ., υπενθυμίζουμε πως ο πόλεμος για την κατάλυση των μαζικών εξουσιαστικών κοινωνιών και τη δημιουργία νέων, θεμελιωμένων στην ενσυναίσθηση, τις κοινές αξίες, τις ελεύθερες συμφωνίες, την ατομική αυτοσυνειδησία και τα μεταβλητά κοινωνικά συμβόλαια, διέρχεται μέσω της σύγκρουσης με κάθε υπερβατικό μονολιθικό κώδικα πειθάρχησης και τιμωρίας, όπως και με τα σώματα των ειδικευμένων σχεδιαστών τους. Δεν προθυμοποιούμαστε να επιβάλλουμε νοητικά την παραδοχή ανύπαρκτων συλλογικών σωμάτων προκειμένου να πείσουμε τον οποιοδήποτε αφελή προς δρούμε στο όνομα μιας “ανώτερης ιδέας”. Δε θα γίνουμε οι κομιστές της ελευθερίας κανενός, και δεν έχουμε αναλάβει σε καμία περίπτωση μία “θεϊκή αποστολή” να διαφωτίσουμε τα “παραπλανημένα πλήθη” με τη μαρμαρυγή της Δικαιοσύνης. Ως αποκυήμα των πολλών χρόνων εγκατάλειψης της δημόσιας σφαίρας και της ατομικής ευθύνης, αυτές οι λογικές βρωμάνε ανάθεση και είναι ικανές να γεννήσουν μόνο περισσότερη ανάθεση, ανευθυνότητα, μοιρολατρία, παραίτηση, διαχωρισμό, τελμάτωση, ιεραρχίες και ετερόνομα ανδράποδα, συνηθισμένα στην υποταγή μπρος το κάθε δεσπόζον κοινωνικό σύστημα, αντί για περήφανα και αξιοπρεπή πρόσωπα.

Διαχρονικά, τα ίδια φαινόμενα, οι ίδιες τετριμμένες πολιτικές επιλογές γίνονται κάρβουνο στη μηχανή θανάτου του φασισμού και κάθε ολοκληρωτισμού, εφοδιάζοντάς τους με οράματα προσφιλή για το εκπαιδευμένο στην αποποίηση του εαυτού πλήθους. Γι’ αυτό φροντίζουμε να μη λησμονούμε πως το λαϊκό φύραμα ετερόκλητων συμφερόντων και αξιών, ομοιόμορφο και αρραγές μόνο εν είδει σώματος κυβερνητικής διαχείρησης και βιο-πολιτικής επένδυσης, αποτελεί μήτρα και όχι εξολοθρευτή του φασισμού. Τα δικαστήρια και, κατ’ επέκταση, το δίκαιο, καθίστανται ευκταίο αντικείμενο διεκδίκησης αναμεταξύ των ανακυκλωμένων πολιτικών ομαδοποιήσεων, επειδή, εν αντιθέσει με την περήφανη ατομική αυτοδικία, εκπροσωπεί την υπάρχουσα ιεραρχική και αλλοτριωτική τάξη ενάντια στις άπειρες πιθανότητες της αναρχικής ανταρσίας.

Η διαρκής αναρχική ιστορική κίνηση γνωρίζει πως ο φασισμός προκύπτει αναπόδραστα όταν το πρόσωπο, με το κριτικό του πνεύμα, συνθλίβεται στη μέγγενη των εκάστοτε μεγαλόστομων αφεραίσεων, είτε πρόκειται για έθνη, είτε για τάξεις, είτε για τα κενά αξιακά συστήματα των -ξεπουλημένων στις αγορές- σύγχρονων δημοκρατιών. Ως εκ τούτου, η δημόσια παρουσία των αναρχικών και οι τακτικές τους επιλογές οφείλουν να συνοδεύονται από μία συστηματική κριτική σε κάθε μηχανισμό μαζοποίησης και ανάθεσης. Δίχως μία αδιάσπαστη συνέχεια μεταξύ της αναρχικής επίθεσης στα φαντάσματα του έθνους, της φυλής, του κράτους, της δικαιοσύνης, και της μάχης ενάντια στον φασισμό, δεν είμαστε καταδικασμένοι μόνο να υστερούμε μεθοδολογικά στην αντιμετώπιση του δεύτερου, αλλά, πολύ περισσότερο, να χάνουμε το νόημα και τη συνάφεια στο εσωτερικό μας. Μένουμε μονίμως πνιγμένες στις αντιφάσεις, ανίκανοι να τις υπερβούμε ανακτώντας την πίστη στις δυνάμεις, την πίστη στην προοπτική να διαρρήξουμε τον ρου της ιστορίας. Μένουμε ουρά όσων έχουν μάθει να ζουν με αυτές, αναρριχώμενοι στον βούρκο του σημερινού πολιτικαντισμού. Η ολική συντριβή του φασισμού συμπεριλαμβάνεται στον αναρχικό αγώνα για καταστροφή κάθε μορφής εξουσίας και ολοκληρωτισμού, και δε συναγελάζεται με προοδευτικούς θιάσους, δικαστικές ετυμηγορίες και δήθεν αντιφασιστικές μωρολογίες. Η ολική συντριβή του φασισμού διέρχεται μέσα από τη ριζοσπαστική ρήξη με τις κοινωνικές και υποκειμενικές συνθήκες γέννησής του, και ειδικά με τη δικαιοσύνη (αστικής ή οποιασδήποτε άλλης υπερβατικής απόχρωσης) ως εξέχουσας μεταξύ αυτών.

Θάνατος στον Φασισμό

Θάνατος στο Δίκαιο της επιβολής και της εξουσίας

Πόλεμος με κάθε μέσο για την Αναρχία στο εδώ και τώρα

Λύσσα και Συνείδηση

Consumimur Igni – Σύμπραξη για τους σκοπούς της ανάφλεξης

Γιατί το δοκιμαζόμενο σώμα του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι και δικό μας

Ο έγκλειστος κομμουνιστής επαναστάτης, Δημήτρης Κουφοντίνας, ξεκίνησε στις 8 Ιανουαρίου απεργία πείνας, διεκδικώντας με όπλο το σώμα του τη μεταγωγή του στις φυλακές Κορυδαλλού. Ο σύντροφος εξέτιε στον Κορυδαλλό για χρόνια την ποινή του για τη συμμετοχή του στην Ε.Ο. 17 Νοέμβρη. Μεταφέρθηκε στις αγροτικές φυλακές Βόλου, όπου και παρέμεινε για δυόμιση χρόνια. Στις 22 Δεκεμβρίου του 2020, έπειτα από εντολή του εμετικού καθάρματος που ακούει στο όνομα Σοφία Νικολάου, γ.γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής, απήχθη και οδηγήθηκε στις πειθαρχικές φυλακές Δομοκού.

Ως κίνηση έμπρακτης αλληλεγγύης προς τον Δημήτρη Κουφοντίνα, στις 16 Ιανουαρίου ξεκίνησαν απεργία πείνας οι σύντροφοι Νίκος Μαζιώτης και Γιάννης Δημητράκης, κρατούμενοι στις φυλακές Δομοκού, και στις 18 Ιανουαρίου οι σύντροφοι Βαγγέλης Σταθόπουλος και Πολύκαρπος Γεωργιάδης, κρατούμενοι στις φυλακές Λάρισας.

Η παρούσα απεργία πείνας είναι συνολικά η πέμπτη που διεξάγει ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Η κατάσταση υγείας του είναι ιδιαίτερα βεβαρυμένη. Και οι κρατικοί ιθύνοντες επιστρατεύουν τη ρητορική: «Η δημοκρατία δεν εκβιάζεται, ο Κουφοντίνας ζητά ειδική, προνομιακή μεταχείριση» · γεγονός που σαφέστατα ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη. Για την παρούσα κυβέρνηση, ειδικά, και τον θλιβερό ρεβανσισμό της, ο σύντροφος αποτελεί ιστορικό στοίχημα, και η ενδεχόμενη εξόντωσή του αποτελεί παράσημο και δικαίωση. Κατανοώντας πως οι μέρες περνούν, πως τα περιθώρια στενεύουν και τα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά των πολιτικών, κοινωνικών και κινηματικών φορέων είναι περιορισμένα και δε δύνανται να παράξουν επαρκή πίεση στο κράτος για να ικανοποιήσει το αίτημα του συντρόφου, θεωρούμε καθήκον μας να βγούμε μπροστά, να δημιουργήσουμε γεγονότα, να ριζοσπαστικοποιήσουμε τις βλέψεις και τις απαντήσεις μας, να οικειοποιηθούμε επιθετικές πρακτικές, να προκαλέσουμε κόστος.

«ἄν εἶν᾿ ὁ λάκκος σου πολύ βαθύς,
χρέος μὲ τὰ χέρια σου νὰ σηκωθεῖς»
Κώστας Βάρναλης

Η φυλακή στον σύγχρονο κόσμο αποτελεί έναν μη-τόπο. Μία κόγχη βαρβαρότητας αρχαϊκής φύσης εντός ενός κόσμου τυφλωμένου από την έπαρση της προόδου, έτοιμου να υποδεχτεί τις συνέπειες των τελεολογικών του οραμάτων. Οι φυλακισμένοι και οι φυλακισμένες, μολονότι δέχονται διαρκώς μια θεσμικά νομιμοποιημένη απανθρωποποίηση, γίνονται κοινωνοί των δήθεν ανθρωπιστικών αφηγημάτων μέσω μιας ψευδούς τυπικής αβρότητας, η οποία εν τέλει υποτιμά τη θέση τους και αμαυρώνει την περηφάνια τους. Τα πολιτικά και κοινωνικά τους δικαιώματα φυλάσσονται σχολαστικά στον κόρφο τους ως σύμβολα μιας δυνητικής ανάκτησης της υπόληψής τους και της ανθρωπινότητάς τους. Παράλληλα, ο κρατικός μηχανισμός αρέσκεται να επιδεικνύει ευθαρσώς στα εμετικά μέσα διασποράς του λόγου του την κατοχύρωση αυτών των δικαιωμάτων ως ακλόνητη ένδειξη της παντοδυναμίας του, διαθέτοντας πλήρη εξουσία πάνω στο ανθρώπινο σώμα και την ηθική του ποδηγέτηση. Μπρος στην καθολική ισχύ του κρατικού λεβιάθαν και του σωφρονιστικού του συστήματος να ενοχοποιεί, να αθωώνει, να τιμωρεί και να συγχωρεί, η πραγματική συγκρουσιακή δομή της κοινωνίας αποκρύβεται και λησμονείται. Οι φυλακισμένοι φαντάζουν απλώς τα απολωλότα πρόβατα, τα εξαχρειωμένα κτήνη, το ξένο σώμα το οποίο θα φροντίσει να αξιολογήσει και να διαχειριστεί ο ένδοξος κρατικός μηχανισμός. Η φυλακή καταχωρείται στη συνείδηση των περισσοτέρων ως ένας παρά φύσιν τόπος, ξένος, απροσπέλαστος για το υγιές και εύρυθμο κοινωνικό σώμα, ενώ οι φυλακισμένοι καθίστανται τα μιάσματα μιας άχραντης “συλλογικότητας” από την οποία ξέπεσαν, είτε από λάθος, είτε ένεκα της “φύσης” τους. Μοναδικός τρόπος επανένταξης: η διαρκής μετάνοια.

Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις των πολιτικών κρατουμένων; Ακριβέστερα, τι γίνεται στις περιπτώσεις των αμετανόητων ειλικρινών εχθρών του καθεστώτος; Των συνειδητοποιημένων υπονομευτών του; Ήτοι, όσων εκλαμβάνουν την αιχμαλωσία τους ως μια ακόμη συνέπεια του προσωπικού τους αγώνα, και όχι ως αποτέλεσμα μιας κακιάς στιγμής ή μιας φευγαλέας τρέλας; Τι γίνεται με όσους και όσες από την πρώτη στιγμή της φυλάκισής τους γνώριζαν πως βρίσκονται στα χέρια ενός εχθρού, και όχι ενός “αυστηρού πατέρα”; Με όσες και όσους θέλησαν, παίζοντας στα ζάρια της μοίρας την καταδίκη τους, να επιτύχουν την καταδίκη των κυρίαρχων αφηγήσεων; Τι ανασύρει στο φως της δημοσιότητας η αδιάψευστη εικόνα ενός αιχμαλώτου πολέμου -και όχι ενός τυχαίου φυλακισμένου- και τι σημαίνει αυτή για ένα κοινωνικό σύστημα ερειδόμενο στις αυτάρεσκες διακηρύξεις περί “τέλους της ιστορίας και των επαναστατικών προοπτικών”; Τι σημαίνει σήμερα η υπόθεση του Δημήτρη Κουφοντίνα, και πώς βαραίνει στα ενδότερα του αναρχικού χώρου, του πιο σταθερού και μαχητικού, τα τελευταία χρόνια, υπονομευτή της αστικής κοινωνίας;

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας έχει κατορθώσει, εν μέσω γενικευμένης εξάλειψης των οποιωνδήποτε εναπομεινάντων συγκρουσιακών στοιχείων και επαναστατικών επιδιώξεων του μεγαλύτερου τμήματος της αριστεράς και ευρύτερα των κοινωνικών κινημάτων, να θυμίζει -δια της αμετανόητης στάσης του- το εφικτό του αγώνα για έναν κόσμο διαφορετικό. Η περίπτωσή του επαναφέρει συχνά στις αντιλήψεις των ανθρώπων την πραγματική, παρότι άφατη στο υπάρχον πλαίσιο, φύση του εγκλεισμού. Διατρανώνει πως επρόκειτο περί ενός πρωταρχικά πολεμικού μέσου, επιστρατευμένου για την κατάπνιξη, πειθάρχηση και τιμωρία όσων αντιδρούν ενάντια στο εκάστοτε καθεστώς, και ύστερα ακολουθεί ο οποιοσδήποτε άλλος καλλωπιστικός ορισμός της. Ενώ οι έγκριτοι έμμισθοι παπαγάλοι ιδρώνουν καθημερινά να διαφημίζουν διαπιστευτήρια αναφορικά με την ανθρώπινη και μη εκδικητική λειτουργία του πολιτεύματος, ο Δημήτρης Κουφοντίνας εξακολουθεί να αποδεικνύει τι σημαίνει να είναι κάποιος αιχμάλωτος πολέμου. Αντιστρέφει τους όρους, μετατρέποντας τη δική του επιμελημένη εξόντωση σε εξόντωση των επιμελημένων ψεμάτων των παραδεδεγμένων κυρίαρχων λόγων περί ξεπεράσματος δήθεν παρωχημένων ανταγωνισμών και συγκρουσιακών ροπών.

Επαναστάτες κρατούμενοι, όπως ο Δημήτρης Κουφοντίνας, είναι εδώ για να θυμίζουν πως δεν έχουν παραδωθεί ακόμα όλα τα όπλα στα χέρια του κράτους. Πως οι μητροπολιτικές ζούγκλες φιλοξενούν αγνές μαχήτριες και πιστούς πολεμιστές που αρνούνται να ενδώσουν στις διαδιδόμενες ειδήσεις ότι “ο κοινωνικός πόλεμος τελείωσε”. Διακηρύτουν σε απαράκαμπτους τόνους πως οι φυλακές δε χτίστηκαν μόνο για να τρομοκρατήσουν διαμέσου της αφτιασίδωτης προβολής του πόνου και της περιθωριοποίησης, αλλά περισσότερο για να αποσιωπήσουν πίσω από το θέαμα της τιμωρίας κάτι ιδιαίτερα άβολο για τους διακόνους της Τάξης: ότι δεν παίζουν μπάλα μόνοι τους, ότι οι ανταγωνισμοί συνεχίζονται και ότι δεν είναι οι μόνοι με αυτήν την επίγνωση. Γι’ αυτό θέλουν να εξοντώσουν και να βασανίσουν τον επαναστάτη Δημήτρη Κουφοντίνα · όχι ως έγκλειστο, αλλά ως εχθρό και μισητό αιχμάλωτό τους. Επειδή ο πόλεμος για την ανατροπή του καπιταλισμού παραμένει πάντα επίκαιρος και ζωντανός όσο υπάρχουν σώματα έτοιμα να ριχθούν στη φωτιά ως προσάναμμα για την καταστροφή του.

Γνωρίζοντας λοιπόν πως ο Δημήτρης Κουφοντίνας αποτελεί έναν αιχμάλωτο πολέμου, και όχι ένα παραστρατημένο παιδί έτοιμο να δεχτεί τον “στοργικό” σωφρονισμό των διεστραμμένων ειδημόνων της κρατικής μηχανής, πώς θα μπορούσαμε να μη σταθούμε δίπλα του και σε αυτόν τον αγώνα ενάντια στους αναξιοπρεπείς τιμωρούς του; Το δοκιμαζόμενο σώμα του αποτελεί προέκταση του δικού μας, για δύο λόγους, άρρηκτα συνυφασμένους μεταξύ τους: Αφενός, η απεργία πείνας, όντας το μοναδικό και ύστατο μέσο ενός φυλακισμένου μαχητή, αποκτά δύναμη από την κινητοποίηση που είναι σε θέση να δημιουργήσει εκτός των τειχών προκειμένου να ασκήσει πίεση στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αφετέρου, η δύναμή μας ως πόλος εκτός των τειχών εξαρτάται ζωτικά από τον σεβασμό, τη στήριξη και την αλληλεγγύη που είμαστε σε θέση να εξασφαλίσουμε στους φυλακισμένους και τις φυλακισμένες αυτής της μετωπικής σύγκρουσης. Εξάλλου, μην ξεχνώντας πως η διαμόρφωση των κοινωνικών συσχετισμών αποτελεί έναν αδιάκοπο πόλεμο, επιβάλλεται να καταλαβαίνουμε πως η δύναμη μιας στρατιάς κρίνεται από τη δυνατότητά της να υπερασπιστεί τους πεσόντες και τους αιχμάλωτους της. Αντιμαχόμενες πλευρές εν καιρώ πολέμου διατηρούσαν προσχηματικές ευγένειες και αμοιβαίο σεβασμό μόνο με την επίγνωση της τροτώτητάς τους και την ανασφάλεια μπρος στο ενδεχόμενο της ήττας τους. Αντιθέτως, κάθε πρόσχημα κατέρρεε συνήθως μόλις μία πλευρά αισθανόταν πως έσφιγγε με βεβαιότητα την νίκη στα χέρια της.

Η κρισιμότητα του παρόντος διαδραματιζόμενου αγώνα οφείλει να τοποθετήσει σε μια απόμερη άκρη τα όποια πιθανά θεωρησιακά και/ή στρατηγικά χάσματα που πιθανώς να υφίστανται σε σχέση με τον κομμουνιστή επαναστάτη Δημήτρη Κουφοντίνα. Οι διεκδικήσεις του είναι και δικές μας. Το σώμα του είναι και δικό μας. Διότι γνωρίζουμε πως κάθε ενεργό υποκείμενο στον πόλεμο για τη συντριβή του κόσμου του κεφαλαίου, δύναται να βρεθεί στη θέση του Δημήτρη Κουφοντίνα, δύναται να βρεθεί αιχμάλωτη ή αιχμάλωτος στα χέρια του εχθρού και της στρατιωτικής του μηχανής. Δε θα υπήρχε λοιπόν μεγαλύτερο λάθος από το να επιβεβαιώσουμε στο κράτος πως έχει την ευχέρεια και την άνεση να εξασκεί απρόσκοπτα την εκδικητική του μανία πάνω στους πολέμιούς του. Μόνο ανάχωμα απέναντι σε μια τέτοια δυστοπική εξέλιξη: ο φόβος που είμαστε σε θέση να προκαλέσουμε στις τάξεις των εχθρών μας.

Να αλλάξει στρατόπεδο ο φόβος, να νιώσουν τα καθάρματα του αστυνομοδικαστικού συμπλέγματος την οργισμένη μας ανάσα.

Νίκη στην απεργία πείνας του κομμουνιστή επαναστάτη Δημήτρη Κουφοντίνα.

Να ικανοποιηθεί άμεσα το αίτημά του για μεταγωγή στις φυλακές Κορυδαλλού.

Σινιάλα δύναμης και αλληλεγγύης στους Ν. Μαζιώτη, Γ. Δημητράκη, Π. Γεωργιάδη και Β. Σταθόπουλο.

ΠΙΣΤΗ ΣΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΑΣ

ΕΠΙΘΕΣΗ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ

Consumimur Igni
Σύμπραξη για την οργάνωση της εκδίκησης

Τσακίστε τους όπου τους βρίσκετε – Κείμενο και αφίσα ενάντια στον κατασταλτικό μηχανισμό

Τσάκισε τους μπάτσους όπου τους συναντάς.
Δεν έχει σημασία να ξέρεις τον λόγο, τον ξέρουν αυτοί.

