Massimo Passamani – Τίποτα δεν έχω να προσφέρω

Θεωρώ πως, έως τώρα, είναι αρκετά προφανές πως έννοιες όπως μαχητικότητα και προπαγάνδα υπαινίσσονται έναν διαχωρισμό μεταξύ των ιδεών κάποιου και της καθημερινής του ζωής. Εκτός της επαίσχυντης εγγύτητάς του με τη στρατιωτική ορολογία, ο όρος “μάχιμος” παρέχει την εντύπωση μιας δισυπόστατης δραστηριότητας, μιας δημόσιας -ή και ανώνυμης- αυτοαναφορικής ενδυμασίας, εν είδη υποδείγματος επιβεβλημένης και επιτυχημένης θυσίας. Να “προπαγανδίζεις” σημαίνει να διαμορφώνεις συναινέση (η περιώνυμη πάλη για να προσηλυτίσεις τους ανθρώπους στην ιδέα). Για να το επαναλάβουμε με 10 λέξεις: Σημαίνει μετατροπή του εαυτού σου και άλλων σε μέσα επίτευξης ενός Τέλους, σε δεσμούς ενότητας με τον Σκοπό.

Τώρα, εφόσον δομείται μια νέα και ακόμη πιο δεσποτική ιδεολογία από την κριτική της ιδεολογίας, κανείς δεν απορεί με την αδυναμία των μαχητών και των προπαγανδιστών να βρουν απήχηση. Είναι πρόδηλο πως η εν λόγω διαδεδομένη “εχθρότητα” δεν είναι πρόθυμη να συγκεράσει τις ιδέες με τη ζωή εντός της. Αντιθέτως, συνιστά συνήθως το αποτέλεσμα της οριστικής επισφράγισης του άνωθεν διαχωρισμού.

Ακόμα και μεταξύ των αναρχικών, οι ψευδείς αντιθέσεις καταλήγουν να συσκοτίζουν το τοπίο.

Η αποκήρυξη της εξέγερσης και του ρίσκου στον πειραματισμό και τη δράση είναι που υποβόσκουν συνήθως πίσω από την άρνηση της μαχητικότητας και της πολιτικής. Άπλετη φλυαρία γύρω από τον πειραματισμό, μα οι “ζωντανοί” αναπαράγουν σε ό,τι αποκαλούν “καθημερινή ζωή” τη θρησκευτική ευσέβεια που τόσοι εξ αυτών διατείνονται πως απεχθάνονται. Όταν ένα εγχείρημα απαιτεί υπέρμετρη δέσμευση, όταν δεν εμφανίζονται αποτελέσματα, όταν είναι πολλά αυτά που διακυβεύονυαι, μπα, είναι όλα πολιτικαντισμός και προπαγάνδα. Καλύτερα να επιστρέψουμε στις συνηθισμένες μας πρακτικές (με μόνο πείραμα την μέθοδο του να επαναλαμβανόμαστε) στους χώρους μας και τις σχέσεις μας. Στην τελική δεν αληθεύει πως όλα αξίζει να καταστραφούν.

Ναι, ξέρω πως ανέκαθεν όσοι μιλούσαν για αλλαγή του κόσμου παρέλειπαν ν’ αλλάξουν ό,τι είναι πραγματικά σημαντικό: τη ζωή τους. Μα θα μπορούσε αυτό το έντονο και θελκτικό προαίσθημα να εκπέσει σε κοινοτοπία στην υπηρεσία μιας μεταμφιεσμένης παραίτησης; Και τότε, είναι πραγματικά εφικτό να ανακτήσουμε τις ζωές μας δίχως συνάμα να πειραματιζόμαστε με την κατεδάφιση αυτού του κόσμου; Το να επικαλούμαστε ένα Πριν και ένα Μετά σημαίνει πως αποδεχόμαστε τις εύκολες λύσεις που πάντα μας προσφέρονταν.

Παραδόξως, οι θλιβερές κυριακάτικες μοιρολογίστρες, οι επηρμένοι προφήτες της μεγάλης μέρας, είναι οι πρώτοι που θα μιλήσουν για το “εδώ και τώρα”. Αλλά το εδώ και τώρα το οποίο αναφέρουν στις ιστορίες τους δεν ταυτίζεται με το “όλα στο σήμερα” που λυσσομανά να πυρπολήσει όλες τις επισχέσεις και τους υπολογισμούς · είναι ένα ασήμαντο προϊόν του προοδευτισμού και της μαλθακότητας. Και τολμούν να μιλούν για αλλαγή της ζωής. Δύσμοιρε Ρεμπώ.

Δε σχεδίαζα όμως να μιλήσω περί αυτού. Θα επανέλθω για το συγκεκριμένο θέμα κάποια άλλη στιγμή μελλοντικά.

Αντ’ αυτού, θα επιθυμούσα να προβληματιστώ σχετικά με την δυνατότητα να τεθεί ένα τέλος στην λογική της προσκόλλησης.

Δεν είναι σπάνιο κάποιος ν’ ακούσει πως στους αναρχικούς κύκλους κανένας δεν αποβλέπει στον προσεταιρισμό άλλων, πως κανείς δεν ενδιαφέρεται να συσπειρώσει ακολουθητές. Αλλά συμβαίνει πραγματικά αυτό; Μήπως αποζητάται η συγκατάβαση ακόμα και με διαφορετικούς τρόπους; Επί παραδείγματι, δεν είθισται η “συνέπεια” ν’ αποτελεί μία μέθοδο να εμφανιστεί κάποιος ως “αξιόπιστος”;

Πιστεύω πως είναι εφικτό κάποια να εκφράσει τις ιδέες της και να δραστηριοποιηθεί δίχως να εγκλωβίζεται στις αλυσίδες της προσκόλλησης. Σημαντικό είναι διαδοθεί η αποφασιστικότητα κάποιου να κρίνει για τον εαυτό του και να δρα κατά συνέπεια, όχι ο ρόλος του. Ωστόσο, εμείς εξακολουθούμε σποραδικά να ισχυριζόμαστε πως συγκεκριμένες δράσεις απομακρύνουν “τον κόσμο” από ‘μάς. Εγώ θεωρώ πως αν κάποιος διακρίνει μια αντίφαση μεταξύ του τι λέω και τι πράττω, με την προϋπόθεση πως ενστερνίζεται τις αντιλήψεις μου, τότε ο ίδιος έχει την ευθύνη να λειτουργήσει διαφορετικά και “καλύτερα”. Στην περίπτωση που κάποια χάσει την πίστη της σ’ εμένα, θα λυπηθώ, κι αν λυπηθώ θά ‘ναι για την απώλεια της εμπιστοσύνης της και όχι γιατί αυτό ενδεχομένως θα ζημιώσει την αξιοπιστία των ιδεών που εκπροσωπώ. Όταν η ενότητα μεταξύ θεωρίας και πράξης κατευθύνεται στην απόσπαση αποδοχής, τότε πάντα αλλοτριώνεται. Τι αξία έχει να αυτοανακυρηχθεί κάποιος αναρχικός επειδή γνωρίζει για τη “συνεκτικότητα” των αναρχικών κι επιθυμεί να τους μιμηθεί;

Οι ιδέες δε γίνεται ν’ απομονωθούν από τους φορείς τους. Αλλά η ενότητα θεωρίας και δράσης ενός ατόμου δε θα έπρεπε να μετατρέπεται σε παράδειγμα για κάποιο άλλο. Πώς να το θέσω: Επιθυμώ να μεταφέρω τις ιδέες μου από τη θεωρία στην πράξη, αλλά για τον εαυτό μου, όχι αποβλέποντας στην μετάδοση των ιδεών μου σε άλλους.

Στην καλύτερη περίπτωση, ο “κόσμος” έχει συνηθίσει να προσλαμβάνει τις αναρχικές αντιλήψεις εν είδει προτάγματος με το οποίο καλείται να συμφωνήσει ή όχι. Αυτή η στάση οφείλει να θρυμματιστεί. Αυτό σημαίνει να μη ζητιανεύουμε αποδοχή προκειμένου να καταστρέψουμε τη διαμεσολάβηση, την αντιπροσώπευση και την εξουσία (που οφείλουμε να παραδεχτούμε πως πρόκειται για την αναζήτηση αποδοχής αυτούσια), αλλά, απεναντίας, να αρνηθούμε τον εκβιασμό της. Δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε – και αυτό μας διαφοροποιεί.