Δυστυχώς, όμως, οι αποκτηνωμένοι υποτακτικοί της καπιταλιστικής αυτοκρατορίας δε γαλουχούνται να κατανοούν και να διαπιστώνουν ό,τι δε σχετίζεται άμεσα με την ταυτοποίηση υπόπτων και την εξόντωση παραβατικών -για το κυρίαρχο δικαϊκό σύστημα- ανθρώπων. Το κατεργασμένο και εύπλαστο εγκεφαλικά φύραμα που καταχρηστικά τούς κατατάσσει στους νοήμονες οργανισμούς, είναι η απαραίτητη πρώτη ύλη όταν ο κόσμος του κεφαλαίου μηχανεύεται μεθόδους υπεράσπισης της παραδεδεγμένης κοινωνικής του οργάνωσης. Δεν εξυπηρετεί στον αναστοχασμό και την καλλιέργεια της αυτοσυνείδησης, αλλά στην άμεση και τελεσφόρα κατάπνιξη όσων στοχάζονται και καλλιεργούν τη δική τους σε ένα αντίξοο περιβάλλον αφανισμού εν μέσω κρίσης. Δεν είναι εφικτό γι’ αυτούς να προσεγγίσουν στοχαστικά τον αντίκτυπο των επιλογών τους σε κοινωνική κλίμακα, άρα εξίσου ανέφικτη είναι και η ανάλυση οποιουδήποτε παράγοντα θίγει και διαταράσσει τη σαθρή διανοητική δομή της σκέψης τους, ικανή να τους εξασφαλίζει μόλις μία υποτυπώδη βιολογική συνέχεια. Αντιθέτως, αναρίθμητοι ανά την πλούσια σε αίσχη ιστορία των κρατικών οντοτήτων, δέκτες των συνεπειών του κοινωνικού τους ρόλου (χαρακτηριζόμενου ως επάγγελμα κεφαλαιώδους σημασίας μόνον απ’ όσους αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε ό,τι επιτείνει την παρακμή του ανθρώπου), μπορούν να επιβεβαιώσουν ήδη ότι καθεμιά και καθένας μας, πάντα επηρεασμένος από τις διαφορετικές αφετηρίες, επιθυμίες και στοχεύσεις του, γνωρίζει έστω επιφανειακά: Ο μπάτσος δεν έχει πρόσωπο, και όποιος αγωνίζεται να αποκτήσει πρόσωπο δε γίνεται μπάτσος. Οι μπάτσοι, μια αξιολύπητη ασπίδα επιστρατευμένη ανέκαθεν για την προστασία όσων προσώπων ευδαιμονούν κάνοντας τα δικά μας να συνοφρυώνονται, έχουν -εφόσον εκτελούν μια ενιαία λειτουργία- την ίδια μούρη, και μοναδικός μας ευσεβής και διαχρονικός στόχος: να την κάνουμε να ματώνει.

Δεν πρόκειται, όπως ήδη αναγράφηκε, για δικό μας προνομιακό συμπέρασμα. Όλα τα πληθυσμιακά σύνολα -πάντα λαμβάνοντας υπόψιν τις κοινωνικές τους καταβολές και ατομικές ιδιαιτερότητες- γνωρίζουν ασυναίσθητα πως ο μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από άνθρωπος, και εμείς θα προσθέταμε -επηρεασμένοι σαφώς απ’ τα δικά μας κίνητρα- ίσως λίγο λιγότερο από έμβια ύλη. Είναι πρωτίστως μηχανισμός, και οι μηχανισμοί κρίνονται πάντα σε σχέση με τη χρησιμότητα και την αποδοτικότητά τους.

Εδώ, οι άνθρωποι και τα διαφορετικά συλλογικά σώματα ξεκινούν να βαδίζουν σε πολύ διαφορετικά μονοπάτια αποτίμησης. Οι μπάτσοι, εν είδει ενός δαπανηρού και πολυέξοδου μηχανισμού, συγκεντρώνουν πάνω τους το άχθος ποικίλων αξιολογήσεων, προσδοκιών και χρήσεων. Ανταγωνιστικών πολλές φορές, μα πάντα υπό την κοινή θέαση πως η αστυνομία μαζί με όσους την επανδρώνουν συνιστά, στην καλύτερη περίπτωση, έναν θεσμό ζωτικό για την ομαλή συνέχεια της κυρίαρχης κοινωνικής οργάνωσης. Θεσμός · όχι πλάσμα ή ανθρώπινο ον. Ακόμα και ο μέσος φιλήσυχος νοικοκοιραίος γνωρίζει ότι την αστυνομία θα καλέσει εφόσον απειληθούν τα θεσμικά του δικαιώματα, όπως γνωρίζει πως την αστυνομία πρέπει ν’ αποφύγει όταν παρκάρει παράνομα ή όταν λογομαχεί με κάποιον παραβιάζοντας τους κανόνες κοινής ευπρέπειας. Ας αναλογιστούμε πως μέχρι κι οι οργανωμένοι φασίστες προσαρμόζουν την άποψή τους για την αστυνομία και τους μπάτσους αναλόγως τη συγκυρία: Είναι απαραίτητοι και πολύτιμοι όταν αξιοποιούνται για την αναχαίτιση κατατρεγμένων στα σύνορα ή την εξολόθρευση πολιτικών τους αντιπάλων, αλλά τους επιτίθενται χυδαία όταν το ίδιο σώμα επιστρατεύεται για την καταστολή τους σε στιγμές όπου υπερβαίνουν τα όρια ενός επιτρεπόμενου -στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας- ακτιβισμού. Όλοι συμφωνούν πως οι μπάτσοι -και όχι ο Τάσος, Ο Γρηγόρης και ο Βασίλης- κάνουν ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους, είναι χρήσιμοι ή επιβλαβείς, επικίνδυνοι ή ηρωικοί. Κρίνονται πάντα ως σώμα, ως μηχανισμός, ως ρόλος, βάσει του πώς αξιολογείται κοινωνικά η δουλειά τους και από ποιους. Η δουλειά τους είναι να πολεμούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου της καπιταλιστικής κοινωνίας, και όταν πολεμάς στην πρώτη γραμμή είναι φυσικό επακόλουθο να δέχεσαι και τα πρώτα βόλια του αντιπάλου.

Οι μπάτσοι δεν είναι άνθρωποι, δεν είναι ζωντανά πλάσματα, δεν είναι υποκείμενα με ιδιαιτερότητες, προτιμήσεις και ευαισθησίες. Είναι μηχανισμός. Ένας κοινωνικός αυτοματισμός οχύρωσης μιας κοινωνίας θεμελιωμένης στην υπαγωγή του ζωντανού στη μηχανή, ενός κόσμου βασισμένου στην αυτοματοποίηση και απομύζηση κάθε πτυχής του ανθρώπινου βίου και του φυσικού κόσμου.

Δεν είναι απλά ένας ακόμα ρόλος, απότοκος του εργασιακού καταμερισμού και της οργάνωσης της παραγωγής, αλλά ο προαπαιτούμενος για τη διαφύλαξη αμφότερων από τα βέλη της αμφισβήτησης και τις επαναστατικές απόπειρες. Σε μια κοινωνία συστηματικής καθυπόταξης κάθε ατόμου στον μισερό του ρόλο -συνέπεια της εξειδικευμένης εργασίας, της θεαματικής προώθησης απομιμήσεων ζωής, της αδιάκοπης κατασκευής πλασματικών αναγκών, του γενικευμένου διαχωρισμού του ανθρώπου από τις συνθήκες αναπαραγωγής της κοινωνικής του ύπαρξης, και της προώθησης ιδεοληψιών απαραίτητων για τη διαιώνιση των κυρίαρχων σχέσεων-, οι μπάτσοι είναι οι θεματοφύλακες της καθολικής απαξίωσης του ανθρώπινου προσώπου. Ο ρόλος τους, στον οποίο έχουν αφιερώσει τη ζωή τους και βασίσει την υλική αναπαραγωγή τους ως μισθωτά ανδράποδα, είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των υπολοίπων, καταστέλλοντας, τιμωρώντας και εξολοθρεύοντας όποιον θελήσει να αρνηθεί τον δικό του. Ο ρόλος τους αναπαριστά τον ρόλο της βαρύτητας στο καπιταλιστικό σύμπαν, θέτοντας όλους τους υπολοίπους σε τροχιά. Είναι το ειδοποιό χαρακτηριστικό των κρατικών ζωνών διαχείρισης της παραγωγής, αφού εκπροσωπούν τη βία που το κράτος εποφθαλμιά να μονοπωλήσει αναζητώντας την ολοκλήρωσή του, όντας τίποτα παραπάνω από οργανωμένη και συγκεντρωτική βία. Ο ρόλος τους καθορίζει τον τρόπο έκφρασης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε μεμονωμένου μπάτσου, και όχι το αντίστροφο. Ο μπάτσος είναι πάντα πρωτίστως μπάτσος, και αυτό τού υπενθυμίζει το υπηρεσιακό όπλο που φέρει μαζί του ακόμα και με την λήξη της βάρδιάς του.

Η αστυνομία είναι επιπλέον το πρότυπο, ο ιδανικός σύμβουλος και ο οδοδείκτης για όλα τα υπόλοιπα επαγγέλματα και τους κοινωνικούς ρόλους. Η στρατιωτική πειθαρχία κατά τη διάρκεια του καθήκοντος και η απόλυτη υποχώρηση του προσώπου μπροστά στις επιταγές του επαγγέλματος αποκαλύπτει εμφατικά τον δέοντα δρόμο για σύνολη την κοινωνική αναπαραγωγή. Δεν είναι διόλου παράξενο το γεγονός ότι τεχνικές πειθάρχησης εφαρμοσμένες στον στρατό και την αστυνομία από τα πρώιμα χρόνια των καπιταλιστικών εθνών-κρατών, τεχνικές όπως η εξάλειψη της ιδιωτικότητας του υποκειμένου, η ιδεολογική κατήχηση στο εκμαγείο των κυρίαρχων ιδεών, η αυστηρή ενστάλαξη του σεβασμού της ιεραρχίας, και η ταύτιση του ατομικού συμφέροντος με αυτό του συλλογικού σώματος, πλέον υιοθετούνται πιστά από τους επιχειρηματικούς ομίλους και τις δεξαμενές σκέψης τους σε μια προσπάθεια εντατικοποίησης της παραγωγής και κατάπνιξης των ατομικών και συλλογικών αντιστάσεων. Στον δρόμο που χάραξε το παράδειγμα της αστυνομίας, ένα επίκαιρο στοίχημα για την οργάνωση της παραγωγής αποτελεί το εγχείρημα απόλυτης ταύτισης του κάθε προσώπου με τις κοινωνικές του λειτουργίες. Από το επάγγελμα μέχρι τις καταναλωτικές του προτιμήσεις εντός μιας καθημερινότητας πλήρως υποταγμένης στην οικονομική αξιολόγηση του κόσμου, στόχος είναι ο άνθρωπος να καθίσταται φορέας του συμβόλου της λειτουργίας του κάθε ώρα και στιγμή.

Αν ως αναρχικές κι αναρχικοί αρνούμαστε πεισματικά την περιχαράκωση της ζωής μας στα στενά πλαίσια των χρήσιμων για την κυρίαρχη πραγματικότητα κοινωνικών ρόλων, αν αναζητούμε διακαώς τους αποτελεσματικότερους τρόπους να τους σαμποτάρουμε, επιφέροντας από τη μία πλήγματα στην κυριαρχία, και διανοίγοντας από την άλλη απελευθερωτικές προοπτικές μέσω των τερπνών στιγμών σύγκρουσης με ό,τι μας καθυποτάσσει, τότε πόσο μίσος πρέπει δικαιολογημένα να υποθάλπτουμε για όσους επέλεξαν να φορέσουν τη στολή της ντροπής και να παραταχθούν απέναντί μας αναλαμβάνοντας τις πιο βρώμικες υπηρεσίες στο όνομα προστασίας της καθεστηκύιας τάξης;

Ρητορικό το ερώτημα αφού σε όποια γωνία υποχώρησης των δημοκρατικών ιδεολογικών προφάσεων κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα, η αποφορά από τα ένστολα περιττώματα είναι ανυπόφορη. Ξεχειλίζει όταν τους βλέπουμε στους δρόμους να περιπολούν υπάκουα, σε επαγρύπνηση για ό,τι απειλεί με την παρουσία του να ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις αυτής την κοινωνίας εκθέτοντας την παρακμή της. Όταν τους βλέπουμε στα σύνορα να σακατεύουν κολασμένους. Όταν τους βλέπουμε στις πορείες ξαμολημένους να χτυπούν και να εξευτελίζουν με τις πλάτες του νόμου. Όταν τους βλέπουμε με τα παραχωρημένα όπλα τους να δολοφονούν νόμιμα, αδιαφορώντας για την προέλευση και την ταυτότητα του θύματός τους, αφού αυτοί δεν αναγνωρίζουν στους παραβατικούς το προνόμιο να είσαι άνθρωπος. Όταν τους βλέπουμε να μολύνουν όλο και περισσότερο τους δρόμους της πόλης με την ποταπή παρουσία τους, παρενοχλώντας κατατρεγμένους και εκτονώνοντας τους κτηνώδεις συμπλεγματισμούς τους σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, προασπίζοντας τα συμφέροντα και την περιουσία κάθε αφεντικού ή πολιτικού, όσο οι αποφάσεις τους μαζί με το βάθεμα των ταξικών χασμάτων και την περαιτέρω υποβάθμιση της ζωής συνυπογράφουν τη συνέχεια του αστυνομικού κράτους ως απάντηση στις παραπάνω συνέπειες. Όταν τους βλέπουμε στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης να αναχαιτίζουν τους αγώνες των εγκλείστων, φροντίζοντας εν συνεχεία την εκτέλεση οποιασδήποτε εκδικητικής διοικητικής απόφασης. Όταν τους βλέπουμε να φρουρούν με σθένος κάθε εμπορικό, καταναλωτικό και χρηματιστηριακό ναό, αποτρέποντας οποιαδήποτε υποτίμηση των θεμελιωδών για την κοινωνία του εμπορεύματος (που καθιστά τον παρασιτισμό τους απαραίτητο) κατηγοριών μέσω απαλλοτριώσεων, βανδαλισμών, λεηλασιών και άλλων επιθέσεων. Και τους βλέπουμε παντού, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους: να φαίνονται στη θέση όσων αποτελούν τα πραγματικά διαχειριστικά και οργανωτικά εξαρτήματα του νόμου και της αγοράς. Όπου αυτά προσκρούουν σε σκοπέλους αντίστασης, οι μπάτσοι είναι εκεί να εκτελέσουν το λειτούργημά τους. Και όταν αυτό επιτελείται, κανένας και καμιά απέναντί τους δεν αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό πρόσωπο, μα ως αφαίρεση δεσποτικά εξομοιωμένη από τις τεχνικές ποινικοποίησης και καταστολής.

Το παράδοξο εντοπίζεται στο ότι, ενώ οι μπάτσοι υπάρχουν ώστε να τους βλέπουμε -καθώς στην επιβλητική παρουσία τους παίζεται η αποτελεσματικότητα της δραστηριότητάς τους-, τείνουμε καμιά φορά παράλληλα να τους παραβλέπουμε, έμφορτοι από ανθρωπιστικά ιδεώδη και λοιπούς ρομαντικούς εξωραϊσμούς. Τους αντιμετωπίζουμε σαν ανθρώπους, σαν νοήμοντα όντα, σαν πρόσωπα, ξεχνώντας πως οι μηχανές δεν έχουν πρόσωπο, και πως, όταν χρησιμοποιούνται για την καταστολή, την καθυπόταξη και τον έλεγχό μας (ζημιώνοντάς μας), οφείλουμε να τους διαλύουμε.

Ο εξανθρωπισμός της αστυνομικής μηχανής πραγματοποιείται απ’ όσους πιστεύουν ακόμα πως μπορούν να μεταχειριστούν τη σκόπιμα καλοκουρδισμένη αυτή μηχανή παραγωγής δυστυχίας, απόγνωσης, φτώχιας, ασχήμιας, βίας και ταπείνωσης προς το συμφέρον και τους σκοπούς τους, ή προς το συμφέρον και τους σκοπούς όσων ποδηγετούν τη συνείδησή τους. Αυτοί, ενώ μετέρχονται την αστυνομική μηχανή και, κατ’ επέκταση, τους μπάτσους ως απλά όργανα του νόμου και εξυπηρετικούς για τις επιδιώξεις τους εκτελεστές θεσμικών αποφάσεων, επιχειρούν να καταστήσουν οικεία και προσιτή στην υπόλοιπη κοινωνία μία μηχανή υποτίμησης του ανθρώπου, εξανθρωπίζοντάς την. Εμείς, κομμάτι μιας πολιτικής παράδοσης εναντίωσης σε κάθε υπαγωγή του ανθρώπου στους κοινωνικούς αυτοματισμούς, καθώς και όσες και όσοι δεν προσδοκούν ν’ αποκτήσουν θέση περιωπής εντός μιας τάξης ολοκληρωτικής καθυπόταξης του υποκειμένου στον ρόλο και την λειτουργία του, αντιλαμβανόμαστε τους μπάτσους ως έναν στυγνό μηχανισμό εξουσίας, έχοντας απομακρυνθεί από κάθε ανθρωπιστική πρόφαση που θολώνει το πεδίο κατανόησης της καθημερινής μας εμπειρίας. Εξάλλου, κάθε παραμορφωτικό φτιασίδωμα απόκρυψης ενός ωμού μηχανισμού καταστολής προσιδιάζει στην ψυχοσύνθεση όσων αυτο-θυματοποιούνται και δικαιολογούν την απραξία τους μπροστά στην ισχύ και τα όργανα του νόμου.

Όσο λοιπόν προσπαθούν να μας πείσουν ότι κάθε ξεχωριστός μπάτσος είναι κάτι περισσότερο από μία στολή, όλα τα επιχειρήματα και οι λογικοί συνειρμοί δίχως στρεψοδικίες διαφωνούν. Αν υποχρεωτικά συρθούμε στη θέση να ποσοτικοποιήσουμε τη σύγκριση, τότε ενδείκνυται να ομολογήσουμε πως ο κάθε μεμονωμένος μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από μία στολή. Γιατί η ζωή ενός ανδρείκελου πρόθυμου να εκποιήσει την ατομικότητά του με αντάλλαγμα έναν χωλό μισθό και μία θέση υποτυπώδους εξουσίας, είναι από μόνη της ενδεικτική των προτεραιοτήτων του κάθε ενστόλου, και δεν πρόκειται να διαφωνήσουμε στην προκειμένη μαζί τους.

Η ζωή κάθε μεμονωμένου μπάτσου αξίζει λιγότερο από την επονείδιστη στολή του, άρα είναι αποτελεσματικότερο για όλες και όλους μας να προτιμάμε τη συμπλοκή μαζί τους όταν βρίσκονται εκτός υπηρεσίας. Το καλό είναι πως, μαζί με τα καθημερινά τους ρούχα, δεν ανακτούν και την ξεπουλημένη τους ανθρωπινότητα. Όπως εμείς δεν είμαστε αναρχικές κι αναρχικοί μόνο όταν φοράμε κουκούλα, όταν επιτιθόμαστε στην έννομη τάξη ή κατεβαίνουμε σε συνελεύσεις, έτσι κι αυτοί δε σταματούν να είναι μπάτσοι όταν περιδιαβαίνουν δίχως τη στολή, όταν μοιράζονται χρόνο με όσους έχουν το θράσος να είναι φίλοι τους ή αράζουν στα εξαγορασμένα από τον μισθό της ξεφτίλας σπίτια τους. Δεν είναι λιγότερο μπάτσοι, απλά είναι μπάτσοι ανυπεράσπιστοι, ανυποψίαστοι κι ευάλωτοι μπρος στις ξαφνικές εμπνεύσεις μας. Ας μην τους παραδώσουμε αμαχητί το προνόμιο να μας αποσπούν από την “οικιακή γαλήνη” όποτε αυτοί θελήσουν, επειδή δεν αναγνωρίζουν στην εξόντωσή μας κάτι πέραν της δικαιολόγησης του μισθού τους. Ας τους το ανταποδώσουμε επιστρέφοντάς τους ό,τι προέκυψε από την συνειδητοποίηση των αιτιών του άλγους μας. Κάθε αποσυναρμολογημένο εξάρτημα της αστυνομικής μηχανής αποτελεί κερδισμένο έδαφος από την ασφυκτική καπιταλιστική κανονικότητα. Συνεπάγεται περισσότερες ελεύθερες πνοές στο πνιγηρό περιβάλλον της αυτοματοποιημένης μητρόπολης.

Γι’ αυτό τσακίστε τους όπου τους βρείτε. Σακατέψτε τους τις πιο ευάλωτες κι απρόσμενες στιγμές, και μαζί τους κάθε όνειρο να γαλουχήσουν μόμολα τα οποία καρτερούν να μπουν σε μπατσοσχολές ενισχύοντας τις άμυνες του κυρίαρχου συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Ένας τραυματισμένος ή αποσυρμένος μπάτσος, εκτός της συμβολικής του αξίας, είναι επίσης ένας ένστολος εκτελεστής των κατασταλτικών πολιτικών λιγότερος, ένα πετυχημένο σαμποτάζ όπως όλα τα άλλα στην καπιταλιστική μηχανή. Πολλές φορές μάλιστα, το ίδιο το σύστημα πρόσληψης και τροφοδότησής τους αποδεικνύει πόσο κοστίζει η ζωή και η ακεραιότητά τους, όταν τους εκθέτει προκειμένου ν’ αποτρέψει πιθανές καταστροφές άλλων κοινωνικών δομών, όπως εμπορικά κέντρα, πολιτικά μέγαρα, γραφεία εταιρειών, λεωφόροι. Κάποιος μάλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τους σεβόμαστε περισσότερο από το σύστημα χρηματοδότησης που υπηρετούν, όταν ως ανθρώπινους στόχους τούς ιεραρχούμε πιο ψηλά από τα κέντρα κυριαρχίας που καλούνται να προστατέψουν ως μέρος του επαγγέλματός τους. Αφού συμφωνούμε όμως πως όντως ένας μπάτσος αξίζει λιγότερο από ένα άδειο ταμείο ή έναν πυρπολημένο στόχο, και αφού γνωρίζουμε πως όπου κι αν κινηθούμε θα τους βρούμε απέναντί μας, ας ξεκινήσουμε το σμπαράλιασμά τους για να χαράξουμε ρότα προς πιο ουσιώδεις κι ευγενείς σκοπούς.

Τσακίστε τους στα σπίτια, στις γειτονιές και στις εξόδους τους. Σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους. Με παρέα ή μόνους τους. Με στολή ή χωρίς. Όλοι μας έχουμε έναν γνωστό μπάτσο, έναν συγγενή ή έναν γνωστό γνωστού. Τα μιάσματα κυκλοφορούν ανάμεσά μας ως επί το πλείστον αφύλακτα κι ανυποψίαστα. Αν διστάζουμε οι ίδιοι να αναλάβουμε δράση και πρωτοβουλίες, ας μιλήσουμε σε όσες δε συγκρατούνται από ενδοιασμούς κι αδημονούν ν’ αξιοποιήσουν δημιουργικά τις πληροφορίες. Στο εξωτερικό έχουν ήδη ξεκινήσει οι μαζικές εκθέσεις προσωπικών δεδομένων μπάτσων σε αντιεξουσιαστικά μέσα αντιπληροφόρησης, και κάτι τέτοιο σίγουρα συνιστά παράδειγμα προς μίμηση. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για αδύναμα, θρασύδειλα, απρόσωπα σκουπίδια που, δίχως τη στολή και την προστασία των υπερεξοπλισμένων από το κράτος συναδέλφων τους, θα τρέκλιζαν από φόβο αντιμέτωπα με τις ερεθισμένες από την άθλια δράση τους ορέξεις μας. Η αύξηση των περιστατικών επιθέσεων σε αστυνομικούς είναι προσέτι ο ενδεδειγμένος τρόπος να υπερφορτώσουμε τον μηχανισμό πρόληψης και αντιμετώπισης εγκλήματος, πολλαπλασιάζοντας τις πιθανότητες οι δράστες να μην προλαβαίνουν να ταυτοποιηθούν και να συλληφθούν από τους εύθικτους γραφειάτους ερευνητές.

Ξύλο, μηχανισμοί, στοχοποίηση, όπλα, αναλόγως τα ευκταία επίπεδα βίας των ενδιαφερομένων, όλα είναι χρήσιμα και επιθυμητά για την καταστροφή όσων καταστέλλουν επί μισθώση. Καθώς η τεχνολογία, οι πολιτικές ηγεμονίες και οι κυρίαρχες δεξαμενές σκέψης αφιερώνουν σταδιακά όλο και περισσότερο χρόνο στην αναβάθμιση του οπλοστασίου της κρατικής μηχανής υλικά και ιδεολογικά, είναι θανάσιμη παγίδα η υιοθέτηση στάσης οίκτου απέναντι στους φρουρούς της όψιμης καπιταλιστικής δυστοπίας. Ειδικά μάλιστα όταν καταντάει να συνεισφέρει στην αποσιώπηση της διόλου τυχαίας αύξησης των κρουσμάτων αστυνομικής βίας και κατάχρησης εξουσίας, συγκαλύπτοντας υποκριτικά τα αίτιά της.

Κλείνοντας, οφείλουμε ν’ αποδεχτούμε μία δυσοίωνη πρόβλεψη. Όσο δεν επιτιθόμαστε στα οπλισμένα χέρια που υπερασπίζονται τα τείχη της φιλελεύθερης δημοκρατικής αυτοκρατορίας, αυτή θα τα ενισχύει, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα ανατροπής της με υλικούς όρους σε ένα υποθετικό μέλλον. Το θέμα δυστυχώς καθίσταται ολοένα και πιο απλό: Ή θα τσακίσουμε την αστυνομική μηχανή μαζί με τα εξαρτήματά της ή θα χάσουμε σύντομα κάθε ευκαιρία να αρθρώνουμε λόγο πάνω στη λειτουργία και τις μεθόδους της, αποκλεισμένες και αποκλεισμένοι βίαια εντελώς από τις δυνατότητες διαχείρισης των ζωών μας.

Επίθεση, εκδίκηση και μνήμη πάντα ακονισμένη.

Να χαράξουμε την προοπτική της ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού κόσμου, περνώντας πάνω απ’ την πρώτη γραμμή της πολεμικής του μηχανής.

Δεν ξεχνάμε τον George Floyd, και τον κάθε George Floyd που έπεσε κάτω απ’ την μπότα των σύγχρονων πραιτωριανών.

Δεν ξεχνάμε τα έγκλειστα αναρχικά συντρόφια μας, και κάθε άνθρωπο που βιώνει τη βίαιη συνθήκη της αιχμαλωσίας.

Δεν ξεχνάμε τα 2 συντρόφια μας στη Θεσσαλονίκη που συνελήφθησαν στις 27/5 λόγω υποθέσεων των μπάτσων περί στοχοποίησης του Δ. Σταμάτη, πρώην υπουργού της Ν.Δ. και νυν προέδρου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.

Δεν ξεχνάμε τα συντρόφια μας στην Ιταλία που διώχθηκαν και αφέθηκαν με περιοριστικούς όρους στα πλαίσια της επιχείρησης “Ritrovo”, όπως επίσης και τα συντρόφια που συνελήφθησαν στα πλαίσια της επιχείρησης “Bialystock” στις 12/6, 5 εκ των οποίων φυλακίστηκαν και 2 τέθηκαν υπό κατ’ οίκον κράτηση.

Consumimur Igni
Απρόσωπη πρωτοβουλία ενάντια στη μηχανή παραγωγής βίας και θανάτου

Σκέψεις με αφορμή την πρόσφατη δίωξη τεσσάρων αναρχικών για σωρεία επιθέσεων με την υπογραφή ”Σύντροφοι-Συντρόφισσες”

Η πιο ανίκανη πολιτικά κυβέρνηση στα ιστορικά, μετά την αδυναμία της να διαχειριστεί κομβικά ζητήματα για την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης -στο όνομα της οποίας τόσο επιμελώς αγωνίστηκε το σκυλολόι του ΣΥΡΙΖΑ- προχωράει, φαίνεται, σε κινήσεις απελπισίας. Είναι βέβαιο πως αν το φιλήσυχο πλήθος δεν ήταν απασχολημένο να παραμένει αδρανές, μπουκώνοντας την απάνεμη μακαριότητά του με τρόμο και θεάματα, οι κινήσεις αυτές θα έμεναν αρχειοθετημένες σε κάποια γωνία των κρυμμένων του Indymedia. Σήμερα όμως έχει διαφορετικά. Σήμερα, εν μέσω απανωτών πολιτικών και διπλωματικών αποτυχιών, οι αξιολύπητες μηχανορραφίες κυβερνόντων γελωτοποιών, αντιπροσωπευτικών των υποστηριχτών τους, καλούνται να επουλώσουν τις πληγές των διάσπαρτων πανολεθριών διευρύνοντας το μέτωπο στον πόλεμο με τον εσωτερικό εχθρό.

Τη Δευτέρα 9/3, το έμμισθο μπούγιο ηλίθιων μπάτσων εισέβαλε στα σπίτια τεσσάρων αναρχικών, συλλαμβάνοντας 4 άτομα με κατηγορίες συμμετοχής στην περιβόητη τρομοκρατική ομάδα “σύντροφοι-συντρόφισσες”. Ναι, καλά ακούσατε, οι 4 αναρχικοί διώκονται μέσω του 187Α για 54 επιθέσεις από το 2017, ανειλημμένες και υπογεγραμμένες με την τετριμμένη αυτή υπογραφή που έχουν χρησιμοποιήσει άνθρωποι μέχρι και για να εκφράσουν την άποψή τους πάνω σε γεγονότα μέσω δημοσίων κειμένων. Ευελπιστούμε ότι όλοι αυτοί θα έχουν προνοήσει να εκπονήσουν σχέδιο επιβίωσης ως φυγάδες, αφού πλέον ξεκίνησε η ομηρική αυτή εξάρθρωση της πιο συχνοεμφανιζόμενης τρομοκρατικής ομάδας στα χρονικά. Όσοι δικαιολογημένα ενδίδουν στα αυθόρμητα γέλια, ως απόρροια της κατάστασης, συνετό θα ήταν να συγκρατηθούν παρατηρώντας το γεγονός κάπως πιο ψύχραιμα, γιατί όταν το πρόσφατο προανάκρουσμα με τους 2 αντιφασίστες κατηγορούμενους για ό,τι επίθεση έχει αναληφθεί με την λέξη “ταξιαρχία” ως υπογραφή αποκτά συνέχεια, δε μιλάμε απλά για φάρσα αλλά για προμελετημένη τακτική.

Στην τελική διαγράφονται μπροστά μας 2 σενάρια: Ή τα σαΐνια της ασφάλειας ήταν σε θέση να εξιχνιάσουν επιτυχώς 54 επιθέσεις από το 2017 με τη συγκεκριμένη ασυνήθιστη υπογραφή, συλλαμβάνοντας εύστοχα τους υπεύθυνους γι’ αυτές, πράγμα δύσκολο όταν κάθε βδομάδα οι νύχτες μοσχοβολούν βενζίνη κάτω απ’ τη μύτη τους. Ή, δεύτερον και πιθανότερο, η δίωξη είναι στημένη και οφείλει να μεταφραστεί ως πολεμική επιχείρηση εναντίον του αναρχικού χώρου. Εξάλλου, στην απόρριψη του πρώτου σεναρίου συνηγορεί και το γεγονός ότι οι τρεις εκ των τεσσάρων συλληφθέντων επιβαρύνθηκαν αρκετές ώρες κατόπιν της σύλληψής τους με τον θεάρεστο 187Α.

Ασφαλώς δεν είμαστε και ούτε θα γίνουμε τμήμα του απολογητικού συρφετού που σε κάθε σύλληψη ανθρώπων σπεύδει να κλαψουρίσει για στημένες υποθέσεις, δικαστικές σκευωρίες και αθώα παιδιά διωκόμενα για τις αντιλήψεις τους. Για εμάς είναι αναμφίλεκτο πως παρεκτός του θεάματος δεν τίθεται κανένας διαχωρισμός μεταξύ αναρχικής θεωρίας και πράξης, οπότε, όταν προτάσσουμε και επικροτούμε τη βία και την ένοπλη πάλη, ας έχουμε επίγνωση και εμείς αλλά και οι εχθροί μας πως οι λέξεις μας μπορούν να τους σπάσουν τα φτιασιδωμένα μούτρα ή να μας στερήσουν τη ζωή και την ελευθερία. Όλα τα υπόλοιπα είναι υπεκφυγές και ενδείξεις ενός κακοσυγκροτημένου χώρου δίχως σθένος και νικηφόρα προοπτική. Ωστόσο, δε θα παραστήσουμε τους μαλάκες. Δεν προκαταλαμβάνουμε τα γεγονότα και τη μη εκπεφρασμένη ακόμα θέση των εμπλεκόμενων αναρχικών, αλλά, στο κομμάτι που μας αναλογεί και μας αφορά, επιβάλλεται να αναλύσουμε τις υποβόσκουσες στοχεύσεις της διόλου τυχαίας αυτής κρατικής τακτικής.

Συμπεραίνουμε λοιπόν πως αποσκοπεί:

  1. Στην ανάκτηση κοινωνικής υποστήριξης διαμέσου της επίθεσης σε έναν διαχρονικό, κατασκευασμένο πόλο, αντίθετο σε ό,τι η κυριαρχία καναλιζάρει τις συνειδήσεις να προβάλλουν ως ιδεατή κοινωνική εικόνα. Καθώς η γκροτέσκα κυβέρνηση τρεκλίζει έτοιμη να καταρρεύσει με ποικίλλους τρόπους, ανίκανη να ικανοποιήσει οποιοδήποτε ακροατήριο, αριστερό ή δεξιό, προκαλώντας μονάχα τομές και οξύνοντας περαιτέρω την πόλωση, καταφεύγει ως λύση επιβίωσης στη μοναδική τακτική που φαίνεται να της εξασφαλίζει ακόμα μια νομιμοποίηση. Την εξάλειψη της ανομίας και των αναρχικών ως τον προμαχώνα της. Δεν είναι άγνωστη άλλωστε -σε όποιον δεν εθελοτυφλεί- η μιαρότητα όσων αμφισβητούν εμπράκτως θεμελιώδεις κατηγορίες του πολιτισμού, όπως η ιδιοκτησία, η ζωή, ο νόμος και το κυριότερο όλων: η μαζική εγκόλπωση όλων των παραπάνω από την ανθρώπινη αγέλη. Συμπερασματικά, το αμάλγαμα νευρωτικών και πνευματικά γλίσχρων κυρ-Παντελήδων, ανίκανο να κατανοήσει έστω λειψά τον σύγχρονο κόσμο είναι τρομερά ευεπίφορο στις ενδοβολές της κρατικής προπαγάνδας “πολέμου ενάντια στην ανομία”. Ιδίως όταν ο κυρίαρχος λόγος το αποδευσμεύει από τον κάματο να τη στοχαστεί ως έννοια προσφέροντάς του έτοιμες ερμηνείες μέσω ειδησεογραφικών ρεπορτάζ. Μαντέψτε λοιπόν με ποιον από τους κατασκευασμένους πόλους θα ταυτιστεί ένας ομόλογος άνθρωπος, και αντίστοιχα ποιος θα επωφεληθεί πολιτικά από την επένδυση στη συντήρησή τους.

  2. Στην επιβάρυνση αναρχικών ή ενεργά πολιτικών αντιπάλων με δικογραφίες. Καθόλου πρωτότυπο ίσως -μα τρομερά αποτελεσματικό- όταν διάφοροι περιττοί “τουρίστες” κατακλύζουν τα πεδία επαναστατικής ζύμωσης αφήνοντας ελάχιστους δραστήριους ανθρώπους να σηκώσουν τα βάρη και τις ευθύνες μιας συνεκτικής εμπλοκής στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Σήμερα, καθώς η επιπόλαιη και επιδερμική επαφή με την αναρχική τάση αμφιρρέπει μεταξύ κοινότυπων κοσμικών συγχρωτισμών και χρήσης της ως πασπαρτού αποκούμπι, χρήσιμο για τον ναρκισσιστικό βαυκαλισμό κοινών ανδράποδων, είναι αναπόδραστο ο δικαστικός στιγματισμός των λίγων ουσιαστικά ενεργών ατομικοτήτων να αποβαίνει καίριο πλήγμα στην καρδιά τους. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η έκβαση των δικαστηρίων των εμπλεκομένων, αλλά το ότι η άτυπη δικαστική ομηρία αυτή καθαυτή δένει χέρια έτοιμα να λερωθούν στην αναρχική πρακτική, απομυζώντας ψυχολογικά και οικονομικά δηλωμένους εχθρούς του κράτους. Αναμενόμενο και ανθρώπινο είναι να κινείται κανείς πιο διστακτικά έχοντας δικογραφίες στην πλάτη, όσο κακοστημένες κι αν είναι. Ακριβέστερα, η προχειρότητα αυτών των δικογραφιών πολλές φορές επικουρεί την παράλυση όσων διώκονται. Σκοπίμως, διότι και μόνο οι πιθανότητες να βγει κάποιος άνθρωπος σχετικά αλώβητος από μια δικαστική ομηρία, αποφεύγουν την εξώθησή του στα άκρα. Αρχαίο συμπέρασμα, εξάλλου, πως ένα απονενοημένο θήραμα είναι πιο επικίνδυνο. Κλείνοντας, αναφέρουμε πως πρόδηλη είναι η τακτική του κράτους να εξοντώσει τους εχθρούς του εκμεταλλευόμενο τις χαρακτηριστικές σχέσεις εξάρτησης του αναρχικού χώρου την παρούσα στιγμή, αλλά και ευρύτερα κάθε ανατρεπτικού κινήματος. Μια μεγάλη μάζα αναρίθμητων και αναλώσιμων καταναλωτών σε μόνιμη προσμονή τροφοδότησής τους με απόψεις, πρωτοβουλίες και κινήσεις από μια μικρή μερίδα αφοσιωμένων ανθρώπων που, όταν πλήττονται οι πρώτοι, μουδιάζουν και υποχωρούν αβίαστα. Δυστυχώς, σε αντίθεση με τον κυρίαρχο πολιτισμό, ο αναρχικός χώρος διαθέτει “κέντρα εξουσίας”, και το κράτος το γνωρίζει πολύ καλά.

  3. Στην εκμετάλλευση της επικρατούσας κατάσταση εξαίρεσης ένεκα της επιδημίας. Δεν υπαινισσόμαστε προφανώς πως οι κυβερνήσεις κατασκευάζουν ιούς προκειμένου να εφαρμόσουν καταστάσεις εξαίρεσης, μολονότι -αν μη τι άλλο- τις αξιοποιούν προς όφελός τους. Εξάλλου, πιο προσοδοφόρος ιός από την διάχυτη αδιαφορία, την αδυναμία αντίστασης και τη συμμόρφωση με το υπάρχον δε νοείται, και αυτός έχει προ πολλού κατακλύσει κάθε πτυχή της γήινης ερημιάς. Σε αυτό το κλίμα, κάθε μικρή και ασήμαντη πληροφορία μετατρέπεται σε τηλεοπτικό παραπέτασμα ριγμένο πάνω στους δέκτες των δικαστικών αυθαιρεσιών. Ποιος έχει στην έγνοια του διωκόμενους αναρχικούς, όταν η στερημένη του ρουτίνα τέρπεται με αποκαλυπτικά σενάρια πανδημίας και με έναν προαναγγελθέντα πόλεμο από τον “μοχθηρό σουλτάνο”; Το κράτος φυσικά δε μουδιάζει και αδράττει κάθε ευκαιρία να πλήξει τους εχθρούς του όσο πιο αναίμακτα γίνεται, στοιχηματίζοντας στο ποιόν και το πύον του εθνικού κορμού του. Και πόσο εύστοχα, για κακή τύχη όσων ακόμα ελπίζουν στην αφύπνισή του.