Εντούτοις, συχνά εμφανίζεται μία σύγχυση μεταξύ της σαφήνειας των επιλογών κάποιου και της επικοινώνησής τους σε άλλους. Ενδιαφέρομαι να μοιραστώ τις ιδέες μου με άλλους, και μάλιστα με έναν κατάλληλο τρόπο ώστε να γίνουν καταληπτές. Αλλά το γεγονός πως τις καταλαβαίνουν δε συνεπάγεται πως συμφωνούν μαζί τους. Μπορεί να φαίνομαι κοινότοπος αλλά δεν είμαι. Πόσες φορές παρατηρούμε κάποιον να μιλά και να δρα με τέτοιον τρόπο ώστε οι άλλοι να συμφωνούν μαζί του, αλλά όχι ώστε να προσπαθεί να καταστήσει σαφείς και διακριτές τις αντιλήψεις και τις πράξεις του (μολονότι είμαι ο πρώτος έμφορτος με αμφιβολίες σχετικά με την έννοια της σαφήνειας);

Συνήθως, όσοι απαυδούν με την αναζήτηση οποιασδήποτε συγκατάνευσης, εγκαταλείπουν τη διάδοση και τη διάχυση των αντιλήψεών τους. Αλλά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ορθώνουν μιαν άμυνα. Αντιθέτως, πιο επικίνδυνο είναι να επιμείνεις πεισματικά να εκφράζεις τον εαυτό σου και παράλληλα να μην προσκολλάσαι σε κάποιον άλλο (ή σε μία όμαδα). Οι προσκολλήσεις χρειάζεται να παγιοποιηθούν και να προστατευθούν (προς θεού, τα είδωλα!!), και αυτό καταλήγει να κονιορτοποιεί τη σκέψη και να σχηματοποιεί την δράση. Η αναζήτηση συγκατάθεσης (με τις χίλιες της μορφές) συνεπάγεται την προσαρμογή κάποιου στο επίπεδο όσων αποζητά την αποδοχή τους. Τοιουτοτρόπως, μετατρέπεται σ’ ένα κακοφτιαγμένο προϊόν για τους άλλους.

Συνεχίζουν όμως να μου λένε πως η αλλαγή είναι εφικτή μόνο μαζί με άλλους. Και είναι αλήθεια. Μόνο που αυτό το “μαζί”, για ‘μένα μεταφράζεται σε “η καθεμιά για τον εαυτό της”. Αναζητώ συνεργούς, όχι κοπάδια. Ειδάλλως, το μοναδικό που θα μοιραστούμε είναι η σκλαβιά.

Πηγή: More much more, συλλογή κειμένων του Ιταλού Αναρχοατομικιστή Massimo Passamani.

Μετάφραση: Consumimur Igni

Massimo Passamani – Σώμα και Εξέγερση

Σύνολη η ιστορία του δυτικού πολιτισμού δύναται να αναγνωσθεί ως μία συστηματική απόπειρα αποκλεισμού και απομόνωσης του σώματος. Από τον Πλάτωνα και ύστερα, αυτό, έχει ερμηνευθεί ανά διαφορετικές περιόδους ως παραφροσύνη απαραίτητο να ελεγχθεί, ως παρόρμηση για να κατασταλεί, ως εργατική δύναμη να κατανεμηθεί ή ως ασυνείδητο ώστε να ψυχαναληθεί.

Ο Πλατωνικός διαχωρισμός μεταξύ σώματος και πνεύματος, εφαρμοσμένος πάνω στην απόλυτη υπεροχή του τελευταίου (το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής) πλαισιώνει ακόμα και τις φαινομενικά ριζοσπαστικότερες μορφές σκέψης.