Σύνολα όσα αναφέρθηκαν καθίστανται εφικτά για την κυριαρχία μέσα από την στόμωση των μέσων πάλης, την εξάπλωση της παραίτησης και την εγκαθίδρυση του τρόμου. Αν κάτι αποδεικνύουν περίτρανα όσοι άνθρωποι ρίχθηκαν στη μάχη, είναι πως ο εχθρός είναι εξαιρετικά προσβάσιμος όσο δεν αποποιούμαστε μόνοι μας -ενδίδοντας στις ορμηνείες των κυρίαρχων λόγων- τις πανέμορφες δυνατότητες μιας ολοκληρωμένης αναρχικής προσπάθειας για ενοποίηση της ζωής και των μέσων επίθεσης στην κοινωνία. Κανένας εξωτερικός δασμός δεν θα επηρρεάσει τους πολεμικούς συσχετισμούς. Καμία θεία πρόνοια δεν θα εμποδίσει τους κυρίαρχους από το να αξιολογούν και να μεταχειρίζονται τα σώματα μας κατά το δοκούν. Καμία χιλιαστική λύτρωση δεν συνοδεύει ως εχέγγυο την επιλογή κάποιου να αφιερώσει την ζωή του στην αναρχική εξέγερση. Κανένα τέλος δεν πρόκειται να γιατρέψει τις πληγές που αποκτήσαμε αναζητώντας τον δρόμο. Συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να μας υποσχεθεί ότι μία πραγματικότητα όσο παράλογη, ανοίκεια και εχθρική κι αν μας φαντάζει δεν πρόκειται να μας αλυσοδέσει δίχως την έμπρακτη, καθημερινή άρνηση μας. Μοναδικό όπλο του καθενός στον λυσσαλέο αυτό πόλεμο με το υπάρχον όσες αρνήσεις κατόρθωσε να σφυρηλατήσει και με αποφασιστικότητα να διαφυλάξει. Μαζί με αυτά τα εφόδια θα βρούμε ο ένας τον άλλον στην πλατιά λεωφόρο καθώς ο ήλιος θα μας κρατά από τις μασχάλες.

Consumimur Igni
Κύκλος αναρχικών για τη διάδοση της αταξίας

Για τον Σπύρο Δραβίλα, 4 χρόνια μετά

Είναι φορές που δε νιώθουμε τα χεληδόνια
πώς πετούν πάνω απ’ τα σκυφτά κεφάλια μας.

Είναι φορές που δε νιώθουμε τις σφαίρες
πώς πετούν δίπλα απ’ τα πρόσωπά μας τα μουντά.

Κάπου κάπου δεν κατανοούμε το βάρος του κορμιού
που πέφτει κι αγκαλιάζει το χώμα όπως οι ρίζες των ψηλότερων δέντρων.

Και πόσο μοιάζουν οι σταγόνες του αίματος μ’ αυτές της καταιγίδας.

Είναι η σκιά των πεύκων κι αυτός ο ήλιος από πίσω που μας γαληνεύουν,
κι αυτό το αίμα κι αυτή η σιωπή που σπέρνουν ρίγη και θύελλες,
κι αυτός ο θάνατος που, όσο μας τυραννά, άλλο τόσο μας λευτερώνει.

Γιατί τη στιγμή που κοιτάς κατάματα τον θάνατο,
είναι κι η στιγμή που τον καθαιρείς.

Και τότε, τα πιο ψηλά βουνά δε φτάνουν να σμιλέψουν τ’ όνομά σου,
οι πιο βροντερές ιαχές δεν είναι ικανές να αντηχήσουν το μεγαλείο σου,
η λέξη Ζωή φαντάζει μικρή για να χαρακτηρίσει την ύπαρξή σου,
κι ο πιο περίτεχνος λόγος φτωχότατος για να περιγράψει το σθένος και την ομορφιά σου.

Στις 29 Μάη του 2015, ο Σπύρος Δραβίλας πέταξε μακριά μας. Κι αναρωτιόμαστε από τότε, πώς γίνεται να μας συντροφεύει συνεχώς. Το ίδιο που αναρωτηθήκαμε και για τον Λάμπρο, και για τον Μάουρι, και για τον Σεμπάστιαν, και για όλες αυτές τις πανέμορφες άγριες υπάρξεις που τραβήξανε τον δρόμο χωρίς επιστροφή, για όλες αυτές τις ευγενείς ψυχές που έπεσαν επιστρατεύοντας όλη τους τη δύναμη στη διελκυστίνδα του κοινωνικού πολέμου.

Ο Σπύρος Δραβίλας έζησε ως απαλλοτριωτής, ως αρνητής της μισθωτής σκλαβιάς. Μπροστά στην επιλογή του να πουλήσει το σώμα και τον χρόνο του για ψίχουλα και να ενταχθεί αρμονικά στη σχέση υποτιμημένης μίσθωσης της ανθρώπινης εργασίας, επέλεξε να οργανωθεί και να δράσει αντιπαραγωγικά, απαλλοτριώνοντας τον πλούτο απ’ τα χέρια των εκμεταλλευτών. Η απαλλοτρίωση πόρων είναι επί της ουσίας απαλλοτρίωση του προσωπικού χρόνου και της προσωπικής κίνησης, απελευθέρωση στιγμών ζωής. Μιας ζωής που ο Σπύρος αρνήθηκε να παραδόσει σιδεροδέσμια στα ένοπλα καθάρματα της κρατικής καταστολής, που τον περικύκλωσαν σε σπίτι στη Νέα Αγχίαλο Βόλου, παρέα με τον Σπύρο Χριστοδούλου και τον Γρηγόρη Τσιρώνη, σε οργανωμένη επιχείρηση για τη σύλληψή τους. Δραπέτευσε, ανηφόρησε τα σκαλοπάτια της αιώνιας λύτρωσης, έφυγε με το κεφάλι ψηλά πατώντας τη σκανδάλη.

Η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε προηγουμένως -πώς γίνεται τα αδέρφια που φύγανε μακριά μας να μας συντροφεύουν συνεχώς- είναι απλή: Το σώμα αυτών των ανθρώπων είναι και σώμα μας, τα συναισθήματά τους είναι και δικά μας. Ο πόνος τους για τον πόνο που γεννά αυτός ο κόσμος είναι και πόνος δικός μας. Ο θάνατός τους είναι και θάνατός μας, κι η Ζωή τους είναι και ζωή μας. Οι ταπεινές πατημασιές μας στα ξέφωτα που βαδίσαμε, καταπίνουν η μία την άλλη, γίνονται ένα. Κι οι συνειδήσεις μας συναντιούνται εκεί που ανθίζει η εξεγερμένη αξιοπρέπεια. Ενάντια στην επιβολή, την υποτέλεια, την ιδιώτευση, τον φιλοτομαρισμό, την έσχατη αποξένωση. Ενάντια στην Οικονομία, τα Κράτη και κάθε μορφή διάχυτης εξουσίας.

Εκείνο το μεσημέρι, 4 χρόνια πριν, ο Σπύρος δεν έδωσε τέλος στη ζωή του. Μόνο άρπαξε την πένα της ιστορίας, την πότισε στο αίμα του και χάραξε τ’ όνομά του στην επαναστατική μνήμη. Σπύρο, δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Ούτε και τους λόγους που όπλισαν το χέρι σου. Η 29η Μάη είναι μέρα μνήμης. Κάθε μέρα είναι μέρα πολέμου. Και η τιμή στη μνήμη των πεσόντων μας είναι η συνεπής συνέχιση του πολέμου αυτού.

Μια τεράστια αγκαλιά στον Σπύρο Χριστοδούλου

Δύναμη και συντροφικούς χαιρετισμούς στον Γρηγόρη Τσιρώνη

ΔΡΑΒΙΛΑΣ ΠΑΡΩΝ ΣΕ ΚΑΘΕ ΟΔΟΜΑΧΙΑ,
ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΜΠΡΗΣΜΟ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΛΗΣΤΕΙΑ

Consumimur Igni
Συμβούλιο για τους σκοπούς της ανάφλεξης

Πανό για τον Mauricio Morales

Για τον Mauricio Morales (PDF)

“Los insurrectos no se olvidan / Οι εξεγερμένοι δε σε ξεχνούν / Mauri presente”

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,
δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι…

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,
σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,
τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,
μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία…

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.
Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,
μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει…

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει
κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,
τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη…
Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει…

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Πριν 10 χρόνια σαν σήμερα, μετρώντας πάντα στο κυκλικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο του κυριευμένου από τα ωράρια εργασίας χρόνου, ο σύντροφος Mauricio Morales, ο Πάνκης Mauri για τα κοντινά του πρόσωπα, μας άφησε ιππεύοντας το πάθος του για άγρια ελευθερία. Η ακροτελεύτια νύχτα μιας ζωής έμπλεης συναισθημάτων, συγκινήσεων, παθών, ενθουσιασμών, εντάσεων και σημασιών ήρθε να ολοκληρώσει το φιλοτέχνημα των επιλογών του.

Γιατί ο αδερφός Μauri, όπως και τόσοι άλλοι εραστές της αγέρωχης ανθρώπινης περηφάνιας, συνοδοιπόροι του στα ίδια βαθύσκιωτα μονοπάτια των έκλυτων διαθέσεων, κατέστησε τον εαυτό του κύριο και δημιουργό της ζωής του την στιγμή επιλογής του δρόμου μόνιμης σύγκρουσης με την κοινωνία.

Γι’ αυτό δεν θα πέσουμε στο σοβαρό παράπτωμα να χαρακτηρίσουμε την έκρηξη του μηχανισμού που μας το έκλεψε, καθώς πήγαινε να τον τοποθετήσει στην σχολή δεσμοφυλάκων, ένα ατύχημα. Οι αντάρτες της ζωής δεν αποποιούνται την αναμενόμενη κατάληξη των επιλογών τους. Όχι γιατί η εν λόγω κατάληξη είναι ο σκοπός της διαδρομής αλλά γιατί καμία διαδρομή δεν συναντά τον σκοπό της αν δεν προϋπαντήσει την κατάληξη της.

Ατύχημα δεν είναι ο σαν αναμενόμενος από καιρό και διαλεγμένος θάνατος ενός αναρχικού αντάρτη σε μια εμπόλεμη συγκυρία αλλά η αναίσχυντη παράδοση της ζωής στην κρεατομηχανή παραγωγής υπεραξίας έως το άθλιο και άδειο από περιεχόμενα κουφάρι να πεταχτεί σε κάποια χωμάτινη τρύπα και να αντικατασταθεί από ένα εξίσου ευκαταφρόνητο αποδοτικό κέλυφος. Εμείς εξάρουμε και καλωσορίζουμε κάθε θάνατο συντρόφου ως μια αδιάσπαστη και φυσική συνέχεια μιας υψιπετούς ζωής επιλεγμένης συνειδητά έναντι των παραδεδεγμένων επίσημων οδών. Και θυμόμενοι τα λόγια του Φ. Νίτσε αναφωνούμε: ” Η σοφή ρύθμιση και διάθεση του θανάτου ανήκει σε μία ηθική του μέλλοντος που είναι ασύλληπτη επί του παρόντος και μοιάζει ανήθικη. Είναι μια ηθική που η θέαση της χαραυγής της θα πρέπει να προκαλέσει απερίγραπτη ευτυχία. “

Μauri, οι εξεγερμένοι δεν σε ξεχνάνε. Θα βρίσκεσαι πάντα στις σκέψεις μας καθώς θα εξαπολύουμε την βέβηλη αγάπη μας για ζωή στους πυλώνες της μηχανικής κοινωνίας. Όχι μόνο ο Μάης, ούτε ο χρόνος, μαύρη είναι η μνήμη μας και πυρήνες της φωτιάς οι καρδιές μας.

“Και καλύτερα να κοιμηθούμε σε αυτόν τον λεκιασμένο τάφο
με τη γύρη των δικών μας λουλουδιών.”

Consumimur Igni
Συμβούλιο για τους σκοπούς της ανάφλεξης

 

Σκέψεις με αφορμή τον θάνατο του Mikhail Zhlobitsky

Με αφορμή το νέο κύμα συλλήψεων αναρχικών στην Ρωσία αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε το παρακάτω κείμενο, γραμμένο μετά τον θάνατο του Mikhail Zhlobitsky ως μια ελάχιστη προσπάθεια να γεφυρώσουμε τις αγωνιστικές πραγματικότητες μας με τις εξελίξεις σε απόμακρα γεωγραφικά μέρη που θέλουμε να πλησιάσουμε και να αισθανθούμε διαμέσου των κοινών μας υποθέσεων. Το κείμενο αυτό επιπλέον εν είδη υπόσχεσης αποζητά να διαβεβαιώσει πως τίποτα δεν θα μείνει αναπάντητο καθώς οι απειλές της καταστολής σήμερα μας προμηθεύουν τα απαραίτητα σύνεργα για τις μάχες του αύριο.

Αναρχική σύμπραξη Consumimur Igni
για τη λέσχη φίλων του εξτρεμισμού

*

Κι ο θάνατος δεν θά’ χει πια εξουσία.
Όσους βαθιά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ΄αφανίσει ανεμοστρόβιλος΄
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους πεδεύουν δεν θα τους συντρίψουν΄
Στα σπασμένα τα χέρια τους θά’ ναι η πίστη διπλή,
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί΄
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν΄
Κι ο θάνατος δεν θά’ χει πια εξουσία.”
Ντύλαν Τόμας

Σύντροφοι, μια τρομοκρατική ενέργεια θα πραγματοποιηθεί στο κτήριο της FSB στο Αρχάνγκελσκ. Αναλαμβάνω την ευθύνη γι’αυτήν. Τα κίνητρα είναι ξεκάθαρα: Το FSB κατασκευάζει υποθέσεις και βασανίζει ανθρώπους. Αποφάσισα να το κάνω. Κατά μεγάλη πιθανότητα θα πεθάνω στην έκρηξη διότι ο εκρηκτικός μηχανισμός ενεργοποιείται με ένα κουμπί στο πώμα της βόμβας.”

Στις 31/10/2018 στην περιοχή Αρχάνγκελσκ της Ρωσίας ο 17χρονός αναρχικός Mikhail Zhlobitsky επιλέγει ως κύκνειο άσμα του μια επίθεση στα κεντρικά της FSB ( Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας ) αφήνοντας πίσω του, παρεκτός των τριών τραυματιών μπάτσων, την θρασομανούσα αδολεσχία γνωστών πτωματοβόρων αρπακτικών. Απέχοντας χιλιόμετρα από τον νεαρό σύντροφο αλλά και από τον περίγυρο του, συγκρατούμε την ορμή των απισχνασμένων μας συγκινησιακών αναγκών προτιμώντας να αδράξουμε την ευκαιρία μιας επισταμένης διείσδυσης στις αλλαγές ισορροπιών που θεμιτώς ίσως πυροδοτεί το συμβάν, σε αντιδιαστολή με τις άφθονες υποκριτικές και δακρύβρεχτες ελεγείες ή τις βεβιασμένες αποκηρύξεις από μεγάλη μερίδα του ενδιαφερόμενου εσμού.

Γνωρίζουμε πλέον καταλεπτώς τα επίπεδα ευερεθιστότητας του καταρτισμένου στην θεαματική εποχή κοινού. Οι παλινδρομήσεις της πληκτικής ζωής του μεταξύ ανίας και παραληρήματος μας αηδιάζει και μας φοβίζει. Η αναζήτηση ηρώων, μαρτύρων, ηγετικών προτύπων και πούρων καλόγερων στην υπηρεσία ανώτερων σκοπών φτάνει σε πρωτόγνωρα επίπεδα στην πρόσφατη ιστορία ως απότοκο μιας αδήριτης ανάγκης αντιστροφής της επελαύνουσας απομυθοποίησης και υποβάθμισης της ζωής. Ως πιστοί κληρονόμοι του χριστιανικού εκφυλισμού που τους εξέθρεψε, τα σύγχρονα ανδράποδα τοποθετώντας στην μία πλευρά του ζυγού λίτρα αίματος αποβλέπουν σε μία αντίστοιχη αύξηση της αξίας της ζωής στην αντίθετη πλευρά. Δεν είναι η πρώτη φορά εξάλλου, που επιχειρείται επίρρωση των παραδεδεγμένων συνηθειών διαμέσου του πόνου και της καρτερικότητας.

Η λατρεία των νεκρών είναι απλά μια προσβολή στον αληθινό πόνο. Το να κρατάς ένα μικρό κήπο, να ντύνεσαι στα μαύρα και να φοράς βέλο, δεν αποδεικνύουν την ειλικρίνεια της θλίψης. Πρέπει και η θλίψη να εξαφανιστεί, τα άτομα πρέπει να αντιδρούν στο τέλος των πραγμάτων και αναπόφευκτα στο θάνατο. Πρέπει να πολεμήσουμε ενάντια στο να υποφέρουμε αντί να το επιδεικνύουμε, αντί να πορευόμαστε σε γκροτέσκες λιτανείες και με ψεύτικες ευχές. Πρέπει να ανατρέψουμε τις πυραμίδες, τους τύμβους, τους τάφους· πρέπει να περάσουμε το άροτρο μέσα από τους τοίχους του νεκροταφείου για να απαλλάξουμε την ανθρωπότητα από αυτό που ονομάζεται σεβασμός στους νεκρούς αλλά είναι η λατρεία των πτωμάτων.”

Η λατρεία των πτωμάτων συναντά εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη της στο πλεόνασμα αναιμικών ιδεολογημάτων, ανίκανων ακόμα και να στρεβλώσουν την ούτως ή άλλως καθημαγμένη συνείδηση αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικών στην διασκέδαση του συμβιβασμένου πλήθους, ιδίως όταν η συγκινησιακή πανούκλα του δημοσίου λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας. Επόμενο λοιπόν η σχολαστικότητα και η καλλιέπεια στους λόγους περιγραφής του επιτιθέμενου, η παλιλλογία διαξιφισμών περί των κινήτρων του, η εμμονή στα συναισθήματα του, τα οποία συνήθως μάλιστα δεν αισχύνονται να συμπληρώνουν αυθαίρετα διάφοροι αλχημιστές των σκανδαλιστικών δελτίων ψυχαγωγίας, η εμμονή στην αποσπασμένη εκ του συνόλου στιγμή της θεαματικής ολοκλήρωσης της επίθεσης, η σπασμωδική συναισθηματική ταύτιση του καθενός στερημένου καταναλωτή με τον ήρωα της νέας Ρωσικής νουβέλας να έρχεται να ολοκληρώσει ένα σκηνικό αναμφίλεκτα βδελυρό, αν όχι εχθρικό, σε μια αναρχική θεώρηση. Η εστίαση στις απευθυνόμενες στο θυμικό διαστάσεις της υπόθεσης αντικαθιστά την αναγκαιότητα εξαγωγής τακτικών συμπερασμάτων. Τα δάκρυα και τα αναφιλητά προτιμούνται έναντι μιας ψυχρής και εναργούς εκτίμησης των γεγονότων· προϋπόθεση για μια λελογισμένη προετοιμασία αντίδρασης και αναδιοργάνωσης. Η ζήτηση για ήρωες εξοβελίζει την απαίτηση για απαγκίστρωση από πρότυπα και ειδύλλια, ήτοι την δυνατότητα της αυτονομίας. Οι λιτανείες μαζί με τις νεκρώσιμες ακολουθίες δεν αφήνουν περιθώρια στον στοχασμό για αναβάθμιση των μέσων επίθεσης.

Η νεκροφιλία, αμέριστο στοιχείο της επιπολάζουσας συγκινησιακής πανούκλας, της ολοένα εντεινόμενης απαίτησης ισχυρών ερεθισμών προσήκει απόλυτα σε μια εποχή μετατροπής του ζώντος σε λειτουργική και αποδοτική μηχανή. Τροφοδοτώντας άκρως ευκαταφρόνητα ενστικτώδη αντανακλαστικά το οργανωμένο θέαμα των διαφημίσεων, των ψευδών ειδήσεων, του ηθικού σχετικισμού, του ευυπόληπτου, ευκολοχώνευτου λόγου και των φτηνών εντυπώσεων προλειαίνει το έδαφος για την κανονικοποίηση μιας υποβάθμισης της συνείδησης σε εργαλείο αναζήτησης συναισθηματικών τέρψεων του εύθικτου και συνεσταλμένου μα συνάμα ανεπανάληπτα αδιάφορου και απαθούς μητροπολιτικού κοινού. Η μάζα δειλών, στην οποία αναφερόταν η Emma Goldman, δεν έχει προοδεύσει καθόλου σε αντίθεση με τα προσήκοντα, για την κατασκευή του περιβάλλοντος της κυριαρχίας της, μέσα. Η εν λόγω πρόοδος, ελέω μιας περαιτέρω ομογενοποίησης των επιθυμιών, της επιτρέπει την απρόσκοπτη επιτάχυνση της κατασκευής ηρώων και προτύπων σε βιομηχανική κλίμακα.

Η διαδικασία αυτή απέχει πόρρω από την έστω και υποτυπώδη συναισθηματική εγγύτητα, την άμεση ενσυναίσθηση κάθε σπασμού ενός συντρόφου στον πόλεμο, την αμοιβαία εκτίμηση μπροστά στον κοινό σκοπό. Με φαντασία όμοια μισθωτών υπαλληλίσκων στην υπηρεσία καναλιών, άπαντες οι συγκαιρινοί μας διαπρέπουν στην τέχνη μετατροπής κάθε γεγονότος σε μιμίδιο. Επιδεικνύουν αλόγιστα τα αριστεία τους στην τέχνη της χαύνωσης, του εξωραϊσμού, της παραπλάνησης και της εξαπάτησης. Όταν ο εκάστοτε ταρτούφος αποσκοπεί να κερδίσει τα τιμαλφή λίγα λεπτά δημοσιότητας του υποδυόμενος τον σπουδαίο χρησιμοποιώντας ως άμβωνα τα πτώματα των ευτελισμένων νεκρών ( νωπή στην εγχώρια μνήμη είναι ακόμα η περίπτωση του Ζακ ), τα συμβάντα προτιμότερο είναι να θολώνουν δια του παραπετάσματος της σποδού του νεκρού καθώς αναφορικά με τους τόπους και τους άμεσα εμπλεκόμενους φροντίζουν οι μηχανισμοί καταστολής για την αποστείρωση των πρώτων και την φίμωση των δεύτερων.

Αξιοποιώντας την αμφίδρομη σχέση μεταξύ κοινού και ηθοποιού που η νέα πληροφορική εποχή με δαψίλεια εξασφαλίζει, απεγνωσμένοι αντικρίζουμε τις άφθονες υποσχέσεις πως οι αφορμές για διασκέδαση της παρακμής μας ποτέ δεν θα στερέψουν. Δεν θα εκλείψουν γιατί το φτηνό ίντερνετ, η αστραπιαία μα και ελλειμματική σε ανθρώπινο παράγοντα πληροφόρηση, η αδηφαγία του πλήθους για εγκεφαλικές τέρψεις, ο ναρκισσισμός των απομονωμένων ανδρείκελων και η υποδαύλιση της επικοινωνίας δια της εξάλειψης της βιωματικής ανάγκης για σφαιρική εμπειρία καθησυχάζουν τους μακάριους καταναλωτές πως τίποτα δεν θα αναστατώσει τον βολονταριστικό τους λήθαργο.

Ανάθεμα σε αυτούς, τις ορέξεις τους, τους ήρωες τους, τις συνήθειες τους και τους βαυκαλισμούς τους. Ολοκληρώνοντας την σύντομη αυτή επίπληξη, εκτοξεύουμε το ύστατο κατηγορώ μας ενάντια στα πνευματικώς στείρα ματαιόδοξα θρεφτάρια των στιλπνών θεαματικών φακών, γνωστοποιώντας την φαντασιοκοπία μας ο Μιχαήλ να πέθανε έχοντας μαζί μύχια στην καρδιά του την επιθυμία να απαλλαχτεί από τα αδιάκριτα και αδίστακτα βλέμματα του εξίσου πνιγηρού περίγυρου του. Γιατί αν κάτι αντιλαμβανόμαστε με βεβαιότητα είναι πως το εξεταστικό μάτι της εποχής δεν περιορίζεται από σύνορα, ιδιότητες και ηλικίες. Δεν θα κατρακυλήσουμε στο επίπεδο της εικοτολογίας όμως διευκρινίζοντας πως θα επιλέξουμε να παραθέσουμε στρατηγικές σκέψεις με αφορμή ένα συμβάν ανεπίδεκτο εξωραϊσμών, μυθευμάτων, ύμνων και λοιπών κενόδοξων πρακτικών. Τα κίνητρα μας λογοδοτούν αποκλειστικά στις εστίες ταραχής που θέλουμε να εξαπλώσουμε θραύοντας την κοινωνική νηνεμία, τουτέστιν, όχι σε όσους πιστά διακονούν στις τάξεις της καταναλώνοντας στον σολιψιστικό τους παράδεισο το πρωτεϊκό κυρίαρχο ψέμα.

Όταν είσαι σε δύσκολο έδαφος μην στήνεις στρατόπεδο. Να συναντάς τους συμμάχους σου σε περιοχή όπου διασταυρώνονται μεγάλοι δρόμοι. Μη χρονοτριβείς σε επικίνδυνα απομονωμένες περιοχές. Όταν είσαι περικυκλωμένος να καταφεύγεις σε τεχνάσματα. Όταν βρίσκεσαι σε απελπιστική θέση να πολεμάς.”
Σουν Τζου

Απομακρυσμένοι από τα χαρακώματα, οχυρωμένοι στην ασφάλεια μιας χειρουργικά εφαρμοσμένης εποπτείας των κινήσεων μας συνοδευόμενης από τις δέουσες αβρές μεθόδους καταστολής προσήκουσες σε ένα δημοκρατικό κράτος φλύαρο αναφορικά με τον σεβασμό του απέναντι στ’ ανθρώπινα δικαιώματα κρίνεται δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, μία εμπεριστατωμένη κατανόηση των συνεπειών και των απαιτήσεων μιας ενέργειας ομόλογου χαρακτήρα. Αλήθεια όμως, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: Πόσοι στοχάστηκαν τις πιθανές αλλαγές στις ισορροπίες των τακτοποιημένων καθημερινών τους συνηθειών από μία αντίστοιχη τομή στην ομαλή διάταξη του επιπέδου βίας; Πόσοι στωμύλοι καυχηματίες δήθεν μπαρουτοκαπνισμένοι αριβίστες του κοινωνικού πολέμου, που ολοένα πλησιάζει αλλά παραδόξως εντείνεται μονομερώς από την πλευρά των εχθρικών παρατάξεων, έχουν βασίσει τις προσδοκίες και τις προοπτικές τους στην αέναη ισχυροποίηση της κοινωνικής ειρήνης μολονότι τόσο ευθαρσώς επιδίδονται στην στηλίτευση της; Πόσοι ειλικρινά προετοιμάζουν και εργάζονται για την όξυνση του κοινωνικού πολέμου οργανώνοντας με συνέπεια μόνιμες αποδράσεις από τους θυσάνους της επιβίωσης; Πόσοι εκπονούν οριστικές ρήξεις με το μίζερο περιβάλλον του κοινωνικού τους κύκλου; Μία απαγκίστρωση από τις περιδιαβάσεις στα συνεργατικά μαγαζάκια, από τους αποπληκτικούς έρωτες της μετριότητας, από τα χαριεντίσματα με το θελξικάρδιο πλήθος, από τις τετριμμένες χαυνώσεις στην κουλτούρα του netflix and chill και των σειρών, από την αυτοαναφορική περιστασιακή ημιπαρανομία; Πόσοι στοχάστηκαν όχι μόνο την αναλυόμενη πράξη αλλά και τις κριτικές τους στον απόηχο της ως πράξη πολέμου;

Υπάρχει άραγε η υποτυπώδης κατανόηση του τι συνεπάγεται μια ενέργεια βομβιστικής αυτοκτονίας εκτός από αφορμές για αίνους της συμφοράς και απερίσκεπτες δηλώσεις υποστήριξης έμφορτες με ανέμπνευστα ποιητικά ποικίλματα; Παραδείγματα επιθέσεων βομβιστικών αυτοκτονιών δεν είναι διόλου τυχαίο που έχουν εκλείψει από τις τάξεις του μεταπολεμικού αναρχικού κινήματος. Σε σύμπνοια με την ανάπτυξη των ανθρωπιστικών αξιών στην φιλελεύθερη δύση καθώς και των νομικών επιπτώσεων της ανάπτυξης αυτής στην δικαιική σφαίρα το αναρχικό κίνημα ρίζωσε βαθιά και καθορίστηκε πλήρως η δράση του από την υιοθέτηση της εν λόγω παράδοσης. Μια παράδοση η οποία πραγματοποιεί μια αυστηρή ιεράρχηση της ηθικής ζωής αναμοχλεύοντας την χύτρα των κατηγορικών προσταγών δίνοντας προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή, στα ατομικά δικαιώματα, στις διάφορες διαμάχες γύρω από το φάντασμα της ελευθερίας, στην εκκοσμίκευση και τον ορθολογικό ωφελιμισμό, στην αποδόμηση της μεταφυσικής και των μεγάλων αφηγήσεων. Η παρέκκλιση μιας βομβιστικής αυτοκτονίας εγκυμονεί την εισβολή νέων αντιλήψεων στην παράδοση αυτή, δίχως βέβαια να παραβλέπουμε πως ο ίδιος ο διαφωτισμός τείνει να αυτοαναιρείται υπό το χάραμα της κυβερνητικής δυστοπίας αμφισβητώντας πρώτος ο ίδιος τα θεμέλια του. Ωστόσο, η συστράτευση με ανάλογες ενέργειες και στην συνέχεια η πιθανή υιοθέτηση τους από επαναστάτες σηματοδοτεί, παρεκτός ενός μη τελεολογικού ολισθήματος της αντίστασης στις ορέξεις της θανατοπολιτικής, μια βαθιά απαίτηση για αναβάθμιση και βελτίωση των μεθόδων δράσης. Η νέα πρακτική θεωρία του σύγχρονου εξτρεμισμού κάνει τις πρώτες τις δειλές σκέψεις.

Βρισκόμαστε σε οριακή στιγμή. Είναι εύκολο να το διαπιστώσουμε όταν στρέφουμε το βλέμμα μας ερευνητικά στις υπάρχουσες διαμάχες και τους έκδηλους ανταγωνισμούς εντός της μεταμοντέρνας κοινωνίας. Με το επίχρισμα του ανθρωπισμού να ξεθωριάζει και με το χαμόγελο του όλο και πιο πελιδνό δεν είναι λίγοι όσοι αναζητούν στις αξίες, στα ήθη και τα έθη του παρελθόντος ρετσέτες επιβίωσης και κατευθυντήριες αρχές. Η ραγδαία άνοδος της κρατικής καταστολής σε επικράτειες πολιτικά ολοένα και πιο ασταθείς, η καταστρατήγηση των κεκτημένων, η μονιμοποίηση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης ως νέα τάξη πραγμάτων, το περίσσιο αίσθημα ματαιότητας, η αμφισβήτηση και η αποδόμηση καθοριστικών έως σήμερα βεβαιοτήτων, η ακόρεστη τεχνολογική πρόοδος ειδικά στις μεθόδους πρόληψης, ελέγχου και καταστολής ως η μόνη εγγυητήρια δύναμη διατήρησης του status quo, η εξάλειψη των μεσοβέζικων στάσεων κυρίαρχων σε μετριοπαθέστερες εποχές υπό την ασφυκτική πίεση του διλήμματος παραίτηση ή αγώνας με κάθε μέσο. Όλα τα παραπάνω και ακόμα περισσότερα ηχούν στα αυτιά μας ως απόλυτη, επιτακτική αναγκαιότητα να συνδέσουμε το τέλος μιας εποχής με την δική μας επαναφορά. Η αναπόδραστη, προϊούσα ομογενοποίηση του πλήθους, αποκύημα των προαναφερθέντων πρωτόφαντων εξελίξεων, ωθεί τον κοινωνικό πόλεμο σε παρθένες έως τώρα οδούς προσδίδοντας του δεσπόζουσα στρατηγική σημασία στις στρατηγικές ερμηνείες των μοναδικών που ανήγαγαν σε προσωπικό τους στοίχημα την πτώση του δημοκρατικού κτηνοτροφείου. Η στεγανοποίηση της σύγχρονης μεγάλης ιδέας που μονοπωλεί τον τίτλο σε βαθμό απόκλισης κάθε διαφορετικής ιδέας με την προσδοκία να τον οικειοποιηθεί διεκδικώντας κομμάτι από την αίγλη της, υποχρεώνει τις αντιστάσεις, αν ειλικρινώς ερείδονται σε ρίζωμα της επιθυμίας στο πραγματικό, να αναζητήσουν με πάθος μια ομόλογη συνεκτικότητα των αρνήσεων ως ακροτελεύτια ευκαιρία να επιβεβαιώσουν την υπόσταση τους. Ο πραγματικός συγκεντρωτισμός του θεαματικά πολύμορφου θετικού εξαναγκάζει το αρνητικό σε μία πραγματική συγκέντρωση των πολύμορφων, θεαματικών του έως τώρα εκδηλώσεων. Αν λοιπόν η κοινωνία αυτή παρουσιάζεται πολυσχιδής ώστε να επιρρώσει την μονολιθικότητα της, τότε οι συνεπείς πολέμιοι της, ενώ οφείλουν να εμφανιστούν συνεκτικοί πατώντας στο συνταίριασμα των επιμέρους μορφών δράσης τους, θα ριζοσπαστικοποιήσουν τις ουσιαστικές ιδιαιτερότητες τους.

Απαραίτητο και ζωτικό στοιχείο γι’αυτήν την ποιοτική αναβάθμιση καθώς και την επικαιροποίηση των μεθοδεύσεων του αρνητικού κρίνεται η αδρή ενίσχυση των ενεργειών ένοπλης πάλης. Σε αυτήν την στόχευση συμπεριλαμβάνεται σαφώς η οργάνωση και η ιεράρχηση πάσας δραστηριότητας αναρχομηδενιστικού χαρακτήρα με βάση την υποστήριξη, τον πολλαπλασιασμό και την προετοιμασία βίαιων ενεργειών, αφού συγκριτικά με το πραγματικό επίδικο του σύγχρονου εξτρεμισμού, ήτοι την υλική θανάτωση του καταναλωτικού κόσμου, οποιαδήποτε άλλη έκφανση του αγώνα αποκτά επουσιώδη σημασία. Τα πάντα επιβάλλεται να αξιολογούνται σε σχέση με τον βαθμό καταστροφής και ταραχής που είναι σε θέση να δημιουργήσουν στις αυστηρά φυλασσόμενες ζώνες οργάνωσης της εμπορευματικής ζωής και εμφύσησης της ηθικής της. Ακόμα και οι νόμιμες μορφές δράσης ακροβατώντας στα ασταθή – ειδικά σήμερα- όρια της νομιμότητας, οφείλουν να εργάζονται πυρετωδώς για την κατάργηση της εν λόγω διάκρισης, αφού εξαναγκάζοντας την θεσμική, επίσημη έκφραση της κοινωνική έριδας να αναγνωρίσει ιδιώνυμα την μηδενιστική αναρχία ως κατεξοχήν απειλή για την ευταξία της αστικής ζωής, επιτυγχάνουμε τον πλέον μύχιο στόχο μας: Tον εναγκαλισμό του χεριού που γράφει με αυτό που πυροβολεί διαμέσου ενός κοινού σώματος υπό συνεχή διωγμό από τους έμμισθους εκπροσώπους της δικαστικής εξουσίας. Για τους νέους διάκονους του εξτρεμισμού καμία τέρψη, καμία απόλαυση, καμία επιθυμία δεν μπορεί να φτάσει στην ολοκλήρωση της εφόσον δεν απαντά συνολικά την εκτόνωση της σε μια ολομέτωπη επίθεση απέναντι στους πολλαπλούς εκφραστές του ισχύωντως συστήματος αξιών. Παραδεχόμαστε την ελλειπή μας φύση και την ανικανότητα μας να προτείνουμε έναν καλύτερο κόσμο ως γνήσια θρεφτάρια της παρακμής, εξού και η εγρήγορση μας ώστε σε κάθε εκφώνημα εκμαυλισμού να αναφωνούμε Μηδενισμός. Μηδενισμός!

Ο ίδιος ο φυσικός θάνατος για τον οποίο τόσο θρηνούν στον κόσμο του θανάτου είναι λιγότερο ολέθριος από τον θάνατο που διακινείται ως ζωή”
Αλφρέντο Μποννάνο

Δεν υπάρχει θεωρία. Δεν υπάρχει κίνημα, ρεύμα, χώρος ή όπως αλλιώς έχουμε μάθει να διακρίνουμε αυτό το αμάλγαμα αποσπασματικών ιστορικών πληροφοριών, ασυνάρτητων μεταξύ τους γνώσεων και ατελέσφορων πρακτικών στερουμένων σκοπού από τα υπόλοιπα εκμαγεία υποκουλτούρας της θεαματικής κοινωνίας. Μολονότι ξυπνήσαμε καταμεσής μιας μεγάλης σκάλας με αμέτρητα σκαλοπάτια διαθέσιμα να τα πατήσουμε πλησιάζοντας ασύλληπτα έως τώρα ύψη, μουδιασμένοι αρκούμαστε στο αίσθημα του ιλίγγου εμπνεόμενο από την ρέμβη στο αχανές των πιθανοτήτων λησμονώντας να απαντήσουμε στο κρισιμότερο ερώτημα: και μετά τι; Κατήφεια, νωχελικότητα και ραθυμία ως παραπλήρωμα της ευδιαθεσίας των θεατών. Γιατί μόνο οι θεατές εξακολουθούν να στέκουν όλβιοι στον κόσμο των έξυπνων μηχανών και των προκαλούντων επιληψία γρήγορων οθονών. Η θεωρία όμως προκειμένου να γραφτεί απαιτεί δράση, βίωμα, γνωριμία και πειραματισμό. Αναστάτωση και ταραχή λόγω της εγγενούς αδυναμίας ενός θαλερού πνεύματος να προσαρμοστεί στην πνιγηρή ασφάλεια παραδεδεγμένων εγγυήσεων. Η αποστασία από τις πεπατημένες είναι ο τρόπος της θεωρίας να εφεύρει την ουσία και την αλήθεια της. Δίχως την έριδα και το νείκος δεν υπάρχει θεωρία, μα βεβαιότητα, αποτελμάτωση και παράλυση με τις κατεστημένες κοινοτοπίες να σαπίζουν διαιωνίζοντας στο διηνεκές την ερμηνεία και την έποψη τους για το επιστητό μαζί με τα εκάστοτε συμπαρομαρτούντα. Η θεωρία δοκιμάζεται και δημιουργείται αδιαλείπτως ενώ οι βεβαιότητες καταναλώνονται και βαυκαλίζονται πως τίποτα δεν θα αλλάξει διαμέσου των πολλαπλών στομάτων που τις επαναλαμβάνουν ανεξαρτήτως γλώσσας. Η νέα θεωρία της αναρχικής εξέγερσης δεν θα γραφτεί από ακαδημαϊκούς τυφλοπόντικες, τεμπέληδες, μακάριους βιβλιοφάγους των πανεπιστημιακών εδράνων, ανέραστα ανθρωπάρια στερημένα την εμπειρία της ζαφλεγούς διονυσιακής θέλησης για ανανέωση της ανθρωπότητας. Τραβάμε την γραμμή ανάμεσα σε μας και αυτούς με το αίμα όσων απονενοημένα μπορεί να μίσησαν αυτόν τον κόσμο μέχρι τα σπλάχνα τους να εκραγούν. Διαχωρίζουμε τους εαυτούς μας από τους στωμύλους φανφαρόνους μηρυκαστές διανοητικών ακαθαρσιών. Η μεγαλύτερη μας προπέτεια εναντίον τους θα είναι η απαλλοτρίωση και η εφαρμογή των πνευματικών αθυρμάτων τους στον καθημερινό πόλεμο μας εναντίον αυτών και της κοινωνίας που ευνοεί την ύπαρξη τους.

H τέρψη με την ανάγνωση και την αποστήθιση προσιδιάζει σε άτομα ικανοποιημένα με το υπαρκτό, απρόθυμα να μεταβάλουν τις έξεις τους. Όμως, η θεωρία μιας κίνησης φέρουσας έναν ανατρεπτικό χαρακτήρα προϋποθέτει την δυσκαμψία και την απροθυμία προσαρμογής του εκφραστή της στο περιβάλλον σύλληψης της, την ασυμβατότητα των επιθυμιών του με τις προσφερόμενες καταστάσεις προς επένδυση τους. Ότι βρίσκει την θέση του σε συνήθειες, θεσμούς, επίσημες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, νόμιμες και αποδεκτές δραστηριότητες, λόγους υπεράσπισης του από τους συνηγόρους του εμπορευματικού κύκλου δεν δύναται να συνεισφέρει στην συγκρότηση της σύγχρονης αναρχικής πρακτικής θεωρίας. Όσοι ολοκληρώνονται στα πλαίσια των υφιστάμενων θεωρητικών κοινοτοπιών δεν κατατρίβονται από την ανάγκη κατασκευής μιας θεωρίας για την ολοκλήρωση των κατακερματισμένων τους κοινών τόπων. Όσοι δεν καταλήφθηκαν έστω και στιγμιαία από την διόραση πως ο θάνατος είναι μονόδρομος για την επανοικειοποίηση των διασυρμένων ζωών τους θα περισσέψουν σύντομα από τις ποιοτικές καταμετρήσεις των λιγοστών μα άξιων εραστών της ολικής άρνησης. Αυτοί, στον αντίποδα, που δεν κατόρθωσαν να χαλιναγωγήσουν το κοχλάζον αίσθημα του ανικανοποίητου οδηγούμενοι συχνά σε ενέργειες αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα διέπονται από την ανάγκη σμίλευσης της ενοποιητικής πρακτικής θεωρίας. Πρώτο τους μέλημα η ακόρεστη εργασία για την έλευση στιγμών κλήτευσης του καθενός στο προσωπικό του συνειδησιακό δικαστήριο με κατήγορο την πρόθεση της νέας θεωρίας να αναβαθμίσει σε κάθε επίπεδο τους όρους σύγκρουσης. Κανένας δεν θα μπορεί να παραμείνει αμέτοχος κωχεύοντας στις ίδιες δικαιολογίες-απολογίες να συνεχίσει τον χιμαιρικό του λήθαργο. Ο κόσμος για όποιον δεν φορά ιδεολογικές διόπτρες σίγουρα δεν χωρίζεται σε στρατόπεδα. Στοίχημα και όχι κεκτημένο μας είναι να τον πολώσουμε κόντρα αφενός σε όσους θέλουν να τον παρουσιάζουν ως ήδη πολωμένο,  αφετέρου στους υπόλοιπους που εναντιώνονται στα δίπολα των πρώτων, ενώ αμφότεροι υπηρετούν ευφρόσυνα την ίδια κυρίαρχη φαινομενικότητα.

Εν κατακλείδι, αναλογιζόμενοι την χαρακτηριστική τραχύτητα των επιθέσεων των εκτελεστικών σωμάτων διασφάλισης των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων διαβλέπουμε σε τι συνοψίζεται η θεωρία μας, ποιοι την γράφουν, ποιοι την πολεμούν και αναμένουμε συμβάλλοντας τα μέγιστα με τον καθημερινό μας πόλεμο να δούμε πως θα εφαρμοστεί καθώς και σε τι θα οδηγήσει. Εξάλλου, αποδεικνύοντας διαρκώς με εικονοκλαστικές διαθέσεις ποιος είναι ο ρόλος της, δεν ποθήσαμε ποτέ μια αρτηριοσκληρωτική κρυστάλλωση της. Αν το κάναμε δεν θα ήμασταν σήμερα πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα να αντιστρέψουμε τις συνθήκες προς όφελος μας επιτιθέμενοι άγρια όσο ποτέ σε ήδη εχθρικές ιδέες αλλά συγχρόνως οριοθετώντας νέα πεδία πολέμου. Ας κάνουμε το επιπλέον βήμα μεταφέροντας τον πόλεμο στα ενδιαιτήματα των εχθρών μας. Στους χώρους που και μόνο η ύπαρξη τους μετατρέπει την ζωή μας σε τραγωδία. Στους κίβδηλους ναούς της κατανάλωσης, στα μαυσωλεία του εμπορεύματος, στους πανομοιότυπους δρόμους διάδοσης όλων των ειδεχθών αποστειρωμένων σχέσεων. Στις οικείες και στους τόπους συνάθροισης όσων έμμισθα ή μη αναπαράγουν, δίχως να ενδιαφέρονται για την εξόντωση μας, τον πολιτισμό της οικονομίας, των στατιστικών και της διαρκής αστυνόμευσης. Γιατί η ουτοπία τους είναι το προσωπικό μας μαρτύριο. Ας φοβούνται αυτοί για τις πιθανές καταλήξεις μιας τετριμμένης εργάσιμης μέρας τους. Ας διπλοκοιτάζουν αυτοί πίσω από την πλάτη τους καθώς περπατάνε προς τα αντιαισθητικά κλουβιά τους. Όσοι εξαρτούν τις άθλιες συνθήκες ζωής τους από τον υποβιβασμό μας σε προσομοίωση του οποιουδήποτε παραλύοντας τα συναισθήματα και ισοπεδώνοντας την δημιουργικότητα μας ας δουν τι σημαίνει να ζεις και να πεθαίνεις ως ο οποιοσδήποτε. Ίσως τότε προετοιμαστούν να υποδεχτούν τις ευθύνες, που πρόθυμα αποποιήθηκαν, να επιστρέφουν στις εξώπορτες τους. Νιώσαμε τον ίλιγγο του να ζούμε ως αριθμοί και αφαιρέσεις. Πελάτες, τουρίστες, φυλακισμένοι, εργαζόμενοι, διαβάτες. Όσοι χώροι μας υποβαθμίζουν σε ιδιότητες ας απολέσουν δια του φόβου την κανονικότητα τους. Εκεί που επιτελούνται μηχανικά τα καθήκοντα του εκάστοτε ρόλου ας επανακτήσουμε την κυριότητα μας. Εκεί που απεκδύονται τους εαυτούς τους ας βρούμε τον δικό μας. Εκεί που μαθαίνουμε να ζούμε ως νεκροί ας πεθάνουμε μια φορά ως ζωντανοί.

Ιερό: Ορίστε το πιο τερατώδες και τρομερό φάντασμα μπροστά στο οποίο μέχρι σήμερα όλοι έχουν νιώσει τρόμο. Να το παλιό και φθαρμένο τραπέζι που πρέπει να συντρίψουν οι άνθρωποι”
Ρέντζο Νοβατόρε

Επιλέγοντας την κατάθεση συλλογισμών εμφορούμενοι από τις έμπλεες ρηγμάτων εξελίξεις στην Ρωσία δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την έστω και ακροθιγώς κριτική ενασχόληση με ζητήματα στιγματισμένα αδίκως ως αμιγώς φιλοσοφικά. Ελπίζουμε τα ανήσυχα πνεύματα του μητροπολιτικού πολέμου να άρουν σταδιακά αυτήν την χίμαιρα. Το σημαντικότερο εξ αυτών πιστεύουμε αναμφίλεκτα πως συνοψίζεται σε μια μετωπική επίθεση στην ιερότητα του σκοπού και την ηθική του μάρτυρα. Αφενός, γιατί μια απότομη αναβάθμιση των μέσων πάλης θα εγείρει αναπόδραστα νέους προβληματισμούς σχετικά με την φύση του αγώνα και τα μέσα υπεράσπισης του, αφετέρου γιατί καθ αυτός ο προβληματισμός αναφορικά με τις ακόμα διαχωρισμένες φιλοσοφικές αφετηρίες του αγώνα αποτελεί δεσπόζουσα προϋπόθεση για την επανεξέταση της υφιστάμενης πάλης αλλά προσέτι, επικουρεί καταλυτικά την πολυπόθητη υπέρβαση του παραπάνω διανοητικού διαχωρισμού. Συνεπώς, αν στοχεύουμε στην χάλκευση νέων προτύπων, ειδυλλίων και ηρώων οφείλουμε να διυλίσουμε σχολαστικά τις επιθυμίες μας μεταστρέφοντας την ίδια την φύση των εννοιών, πράγμα δυνατό μόνο συμμετέχοντας ενεργά στα χαρακώματα των αναρχικών εφόδων στην ιστορία.

Κατανοώντας την αναρχία διαμέσου της μακράς ιστορίας μιας ατομικιστικής φιλοσοφικής παράδοσης στους κόλπους της και μη μπορώντας να συλλάβουμε τις δύο έννοιες αποσπασμένες παρά με την μία ως προϋπόθεση της άλλης, εκκινούμε την επίθεση μας στα επιπολάζοντα κατάλοιπα πολλών μακραίωνων κοινωνικών αλυσίδων στοχοποιώντας την υποταγή μπροστά στο ιερό. Ακριβέστερα, κρίνουμε χρειώδη την ολοκληρωτική συντριβή των ψυχολογικών, φιλοσοφικών και πολιτισμικών ερεισμάτων του θρησκευτικού αισθήματος κατάνυξης απέναντι στον όσιο, καθαγιασμένο σκοπό αναγνωρίζοντας πως στο παρασκήνιο των μεγαλόστομων του διακηρύξεων μιλά σαγηνευτικά το ανθρώπινο ένστικτο της αγέλης στην προσπάθεια του να ομογενοποιήσει υπό το κέλευσμα ενός ανώτερου ιδανικού. Υποδαυλίζοντας το ενυπάρχον σε κάθε μαρτυρική πράξη τυφλής αφοσίωσης σε έναν αλλότριο σκοπό, αίσθημα τυφλής θρησκευτικής ευλάβειας ασφαλώς, δεν αντιμαχόμαστε τις ατομικές ή συλλογικές προσπάθειες απεμπλοκής του θυμικού από το σύνηθες και τις εκδηλώσεις της θέλησης για ισχυροποίηση που οδηγούν την επιθυμία στην επένδυση της σε ποικίλα εγχειρήματα, σχέδια και καταστάσεις. Εξάλλου, υπεραμυνόμαστε πως κάθε μας ενέργημα συνιστά μια ομόλογη προσπάθεια μεταρσίωσης, με σαφή εγωκεντρικά κίνητρα. Το πρόβλημα επιβάλλεται να τεθεί σε διαφορετική βάση ούτως ώστε να τελεσφορήσει μία αναρχική επίθεση στο ιερό.

Το ζητούμενο κρηπίδωμα για έναν συνεκτικό αναρχικό στοχασμό του ιερού εντοπίζεται στην υποβόσκουσα, ανεπαίσθητη διαμάχη αντιτιθέμενων μορφών ιδιοτέλειας για την διεκδίκηση ζωτικού χώρου σε ένα περιβάλλον απροσμέτρητων αλληλοεξαρτήσεων. Ως ατομικιστές δεν διαγράφουμε μία εκδήλωση λατρείας στο ιερό ως μη εγωιστική πράξη αλτρουισμού, ασυνάρτητη και διαφέρουσα αναφορικά με τα κίνητρα της από μια εικονοκλαστική διάθεση καταστροφής των υφιστάμενων αναπαραστάσεων. Αμφότερες διέπονται κατ’ εμάς από αδιόρατα στην ολότητα τους εγωτικά και ιδιοτελή κίνητρα με μόνη ποιοτική απόκλιση ικανή να τα φέρει σε σύγκρουση την διαφορετική πρυτανεύουσα προοπτική. Αυτό σημαίνει ατομικισμός. Να επινοείς το πρόσωπο ακόμα και όταν το ίδιο δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία του ή ακόμα και όταν απουσιάζει παντελώς. Συνεπώς, ο ατομικισμός δεν αντιπαραβάλει εγωιστικά με μη-εγωιστικά ενεργήματα αλλά αναδεικνύει ένα πρωτόφαντο ερμηνευτικό υπόβαθρο κατανόησης των εν εξελίξει γεγονότων αποσκοπώντας σε μια άνευ προηγουμένου ενίσχυση του αισθήματος της θέλησης, της ευθύνης, της δύναμης, της προσωπική αυθαιρεσίας, της υποκειμενικής αλήθειας, του αξιώματος για δημιουργία, της ανεξαρτησίας. Παραδεχόμενοι και μόνο την επενέργεια ατομικών κινήτρων στα κοινωνικά τεκταινόμενα επιρρώνουμε την διάθεση μας να παρέμβουμε σε αυτά αλλά το σημαντικότερο, παρεμβαίνουμε ήδη γελοιοποιώντας ιερόσυλα κάθε απρόσβλητο υπολανθάνον ιερό που μας έντυνε με το ιδεολογικό του κρέπι.

Συμπερασματικά, δεν θα μπορούσαμε παρά να ήμασταν σφοδροί και ανυποχώρητοι εχθροί κάθε νεφελώδους έννοιας, εξομοιωτικής διαδικασίας, αοριστόλογης επίκλησης υπερβατικών στοχεύσεων και των παρεπόμενων καθηκόντων που εγείρουν. Η επικύρωση τους απομυζά την δική μας ευρωστία. Η μαγγανεία τους μας στερεί την τερπνή μέθη που μας προσφέρει η αύξηση της δύναμης μας όταν πίσω από την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του παιχνιδιού τοποθετούμε εμάς. Ο καθένας τον εαυτό του σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ρευστοποίησης και γενίκευσης. Κάθε μεγάλη αφήγηση ερειδόμενη σε στοιχειά όπως τάξη, φυλή, κοινωνία, λαός, έθνος ή ακόμα και πιο πρόσφατων νοητικών κατηγοριοποιήσεων αποκυημάτων της πολιτικής ταυτοτήτων (μιας πολιτικής μάλιστα δήθεν εχθρικής προς τις μεγάλες αφηγήσεις αλλά ιδιαίτερα πρόθυμης να τις ανανεώσει και να τις διασώσει από τις συνεπείς εικονοκλαστικές διαθέσεις) τίθεται υπό τον καταιγισμό των πυρών μας. Ούτε η αναρχία ως φασματική ιδέα, ανοίκεια και ξένη για τις προσωπικές ερμηνείες των εκφραστών της δεν πρόκειται να μείνει στο απυρόβλητο. Πουθενά δεν αποδεχόμαστε να δείξουμε αισθήματα συμπάθειας εφόσον ακόμα διαβλέπουμε να διατάζει η δεσποτική προσταγή του ιερού. Μια φωνή επιβλητική και απόκοσμη, ικανή να παρασύρει κάθε συναίσθημα ή επιθυμία μας καθώς πίσω από διάγγελμα της δεν βρίσκεται ένας άγνωστος σφετεριστής αλλά ο πιο οικείος και βαθιά ριζωμένος τρόπος ύπαρξης μας. Επρόκειτο για την φωνή της ανθρωπότητας, ιστορικού και μακραίωνου προστάτη μας, εξού και η αδυναμία μας να απορρίψουμε σε κάθε επίπεδο ότι έως τώρα εξασφάλισε την επιβίωση μας. Εμείς όμως ποθούμε να ζήσουμε αρνούμενοι την κληρονομιά μας.

Μοναδική μέθοδος για την έναρξη του λυκόφωτος των ειδώλων αποδεικνύεται η εισαγωγή του δημιουργικού υποκειμένου στην ιστορία. Ανθρώπων απαλλαγμένων από τον μανδύα της καθαγιασμένης υπόθεσης, εμπαικτικών με τα άχθη αυχμηρών επιταγών και δηκτικών για την σοβαρότητα των ζηλωτών της Αλήθειας, όχι από αντίδραση ή δόλο αλλά από την ίδια τους την ανάερη φύση. Βρισκόμενοι αυθόρμητα στον αντίποδα κάθε ανδραποδισμένου θύματος του κατακερματισμένου αστικού κοσμοείδωλου ευφρόσυνα θα αποκαταστήσουν την αμέριστη ενότητα προσώπου και πράξης παίζοντας με τις ιερές αγελάδες που μέχρι τώρα καταδυνάστευαν το πνεύμα. Γιατί δεν ξεχνάμε πως το ιερό συνιστά το έδαφος κάθε ιδεολογίας με απότοκο κάθε εκφερόμενος λόγος με διατηρητέο τον σεβασμό για τα φαντάσματα που βαθαίνουν το ρήγμα μεταξύ του προσώπου και της δυνητικής ιδιοκτησίας του, αντίκειται στην πλέον πολύτιμη προϋπόθεση για την συγκρότηση μιας αναρχικής πρακτικής στο εδώ και τώρα: την ανάρρηση του υπεύθυνου, ελεύθερου προσώπου στην κορυφή κάθε ερμηνευτικής απόπειρας. Όσο αποθέτουμε τις ενέργειες μας στην υπηρεσία ιδανικών απρόσιτων στις μεταβλητές διαθέσεις μας, ποτέ τα ιδανικά αυτά δεν θα γίνουν φορείς απελευθερωτικών νοημάτων. Θα συνεχίσουν να στέκουν αλαργινά και επιβλητικά σπέρνοντας δέος και τρόμο στις πειθαρχημένες καρδιές μας καταλαμβάνοντας σύνολη την αντίληψη μας.

Η αδήριτη αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στο ιερό φυτρώνει θολά στις σκέψεις μας με κάθε πτώμα ενός ανθρώπου χαμένου στον κυκεώνα των απροσδιόριστων συναισθημάτων ταπείνωσης και οργής απέναντι στην τάξη της ιδιώτευσης και της εξατομίκευσης. Γονατισμένοι από την εκποίηση του εαυτού μας ελέω του όψιμου καπιταλιστικού κοσμοείδωλου, αναζητούμε στιγμές κυριότητας και σύνδεσης με το όλον γύρω μας αποτυγχάνοντας πάντα στο τέλος να υπερβούμε τους υφιστάμενους διαχωρισμούς, όσο ανενδοίαστα κι αν δώσουμε το αίμα μας στην πατρίδα, την τάξη, το κίνημα, την επανάσταση, τους ”δικούς” μας και τους υπόλοιπους σφετεριστές του ”εγώ”. Μάθαμε να πεθαίνουμε για τα πιστεύω μας δίχως να διδαχθούμε πως να πιστέψουμε σε κάτι, όπως εξίσου μάθαμε να πολεμάμε για τους άλλους δίχως την συνείδηση ότι παντού βρισκόμασταν απομονωμένοι και περίκλειστοι στον εαυτό μας. Αυτή η κατακερματισμένη γνώση του εαυτού μας οδηγεί με μαθηματικά βήματα στην μέγγενη του ιερού. Ή πιο επεξηγηματικά: αυτό που μου διαφεύγει και διαμέσου των ανιδιοτελών προσφορών μου αποσκοπώ στο να κατέχω. Η απώλεια μας όμως δεν εξορκίζεται ούτε με όλες τις νίκες και τις επιτυχημένες εκβάσεις μαχών του κόσμου όσο αυτός ο κόσμος δεν γίνεται πραγματικά ιδιοκτησία μας, όσο αδυνατούμε να πέσουμε μια φορά για ότι μας έκανε να ζήσουμε διάπυροι από πάθος και όχι μαρτυρικά, να πεθάνουμε σε μια προσπάθεια ανταλλαγής και εμπορικής αναγνώρισης της αξίας του άλγους μας. Πίσω από τους μεγάλους πολέμους και τις επαναστάσεις του παρελθόντος βρίσκονταν ανδραποδισμένα όντα, υποταγμένα πλάσματα δέσμια της εκάστοτε έμμονης ιδέας, πολύ πιο αξιοπρεπή σε σχέση με εμάς και το άγχος μας να επιδείξουμε την ιδιοτέλια των κινήτρων μας στους ανταγωνιστές μας, με πολύ πιο πλούσια και σφαιρική σύνδεση με τον κόσμο που για μας κατέντησε ένας καθρέφτης της εσωτερικής μας παρακμής. Γιατί ο κόσμος δεν γίνεται δικός μας όταν αποστασιοποιημένοι από το δυναμικό ξεδίπλωμα της ιστορίας καταλαμβάνουμε έναν χώρο, περιφράζοντας τον με το όνομα μας και ζητώντας την αναγνωρισή του από τα υφιστάμενα διοικητικά όργανα. Ο κόσμος μας ανήκει όταν συνειδητοποιώντας την συμμετοχή μας στην μορφή και το νόημα του αναλαμβάνουμε την ευθύνη με καλλιτεχνική ευφροσύνη παραδιδόμενοι στον οίστρο της ζωής ακόμα κι αν αυτή ολοκληρώνεται τραγικά δια φυλακίσεων, κυνηγητών και διαδοχικών πληγμάτων που ένας πόλεμος συνεπιφέρει. Όταν διατρανώνουμε περήφανα στο ύστατο επιφώνημα, πως αντί να πεθάνουμε για την ιδέα μας, την κάναμε να ζήσει με την αίγλη της περηφάνιας μας. Μακριά λοιπόν από νομικές εγγυήσεις, θεσμούς, παζάρια με τους κτηματομεσίτες του τίποτα και τους ξεπεσμένους κοσμοκράτορες, δέσμιουςτων συσσωρευμένων συμβιβασμών που βιάστηκαν να βαφτίσουν πλούτο, λαξεύουμε τους κοινούς μας κόσμους πάντα σε πόλεμο, πάντα σε μετωπική σύγκρουση με ότι με δέος αναγνωρίζουμε ως κομμάτι των μικρών και μεγάλων ιστοριών μας.

Και με το βλέμμα πάντα διεστραμένο να παρατηρεί τον χαλασμό:

Είμαστε πάντα εκεί

Που κρέμεται το κινητό σκοτάδι

Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται

Και αμφιβάλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές.
”

Χαλάσματα – Μια τοποθέτηση με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στο Πολυτεχνείο

Και τελικά το πολυτεχνείο απέκτησε άξιους απολογητές και υπερασπιστές, ελεύθεροι να το νοηματοδοτήσουν κατά το δοκούν αποθέτοντας το σε περίoπτη θέση στον πολιτικό χάρτη. Δυστυχώς, η κατάκτηση αυτή της μεταπολίτευσης απέτυχε να ισοσταθμιστεί από τον αντίλογο άξιων υπονομευτών. Εμείς πρώτοι πρώτοι απεκδυόμαστε το παραπάνω καθήκον υπό το άχθος της επιλογής να αποχωρούμε σιωπηλά από τις γεμάτες χλαπαταγή γούβες των πολιτικών, ευτράπελων αψιμαχιών. Προτιμούμε να μιλάμε εν απουσία επίδοξων διαστρεβλωτών, εκεί που τα λόγια μπορούν να ασκήσουν την ποιητική αμεσότητα τους ουρλιάζοντας καθαρά και ανερυθρίαστα, εξαίροντας χάσματα όσο και αποκλίσεις, πάντα σημαδεύοντας στην κατασκευή νέων. Γι’ αυτό η παρούσα ανακοίνωση προσιδιάζει περισσότερο σε χασμουρητό, απαραίτητο όμως εν είδει χαρακτηρισμού για όσα διαδραματίστηκαν και για όσα μένει να συμβούν με αφορμή τις εξελίξεις στο πολυτεχνείο και ότι οδήγησε σε αυτό.

Εκκινώντας από την ειρωνεία της υπόθεσης, δηλαδή τον κοινό τόπο παρά το πρόδηλο νείκος των δύο αντιμαχώμενων πλευρών, ο οποίος μεθοδικά τους οδήγησε να ανταγωνίζονται για την διαχείρηση της αστικοδημοκρατικής γιορτής. Γιατί, ας μην λησμονούμε πως προϋπόθεση για μια σύγκρουση συμφερόντων αποτελεί η συνάντηση τους σε κοινό τόπο με κοινό διακύβευμα. Κατανοητό αυτό πιστεύουμε. Οπότε ποιό ήταν αυτό το τόσο βαρύτιμο διακύβευμα γύρω από το οποίο οι ποιμένες μαζί με τον σάλαγο των ζωντανών τους συγκρούστηκαν; Φυσικά, το πτώμα μιας εξέγερσης στην οποία αν όντως δεν είχε εκπνεύσει πιθανότατα, αμφότεροι δεν θα είχαν την παραμικρή θέση. Και αυτό διότι η μέρα αυτή ανήκει στο λαό αφήνοντας με αυτή την έννοια να εννοηθεί όλο το εύρος των συνεπειών της, τουτέστιν αυτόματως η μέρα αυτή δεν ανήκει σε αναρχικούς, σε εξεγερμένους, σε εγωιστές, σε αυτόβουλα πρόσωπα, σε ανειρήνευτους πολέμιους της κοινωνίας και της δημοκρατικής χαβούζας. Ανήκει στο λεφούσι, στις αφαιρέσεις, στις παρατάξεις, στα κόμματα, στην τυφλή αγανάκτιση, στα χαυνωμένα τέκνα του θεάματος και της φαινομενικότητας, στο θυμικό της πλέμπας. Ανήκει σε όσους έχουν ανάγκη το μερίδιο τους από τις κυρίαρχες υπερασπιστικές γραμμές που η μεταπολιτευτική δημοκρατία αναδεικνύει από το παρελθόν, προκειμένου να εξασφαλίσουν θέση στο παρόν της. Είτε ως εξεγερμένοι, είτε ως πρωτοπορία, είτε ως μοιρολογίστρες, είτε ως κομματικά σκουπίδια σημασία έχει να κατοχυρωθεί μια θέση στο ψηφιδωτό των διεθέσιμων ιστορικών αφηγήσεων. Αντιθέτως όμως, από πλευράς μας, το πολυτεχνείο βρίσκεται στην δέουσα θέση μαζί με τους πολλαπλούς μνηστήρες του. Στα ερείπια του ιστορικού τέλματος των σύγχρονων κοινωνιών. Και κάθε χρόνο θα συνεισφέρουμε στην στηλίτευση του, ούτως ώστε να ενταφιαστεί βαθύτερα.

Μην έχοντας να διακδικήσουμε το παραμικρό από τον αντιδικτατορικό αγώνα του αγέρωχου ελληνικού φοιτηταριάτου και ευρύτερα του ελληνικού λαού που εξ αρχής αντιτάχθηκε σύσσωμα ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς (γελάει η ιστορία), αποστασιοποιημένοι, επιλέξαμε τη θέση του παρατηρητή, συνεπώς και θέση αποχής από την ανανέωση των εκτιθέμενων γεγονότων προς μαζική κατανάλωση. Αποχή οριστικά από τα κονιορτοποιημένα δίκτυα κυκλοφορίας υποσχέσεων, απαραίτητων αποκλειστικά για την συντήρηση των σύγχρονων συσχετισμών δύναμης και τον εξοβελισμό των ανόθευτων ανατρεπτικών εγχειρημάτων στην αφάνεια. Αποχή συνδεδεμένη στατηγικά με την επισκοπεία του κοινωνικού σώματος προκειμένου να εντοπίσουμε τα σημεία εκείνα σε κατάσταση ολιγορίας και ολικής σύγχησης. Σημεία εμφανή περισσότερο στο ανέκκλητο, ολοκληρωτικό ξεθώριασμα των έωλων, παροδικών αμφισβητήσεων καθώς συγκρούονται στα μεθόρια της συνήθους εφαρμογής τους και της λήθης εξαιτίας της επελαύνουσας ανίας που τόσο πιστά εξυπηρέτησαν. Διότι και η φαινομενική αμφισβήτηση όταν οι συνθήκες για την αναπαραγωγή της αφανίζονται ακόμα και σε μια κοινωνία ερειδόμενη σε περισσεύματα επί περισσευμάτων η ίδια καθίσταται περιττή. Οι κυβερνητικοί φορείς, τα κόμματα, τα εκπαιδευόμενα στα σχολικά έδρανα μούλικα, το ευνουχισμένο, ευκαταφρόνητο φοιτηταριάτο, τα ευτράπελα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι πεφυσιωμένοι κρυφοπατριώτες, τιμητές της ακατάβλητης, δημοκρατικής ελλαδάρας, οι νεκροζώντανοι, υπέργηροι, άλλωτε αγωνιστές ανθοφόροι συνταξιούχοι, όλος αυτός ο συρφετός καταδεικνύει την απουσία φαινομενικής αμφισβήτησης στον θίασο του πολυτεχνείου. Πόσο μάλλον η συνύπαρξη τους υπό την αιγίδα πάντα της πανταχού παρούσας δημοκρατικής αβροφροσύνης και του διασφαλισμένου εξ αυτής βουβού, παρά την ακατάσχετη χλαλοή, διαλόγου. Το εξεγερμένο πολυτεχνείο πέθανε μαζί με το σύστημα και το περιβάλλον που το εξέθρεψε. Ζήτω το διασυρμένο, ευηπόληπτο και δικαιούχο πολυτεχνείο των αγωνιστικών ποπ ασμάτων, των αυχμηρών δακρύων και των τραπεζοστόλιστων, μπογιατισμένων διαδρόμων. Ζήτω όμως και το πολυτεχνείο της ξεδοντιάρικης επαναστατικής επαιτείας, της θλιβερής, νηπιακής καγκελαρίας, της αφοπλισμένης ανατρεπτικής προοπτικής και της στείρας, φαύλης συνθηματολογίας. Το πολυτεχνείο είναι νεκρό, αλλά κάποιοι μη αρκούμενοι στον ενταφιασμό του, θέλησαν να θάψουν μαζί του την ψυχοραγούσα, μα ασίγαστη δυνητική αποστασία.

Οι αναρχικοί δεν έχουν ανάγκη πολυτεχνεία, μήτε αγελαίες δύσοσμες αναθυμιάσεις αγανάκτησης προκειμένου να συγκροτήσουν μια οξεία επιθετική δραστηριότητα. Ιδίως το κουφάρι τους. Το πολυτεχνείο όπως αποτυπώθηκε ευκρινέστατα προηγουμένως ανήκε στην διαμαρτυρόμενη πλέμπα. Καμία εξέγερση το 73 δεν οργανώθηκε γύρω από αναρχικά χαρακτηριστικά θέτοντας σε κίνηση μια συμπαιγνία ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, την εξουσία και τον πολιτισμό. Εκτός βέβαια αν ορισμένοι επιλέγουν συνειδητά τον ρόλο του σε κωμικό βαθμό εθελότυφλου, πιστεύοντας πως το εξεζητημένο πανό δέκα ανθρώπων ”κάτω η εξουσία” εξέφραζε τις προσπάθειες χιλιάδων να πλήξουν ανέξοδα και ατελέσφορα ένα στρατιωτικό καθεστώς. Φυσικά, σύνολη αυτή η κατάσταση απηχεί τους λόγους για τους οποίους σταχυολογείται η επιβράβευση μιας εξέγερσης με άοπλους πολίτες να δέχονται καταιγισμό πυρών ή να εκτοξεύουν τρόφιμα σε άρματα μάχης ως αξιομνημόνευτη και παραδειγματική για τους υπηκόους μιας δημοκρατίας. Διότι ακριβώς αυτό το οργιλό συνονθύλευμα εναντιονώταν διαμέσου ομόλογου ασυνάρτητου τρόπου, πολιτικά σε μία αμφισβητούμενη, κλονιζόμενη κοινωνική πραγματικότητα και όταν αυτή κατέρρευσε, παίρνοντας με την σειρά του την σκυτάλη, χειροτόνησε τους υπερασπιστές του, πένθησε για τους νεκρούς του και επέβαλε τις μεθόδους του. Οι γενναιόφρονες φοιτητές κατόρθωσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στις πολυπόθητες φοιτητικές ζωές της ανεμελιάς επί πίστωση, οι ηγέτες να κατακτήσουν τιμαλφείς θέσεις στον μετέπειτα πολιτικό χάρτη, ο λαός αμείφθηκε για την ευψυχία του με περισσότερα από τριάντα χρόνια τρυφής και καταναλωτικής πλησμονής, η κουλτούρα μυήθηκε ομαλά στην νέα περίοδο του μετανεωτερικού σχετικισμού, του ηδυπαθή ηθικισμού και του κοσμοπολίτικου οπτιμισμού. Οι περισσότεροι βέβαια όσο μηχανικά διαμαρτυρήθηκαν ωσαύτως επέστρεψαν στα σπίτια και τις ζωές τους, συνεχίζοντας να κάνουν τα ίδια ακριβώς πράγματα, ανεπηρρέαστοι από τις μεταβολές και τις ανακατατάξεις στον αποπληκτικό περίγυρω τους. Οι σύγχρονες αναπολήσεις της χρυσής εποχής των χρόνων 67-74 ( τότε που κοιμόμασταν με ανοιχτές τις πόρτες και η εργασία ήταν δεδομένη ) αποκαλύπτουν τι πραγματικά ήταν ικανό ανέκαθεν να διαταράξει την επιφάνεια στο απάνεμο υπαρξιακό τους έλος. Εργασία, κατανάλωση, άνεση, ιδιοκτησία και ακίνδυνες απολαύσεις. Χονδρικά, μαμ, κακά και νάνι. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, με τον κάθε όρο να εμφανίζεται ως η προσήκουσα κατάληξη στην πασίγνωστη, προμετωπίδα  ψωμί-παιδεία-ελευθερία. Οποιαδήποτε, λοιπόν προσπάθεια αναστήλωσης ή και απλής επίκλησης αυτής της εξέγερσης από αναρχικούς συνιστά ανόσια σκύλευση, ειδεχθή καπήλευση και προκλητική σύληση ενός ιερούς μαυσωλείου. Ως τέτοια επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί από τους επίγονους της εν λόγο γενιάς καθώς καλούνται να προασπίσουν τα μοναδικά απαραβίαστα κεκτημένα τους. Τις φθηνές δικαιολογίες της ολοκληρωτικής τους αποστέρησης. Τα επιχειρήματα με τα οποία επισκιάζουν το γεγονός ότι πλέον δεν τους ανήκει τίποτα, ούτε καν το παρελθόν τους.

Το παραδεδεγμένο αυτό αμάλγαμα της εορτάζουσας, αφυούς αγέλης, χρόνια τώρα εγείρει επιθυμίες υποδαύλισης και παρακώλησης του. Υγιές κατ’ εμάς φαινόμενο, αντιπροσωπευτικό των υφιστάμενων διαψεύσεων των ισχυρισμών όσων βεβιασμένα σπεύδουν να διατρανώσουν το απρόσβλητο της πολιτικής ηγεμονείας. Ωστόσο, οι ευκταίες αυτές δολιοφθορές ενάντια σε κάθε αστικό υπερθέαμα, δεν αναμένεται να συμβούν από τους όλβιους απολογητές του στους προνομιακούς χώρους άσκησης του ελέγχου του. Αν κάτι κατάφερε να προμηθεύσει η διαδραματιζόμενη αυτή διαμάχη μεταξύ του φαινομενικά νέου και του πραγματικά παρωχημένου, προς χρήση όσων ικανών να παραγάγουν χρήσιμα για την προοπτική του ξεπεράσματος συμπεράσματα, είναι η ομοιότητα του πεπερασμένου με αυτό που αφειδώς επιμένει να μας ξανασερβίρεται εσαεί ως φάρσα. Κάθε φορά όλο και πιο άνοστη, όλο και πιο αδιάφορη. Κουραστήκαμε όμως να θωρούμε το τραπέζι μας έμφορτο με περιττώματα του παρελθόντος. Η κατανάλωση του κενού και η απονενοημένη αδολεσχία στο εσωτερικό κολοβών σχέσεων ανίκανων να δώσουν έκταση στα μεγαλεπίβολα σχέδια μας, επιστράφηκε στο κατάστημα συνοδευόμενη από τα παράπονα μας και την υπόσχεση να μην ξαναπαραπονεθούμε σε κανέναν για οποιαδήποτε επιλογή μας. Δεν είναι τυχαίο πως εμείς στις 16 του μηνός απουσιάζαμε επιμελώς από τις φιλονικίες της κινηματικής μαγάρας. Απουσιάζαμε, όπως απουσιάζουμε διαρκώς από πάσα διαδικασία αναπαραγωγής των κυρίαρχων αναπαραστάσεων και του αντίστοιχου φλύαρου διαλόγου μεταξύ τους. Απήχαμε ως αναρχικοί μηδενιστές γιατί δεν αναζητούμε σανίδα επιβίωσης στην φουσκοθαλασσιά της ανυπαρξίας όσο βλέπουμε τα ανατρεπτικά εγχειρήματα του παρελθόντος να βυθίζονται μετατρεπόμενα σε τροφή για το αδηφάγο απελπισμένο πλήθος. Όσοι όμως βρέθηκαν εκεί ελπίζουμε με την σειρά τους να γνωρίζουν το γιατί ή τουλάχιστον το πως να αποφύγουν να μας απαντήσουν. Εμείς, απεναντίας, με πλήρη διαύγεια θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τα αίτια της αποστασιοποίησης μας ελπίζοντας πως η απόφαση αυτή θα κατανοηθεί στα δέοντα πλαίσια μιας συνολικότερης πολεμικής στρατηγικής και όχι ως ακόμα μια άκαπνη, εκ του ασφαλούς, λόγια κριτική, ζωτικά εξαρτώμενη από την εμπράγματη απουσία των προαναφερόμενων πολεμικών σχεδιασμών στον ιστορικό χώρο ενόσω αυτός γίνεται έρμαιο των μονοπωλείων της γενικευμένης φλυαρείας.

Η συμπλοκή στο πολυτεχνείο μεταξύ όσων από την μία προσπάθησαν να το φέρουν στα μέτρα τους και όσων από την άλλη αποτυγχάνουν μονίμως να λάβουν το αναμφίλεκτο μα συνάμα ανεπίκαιρο ιστορικό του μέγεθος μας αφήνει αδιάφορους. Εξίσου ατάραχους μας αφήνει και η επελαύνουσα κομμουνιστικοποίηση μερίδας του ας το πούμε χάριν της συνενόησης ”χώρου”, ως απάντηση στην δυσειδή, θεαματική μπαχαλοποίηση του υπολοίπου. Η αδυναμία αμφότερων να κατασκευάσουν σύγχρονες, αμιγώς αναρχικές θεωρήσεις και πρακτικές, αυλακώνεται στα εντεινόμενα, κοινά πεδία σύγκρουσης τους πάνω στα σκέλεθρα του παρελθόντος και των προσφερόμενων ανασκευάσεων του. Οι μεν αποκρίνονται στην κυρίαρχη στειρότητα ανασύροντας προοπτικές μέσα από την αίγλη του επιβλητικού, μυθοποιημένου, κομμουνιστικού μεγαλείου, οι δε λερώνουν το παρελθόν αυτό εγκολπώνοντας το στο τίποτα που εκπροσωπούν, αφαιρώντας του ακόμα και τον μοναδικό ιστορικό του χαρακτήρα. Ο αφοπλισμός του ενός στηρίζεται στην φθείρουσα δραστηριότητα του άλλου. Το παρελθόν επιστρέφει μόνο σαν φάρσα, αφού κάποιος πρότερα το κωμικοποιήσει αλλιώνοντας τα χαρακτηριστικά του. Συμπεραίνουμε, πως ότι μπορούσε να υπάρξει έχει διαδραματιστεί ήδη και ότι υπήρξε ποτέ δεν θα επιστρέψει.  Το αν ορισμένοι λοιπόν, επέλεξαν να εναντιωθούν σε μία κατ’ επίφαση αναρχική κατάληψη συνιστά πάρεργο στο πραγματικό διακύβευμα που δεν είναι άλλο από την συνάντηση τους στον ίδιο αφιλόξενο τόπο, όπου ”ό,τι εμφανίζεται ως πραγματικός βίος, απόκαλύπτεται ως βίος, πλέον αυθεντικά θεαματικός”.

Όσοι έχουν αποτινάξει τις ψευδαισθήσεις περί ύπαρξης ενός συγκροτημένου, ενιαίου, επαναστατικού αναρχικού χώρου, σίγουρα γλίτωσαν μία ακόμα ελεύθερη πτώση από το συννεφάκι της ιδεολογικής αφέλειας. Άλλο τόσο σίγουροι είμαστε πως απήχαν από τα τετριμμένα αστικά μνημόσυνα, τις ανίσχυρες εκδηλώσεις λατρείας του παλιού και τους συμβατικούς θιάσους αναπαράστασης μιας ταριχευμένης εξέγερσης. Ειδάλλως, διαβεβαιώνουμε πως αν παρευρίσκονταν ή σκόπευαν να το κάνουν, δεν θα το έπρατταν με τους ανέμπνευστους, στομώμενους όρους της εύπεπτης επιθετικότητας για την επίθεση. Οι παραλήπτες αυτών των αράδων, οι λίγοι μα αναντικατάστατοι αυτοί άνθρωποι, εμφορούμενοι από την εγγύτητα που αποκλειστικά η απορρέουσα εκ της επιλογής ολικής άρνησης της κραταίας ευτέλειας περηφάνεια, δύναται να ζωογονήσει, διακωνούν ανεπιστρεπτί στους πλατείς ορίζοντες των καταστρεπτικών παθών. Χαράζουν με εργαλεία το αίμα, την απόγνωση και το πείσμα τους το χρονικό εξεγέρσεων ακατάληπτων προς τους θεματοφύλακες των αστικών κηδειόχαρτων. Οι καθημερινές τους βαθύσκιωτες αρνήσεις δεν θα μνημονευτούν από κανένα ενθουσιασμένο κοπάδι ενώ οι ραφιναρισμένες, άπληστες εξεγέρσεις τους αναμένουν με μακροθυμία να βρουν τους προσίδιους χώρους έκφρασης και εκδίπλωσης τους. Χώρους που καμία υστεροφημία δεν πρόκειται να εξασφαλίσουν στους φιλοξενουμένους τους. Χώρους απροσπέλαστους για όσους πλέκουν εγκώμια σε ότι δεν γνώρισαν ευγνωμονώντας το για τις παραχωρούμενες επιφάσεις με την αρωγή των οποίων απελευθερώνονται εκ των ευθυνών να σταθούν κριτικά και ακλόνητα στο σήμερα.

Εν κατακλείδι αντιπροτάσσουμε στις συμπεφωνημένες παρελάσεις της επελαύνουσας αδυναμίας, την μεθοδική και επίπονη διαδικασία συγκρότησης ενός σύγχρονου, επικίνδυνου αναρχικού ρεύματος. Την προσωπική περισυλλογή και την διαπροσωπική ώσμωση των θελήσεων όσων επιδιώκουν να ακολουθήσουν τις σύραγγες του αρνητικού ως την οριστική συντριβή κάθε αξιοπεριφρόνητης σταθεράς. Και μετά πάλι από την αρχή. Ξανά και ξανά παρατηρώντας τις μορφές να μεταβάλλονται και να πάλλονται στους ρυθμούς της δημιουργικής βούλησης μέχρι το άοντο ντα φε της νιότης. Κόντρα στην αποπληκτική ηττοπάθεια του πολιτικού ρεαλισμού και στον αφελή οπτιμισμό της πολιτικής μας ήττας. Αποσείοντας τα άχρηστα βάρη του παρελθόντος, είμαστε ελεύθεροι να ξεχυθούμε στο γόνιμο κενό της απώλειας των χαρτογραφημένων διαδρομών αναζητώντας αυτό που την ελευσή του όλοι αισθάνονται αλλά κανείς δεν τολμά να οραματιστεί και ακόμα περισσότερο να βοηθήσει να έρθει. Να τολμήσουμε να οραματιστούμε. Ατρόμητοι μπροστά στο άγνωστο με μόνη πυξίδα την βεβαιότητα ότι καμία αφήγηση δεν μας εμπεριέχει. Ότι σε κάθε παρελθόν το μόνο πιθανό να βρούμε είναι περισσότερες διαβεβαιώσεις πως αν δεν ενεργήσουμε άμεσα καμία πορεία από εδώ και μπρος δεν θα μας ανήκει. Να επιχειρήσουμε να πιστέψουμε σε αυτά που κανείς άλλος πέρα από εμάς δεν μπορεί να διεκπεραιώσει. Να αγαπήσουμε την εποχή μας μαζί με τα συντρίμμια που μας διαμόρφωσαν και τα θριμματισμένα όνειρα που μας υποσχέθηκαν αλλά και αυτά εν τέλει στερηθήκαμε. Οι εξεγέρσεις πέθαναν μαζί με αυτά τα όνειρα και ευτυχώς τώρα έχουμε την δυνατότητα να τοποθετήσουμε την ίδια την έννοια στην έδρα και αφού την καταδικάσουμε αναλογιζόμενοι ως αναρχικοί την σημερινή αποσπασματικότητα σχετικά με τις δικές μας επιθυμίες, να την επανανοηματοδοτήσουμε και να την στρέψουμε  ενάντια στο σύστημα που πίστεψε ότι τοιουτοτρόπως θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις μας.

Τέλος να αποσαφηνίσουμε πως δεν αρνούμαστε την σχέση μας με το παρελθόν. Την αναγνωρίζουμε και έχουμε πάρει θέση αλλά όχι αυτήν που οι χρηστοι γείτονες και οι αξιότιμοι συμπολίτες μας θα ήθελαν. Αντικρίσαμε κατάματα το παρελθόν μας και την αξιοζήλευτη αίγλη του. Είδαμε μέχρι τα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας. Είδαμε χρόνια πολιτισμένης βαρβαρότητας, ορθολογικού παραλογισμού, υποβάθμισης του ατόμου, λεηλασίας της φύσης, σπίλωσης της ομορφιάς, καταπίεσης του διαφορετικού, πατριαρχικής επιβολής, εμπορευματοποίησης των επιθυμιών, κανονικοποίησης των συμπεριφορών, κωδικοποίησης της τιμωρίας, επιβολής του θυμικού των μαζών, θρησκευτικής καταπίεσης, περιφρόνησης των παθών, περιθωριοποίησης του σώματος, περιχαράκωσης της θέλησης, υπονόμευσης της δύναμης και κακοποίησησης της ζωής. Δεν είδαμε όμως πουθενά σε κανένα πολυτεχνείο παρά απομονωμένα, τυχαία σαν μια εξαίρεση στον κανόνα και διάσκορπα  να αναδεικνύεται μια απόλυτη ρήξη με αυτήν την επονείδιστη διαδρομή που έχει το θράσος να αυτοαποκαλείται πρόοδος. Έχουμε λοιπόν έναν πολύ ισχυρό δεσμό με το παρελθόν αφού εκεί βρήκαμε αμέτρητες ερωτήσεις, οι δικές μας απαντήσεις όμως σε πείσμα των επίσημων και μη συνταγογράφων παραμένουν μια ανοιχτή προοπτική.

Horizontal Mortem

Consumimur Igni – Σύμπραξη για τους σκοπούς της ανάφλεξης.

Το δίκαιο του εγκλεισμού

Κάποιες θέσεις με αφορμή τις πρόσφατες δικαστικές μεθοδεύσεις

1

Δεν είμαι εγώ που υποφέρω· είναι η ζώσα και δυστυχισμένη ανθρωπότητα που ζωγραφίζει πάνω στο συνετό καμβά της ψυχής μου όλα τα δεινά της δικής της ακατάληπτης δυστυχίας.”

Biofilo Panclasta

Η ατάραχη αναπνοή υπό την απειλή της καρμανιόλας του εγκλεισμού θεωρείται είδος πολυτελείας. Ανήκει στους ισοβίτες εντός της πτέρυγας των απομονωμένων ομοιωμάτων. Αρλεκίνοι, δίκαιοι και ίσοι με τους ομοίους τους απολαμβάνουν το προνόμιο της αθωότητας καθηλωμένοι στην μία μεριά της πλάστιγγας του δικαίου εξισορροπώντας την σταθερότητα τους πάνω στο νεκρό βάρος των ενόχων. Η σχέση μεταξύ ενόχων και αθώων συνιστά την ιδιότυπη διαλεκτική του σύγχρονου δικαιικού συστήματος. Εδώ που το δίκαιο εκτελεί την λειτουργία του ως καταδίκη σε χώρους τιμωρίας, σωφρονισμού και ελέγχου. Δικαίωμα της κοινωνίας να απομονώνει τα ”ελαττωματικά” σώματα μηχανικά προκειμένου μέσα από την καταστολή να αναπαράγει την ιδέα μιας ευνουχισμένης ελευθερίας του να καταναλώσεις, να μετακινηθείς, να κάνεις οικογένεια και να επιβιώσεις. Η ελευθερία επιλογής μεταξύ αθωότητας και ενοχής διατηρείται ώστε ο σωφρονισμός να αποκτά το δικαίωμα να φυλακίζει και να τιμωρεί.

2

Η φαινομενική αυτονομία των εργασιακών διαδικασιών, που η πορεία τους μπορεί δήθεν να συναχθεί από την εσωτερική ουσία του αντικειμένου τους, αντιστοιχεί στην φαινομενική ελευθερία των οικονομικών υποκειμένων στην αστική κοινωνία. Αυτά τα υποκείμενα δεν πιστεύουν ότι ενεργούν σύμφωνα με προσωπικές τους αποφάσεις, ενώ ακόμη και στους πιο περίπλοκους υπολογισμούς τους δεν είναι παρά εκφραστές ενός ασύλληπτου στο συνολό του κοινωνικού μηχανισμού.”

Μαξ Χορκχάϊμερ

Στον 21ο αιώνα εντός της κατακερματισμένης κοινωνίας η δικαιοσύνη αποσπάται από τον έλεγχο του πλήθους, ορθολογικοποιείται καταλήγοντας εξειδικευμένη επιστήμη στην διάθεση των επαϊοντων του δικαίου και ολοκληρώνεται ως ουδέτερη διαδικασία λειτουργικής διαχείρισης των ανθρώπινων σημείων. Συνάμα το πλήθος αυτούσιο δικαιώνεται ως αντικείμενο εφόσον η αφομοίωση της γενίκευσης αυτής από τους ίδιους τους φορείς της κρίνεται απαραίτητη για την κανονικοποίηση των θυσιών τους σε ένα υπερβατικό σύστημα ωφελιμιστικής λογικής. Το διακύβευμα είναι πως τόσο οι κατηγορίες όσο και οι προσαπτόμενες ιδιότητες διαφεύγουν προδήλως των κατόχων τους. Αποστερημένοι των ιδιοτήτων τους και κεχωρισμένοι από την δραστηριότητα τους δεν εκπλήσσει κανέναν η υποταγή τους εμπρός σε ένα παρουσιαζόμενο ως δεδομένο κύκλωμα Το ανθρώπινο κοπάδι έχοντας παραιτηθεί οριστικά από οποιαδήποτε έννοια κοινωνικής ύπαρξης και ανθρώπινης συγκρότησης αφήνεται αδιάφορα στον κυκεώνα των μηχανισμών ελέγχου και τιμωρίας. Δεν έχει την δυνατότητα να αντιδράσει σε αυτό αφού είναι το ιδίο όμηρο στην δυαδική λογική ενόχων και αθώων έχοντας διαμορφωθεί μέσα στο αμάγαλμα της αξιακής ισοπέδωσης της μετανεωτερικότητας. Αποστερημένο πλήρως από κάθε προϋπόθεση για την κατασκευή ενός δικαιικού συστήματος φορά εκ περιτροπής τα κουστούμια του έμπορα, του υπάλληλου, του γονέα, του δικαστή μετερχόμενο πάντα το αντικείμενο της δραστηριότητας του απρόσωπα, φορμαλιστικά και μηχανιστικά μοιράζοντας χρόνια στην φυλακή, ξύλο στα παιδιά ή ρέστα στο κατάστημα με τους αναμφισβήτους ρυθμούς που ορίζουν οι διαφορετικοί κλάδοι ειδημόνων. To θεϊκό δίκαιο πλέον επιβάλλεται μέσα από την σιδηρά χειρα της λειτουργικότητας, πέρα από το καλό και το κακό, αχανές, παντοδύναμο και πανταχού παρόν.

3

Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί για τόσο πολύν καιρό, συντηρώντας τις φυλακές, ένα σύστημα κολασμού που έχει κύριο αποτέλεσμα την υποτροπή, αν η εγκληματικότητα δεν ήταν ”χρήσιμη” με τον έναν ή τον άλλον τρόπο;”

Μισέλ Φουκώ

Είναι λάθος να προσεγγίζεται η υπόθεση της Ηριάννας ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής βούλησης ή μιας μηχανορραφίας πολιτικών συνωμοτών. Οι αναχρονιστικές αυτές πεποιθήσεις προαπαιτούν την σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές και αντίρροπες πολικές δυνάμεις ενώ σήμερα συγκρούονται μόνο οι επιδιώξεις των αριβιστών μιας καθαρά θεαματικής σφαίρας, ενυπάρχουσας αποκλειστικά για την τέρψη του τηλεθεάμονος κοινού. Το στερέωμα αυτής της υπερπαραγωγής ανταγωνίζεται σε απήχηση που εκφράζεται διαμέσου της κοινωνίας των memes, των ιντερνετικών αστείων, των υποχρεωτικών viral, της πρωτοτυπίας σε ανοησία και της προκλητκής για κάθε αισθητική ξεφτίλας, τα πρόσωπα του κίτρινού τύπου που συναπάρτιζαν και μονοπωλούσαν έως σήμερα το περιεχόμενο αυτών των ψευδοχώρων μη-επικοινωνίας. Οι δικαστικές αυθαιρεσίες σήμερα όταν αυτές συμβαίνουν δεν κινητροδοτούνται από συγκρούσεις διαφορετικών αντιλήψεων και μεγάλων σκοπών αλλά από τις φιλοδοξίες και το όφελος ταρτούφων της επαγγελματικής πολιτικής. Στο δεδομένο κλίμα οι παρατυπίες προσιδιάζουν απόλυτα στον υποδόρια προωθούμενο τύπο μιας κριτικής οπισθοδρόμισης η οποία τείνει να γίνει κομμάτι του καθημερινού έθους. Συνεπώς, κάθε νομική εξαίρεση υφίσταται για να επιβεβαιώνει τον παραδεδεγμένο κανόνα. Νόμος είναι το δίκαιο του εγκλεισμού και δίκαιο του εγκλεισμού είναι η επιβολή του ενός και μοναδικού του νόμου. Στο περιθώριο υπάρχουν απλά άνθρωποι αθώοι ή ένοχοι αλλά αμφότεροι καταδικασμένοι στην εμβαλλόμενη από την ανάπτυξη της βιοπολιτικής ιεροεξεταστικής αθλιότητας.

4

Όποιος δεν μπορεί πια να πάρει κάποια θέση, επειδή όλοι οι άνθρωποι έχουν κατ’ ανάγκη δίκιο και άδικο, επειδή τα πάντα είναι δικαιωμένα και συνάμα παράλογα, αυτός πρέπει να παραιτηθεί από το όνομα του, να ποδοπατήσει την ταυτότητα του και να ξαναρχίσει μια νέα ζωή μέσα στην απάθεια ή την απελπσία.”

Εμίλ Σιοράν

Στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης και σωφρονισμού οριστικοποιείται η πλέον ακραία ιστορικά απανθρωποποίηση της καταστολής. Σε αντίθεση με προγενέστερες εποχές, όταν οι εξαπολυμένες ενάντια στον ένοχο βαρβαρότητες και θηριωδίες είχαν μία συνειδητή κατεύθυνση και γήινο νόημα, το υπάρχον νομικό σύστημα εξολοθρεύει βάσει της ισχύουσας εξισωτικής λογικής του δημοσίου. Καταδικαζόμαστε βάσει του τι θα μπορούσαμε να είμαστε ώστε να στεκόμαστε ευγνώμονες για το τι μας κάνανε να είμαστε. Τιμωρούμαστε αναλόγως τις ανάγκες της διαχείρισης του υποβιβασμένου σε εργατικό δυναμικό αξιοθρήνητου ανθρώπινου πλεονάσματος, ενδεείς επαγγελματίες, εναλλάξιμοι και συγκρίσιμοι σε αλλότριους χώρους και αποικιοποιημένους χρόνους. Πειθαρχούμε προκειμένου το τρεμάμενο κοινωνικό τερατούργημα να πειθαρχήσει στις αβροδίαιτες ορέξεις μας μολονότι πληρώνουμε κάθε του τραύμα με αίμα δικό μας ή των μέχρι τότε ευγενών συμπολιτών μας. Οι Εβραίοι στα ναζιστικά καθαρτήρια έφεραν ως στίγμα μια απαγορευμένη ταυτότητα με τα βασανιστήρια να κατοπτρίζουν το βεληνεκές του άγους τους. Ηταν υποχρεωμένοι να αποδεχτούν ψυχοραγώντας αγόγγυστα την ιδιάζουσα μοίρα που του επιφύλλασσε το δίκαιο της εποχής, της περιοχής και των εσωτερικευμένων με βία αμαρτιών τους. Ο πόνος της διάψευσης, τα δάκρυα της στέρησης, το παράπονο για τις χαμένες προσδοκίες και το ακατάβλητο πάθος για επικράτηση της δικαιοσύνης προυποθέτει έναν συντονισμό των ενστίκτων ανεπίτευχτο στον λαβύρινθο των κοινωνικών ρόλων και των νεκρών προτύπων. Συνιστούν ένδοξα χαρακτηριστικά αναρριγόμενων από πάθη πνευμάτων και διαχωρίζουν τα έμβια από την αδράνή ύλη του πλήθους. Οι ώρες της συμφοράς και των σπασμών κάτω από τις γκρεμισμένες αξιώσεις μας είναι ότι βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα σε μας και τους υπόλοιπους. Για τι υποφέρετε όμως πλέον άνθρωποι; Τυχεροί όσοι προλαβαίνουν να βρουν μια κινηματογραφική απάντηση στο ναυλοχούν ίσως στο επόμενο στενό μαρτύριο.

5

Το θέαμα απαντά στο αυξανόμενο ανικανοποίητο με την τάση του για χαμηλότερο κοινό παρανομαστή ομοιομορφίας διαφοροποιώντας τον εαυτό του. Το θέαμα πρέπει αντιφατικά να είναι όλα τα πράγματα για όλους τους ανθρώπους ατομικά και ταυτόχρονα να επιβεβαιώνεται ως η απλή, αποκλειστική ενωτική τους αρχή.”

De Bello Civili

Στα χνάρια του δικαίου βαδίζουν όμως και οι ψευδείς επικριτές του. Οι θιασώτες της πολιτικής σαπουνόφουσκας και των συντεχνιακών αδολεσχιών αναζητούν στις πολλαπλές ιδεολογικές καμπάνιες τους υπεραξία και εξασφάλιση των κεκτημένων τους. Εξίσου υπόλογοι στην χρεία της διατήρησης και αναπαραγωγής ατελέσφορων δραστηριοτήτων μεταχειρίζονται τα δρώμενα με ιδεοληπτική απρέπεια καθώς ιδρώνουν να ισχυροποιήσουν τους εχθρούς τους τοποθετώντας τους πίσω από οποιοδήποτε γεγονός προκειμένου να διασώθουν οι ίδιοι στον τυφώνα των διαρκώς ανανεωούμενων ψευδών αμφισβητήσεων. Το χειρότερο είναι πως ομοίως με όλες τις προτερόχρονες εποχιακές αμφισβητήσεις κληρονομούν το μοναδικό στοιχείο που πίσω από την οργανωμένη φαινομενικότητα αποκαλύπτει την ταυτότητα τους. Το ξεθώριασμα του σκοπού χάριν της διαδικασίας. Έτσι τα συμπεράσματα παράγονται ως φτιασίδωμα για το αποπλανημένο λεφούσι και όχι για την ριζοσπαστική κριτική της παρούσας κοινωνικής ύπαρξης. Η θεωρία τους καταλήγει να ταυτίζεται απόλυτα με την πρακτική των δικαστών αφού αντικαθιστώντας τον ένοχο με τον εχθρό ολοκληρώνουν την ίδια λειτουργική κίνηση υπό τα απαραβίαστα πλαίσια της κυρίαρχης προσταγής να πράττεις δίχως να βούλεσαι. Στον αντίποδα οφείλουμε να συνυπολογίζουμε πως η θεωρία των δικαστών συμπληρώνει την πρακτική, μανιχαϊστική απονομή δικαίου των επαναστατών χωρίς επαναστατική θεωρία. Αυτή είναι η νέα ενότητα θεωρίας και πράξης στον ανεστραμμένο κόσμο του θεάματος.

6

Τι είναι ευγενές; Η πεποίθηση ότι έχει κανείς υποχρεώσεις μόνο προς τους ίσους/ομοίους του, ότι προς τους άλλους δρα όπως νομίζει καλύτερα: Ότι μπορεί κανείς να ελπίζει στην δικαιοσύνη μόνο inter pares.”

Φρίντριχ Νίτσε

Όποιος επιλέγει την σήμερον να αγορεύει υπέρ το δικαίωμα ανθρώπων να είναι αθώοι, να περιδιαβαίνουν ψωνίζοντας ή σπουδάζοντας δίπλα στα κολαστήρια του κορυδαλού, συμπαρατάσσεται ή ακριβέστερα ταυτίζεται με όλες τις τελεσίδικες αποφάσεις του υπάρχοντος κόσμου. Δίκαιο μας δεν μπορεί να είναι παρά αυτό της ατομικής εξέγερσης, των αλαφιασμένων νιάτων και της ορμητικής μανίας για ζωή. Της ίδιας της απαραβίαστης αθωότητας του κόσμου που ζει, πεθαίνει και αποτιμάται κάθε στιγμή σαν ένα μοναδικό και αναντικατάστατο γεγονός. Όλοι εσείς, οι επίδοξοι δικαστές, οι τυβενοφόροι εκτιμητές δίχως τιμή, οι αξιολογητές δίχως αξίες, οι ισόβιοι απολογητές ενός δικαιικού συστήματος που υπερβαίνει την τελματωμένη κριτική σας έχετε ήδη ανεπιστρεπτί κριθεί ένοχοι των ίδιων των απρόσωπων επιλογών σας. Δράμα δικό σας και ψυχαγωγία δικιά μας οι στιγμές της απολογίας σας για αυτές. Όσο για τους εξευγενισμένους υποστηρικτές των μεσοβέζικων αποφάνσεων περί αθωώτητας, δικαίου και εγκλεισμού θα απαντούσαμε στα τσακίδια αλλά η ίδια η εκτατική ανία και η αδυναμία τους να προσεγγίσουν έστω και ένα νανόμετρο την ουσία μιας ριζικής αποτίμησης του κόσμου χουγιάζει πιο αισθητά από τις προτροπές μας.

Το δίκαιο δεν είναι κάτι που επιβάλλεται αλλά αντιθέτως κάτι που επικοινωνείται και συγχρονίζει. Δεν επιθυμούμε και δεν θα μπορούσαμε να αποδόσουμε κανένα δίκαιο σε άτομα με διαφορετικές αξίες γι αυτό εναντιωνόμαστε ριζικά σε κάθε έννοια κοινωνικού δικαίου όπως και σε οποιαδήποτε προσπάθεια ορθολογικοποίησης του. Με όσους βολεύονται ή συμβιβάζονται με την δικαιοσύνη της καθολικής λογικής αναγκαιότητας, της κοινωνικής κατηγορικής προσταγής και της ιδιότυπης ηθικής του εγκλεισμού που την συντροφεύει η επικοινωνία θα παραμείνει αδύνατη. Γιατί η εφαρμογή του δικαίου μας ανοίγει χάσματα αντί για κελιά.

Σύμπραξη Αναρχικών – Consumimur Igni
Horizontal Mortem