Αυτή η θέση υποστηρίζεται από πολυάριθμα φιλοσοφικά γραπτά, από όλα ίσως με εξαίρεση όσα θεωρούνται ακόμα εξωγήινα στην ανθυγιεινή ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων. Η ανάγνωση του Νίτσε και συγγραφέων όπως η Χάνα Άρεντ βρήκε την προσήκουσα σχολαστική συστηματοποίηση της (φαινομενολογική ψυχολογία, ιδέα της πολλαπλότητας). Εντούτοις, και μάλλον εξαιτίας των παραπάνω δεν πιστεύω πως το εν λόγω πρόβλημα οι επιπτώσεις του οποίου είναι αναρίθμητες και συναρπαστικές, έχει εξεταστεί σε βάθος.

Εξάλλου, μία πλήρης απελευθέρωση των ατόμων συνεπάγεται μία εξίσου εκ βάθρων ανασκευή της σύλληψης του σώματος, των εκδηλώσεων και των συσχετισμών του.

Ένεκα μιας σφυρηλατημένης χριστιανικής κληρονομιάς, οδηγούμαστε να πιστεύουμε πως η κυριαρχία ελέγχει και αλλοτριώνει ένα κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης δίχως ωστόσο να πλήττει την ενδότερη ουσία της (και υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν σχετικά με την διάκριση μεταξύ της υποτιθέμενης εσωτερικής ουσίας και των εξωτερικών συσχετισμών). Ασφαλώς, οι καπιταλιστικές σχέσεις και οι κρατικές επιταγές μολύνουν την ζωή, αλλά θεωρούμε πως οι οπτικές και η αντίληψη για τον εαυτό μας και τον κόσμο παραμένουν άθικτες. Οπότε ακόμα και όταν οραματιζόμαστε μία ριζική ρήξη με το υπάρχον είμαστε βέβαιοι πως το σώμα μας, όπως το συλλαμβάνουμε στο παρόν θα την πραγματοποιήσει.

Απεναντίας, εγώ πιστεύω πως το σώμα μας έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται έναν ασύγκριτο ακρωτηριασμό. Και αυτό δεν συμβαίνει αποκλειστικά εξαιτίας πρόδηλων μορφών ελέγχου και αποξένωσης χορηγούμενους από την τεχνολογία (ότι τα σώματα έχουν υποβαθμιστεί σε δεξαμενές απομονωμένων οργάνων διαφαίνεται ανάγλυφα στον θρίαμβο της επιστήμης των μεταμοσχεύσεων, η οποία αποτυπώνεται με τον ύπουλο ευφημισμό ως το ”σύνορο της ιατρικής”. Αλλά για μένα η πραγματικότητα μοιάζει πολύ χειρότερη από το πως οι φαρμακευτικές εικασίες και η δικτατορία των γιατρών ως ένα ξέχωρο και πανίσχυρο σώμα την περιγράφουν). Το φαγητό που τρώμε, ο αέρας που αναπνέουμε και οι καθημερινές μας σχέσεις έχουν στομώσει τις αισθήσεις μας. Οι ανούσιες εργασίες, η επιτηδευμένη κοινωνικότητα και η οδυνηρή ασημαντότητα των καθημερινών φλυαριών μας καταβάλουν το πνεύμα αλλά και το σώμα αφού ουδείς διαχωρισμός δεν είναι εφικτός μεταξύ τους.

Η πειθήνια υπακοή στον νόμο και τα κατασταλτικά δίκτυα οριοθέτησης των επιθυμιών, η αιχμαλωσία των οποίων τις μετατρέπει σε οδυνηρά φαντάσματα του πρώην εαυτού τους αποδυναμώνουν τον οργανισμό με τον ίδιο τρόπο όπως η ρύπανση ή η υποχρεωτική φαρμακευτική αγωγή.

”Η ηθική είναι σημάδι εξάντλησης”, έγραφε ο Νίτσε.

Προκειμένου να ανακτήσει κάποιος την ζωή του, η προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί συνεπάγεται έναν μετασχηματισμό των αισθήσεων αντίστοιχο των ιδεών και των σχέσεων.

Προσφάτως, κατέληξα να αντιλαμβάνομαι την ομορφιά, ακόμα και φυσιογνωμική, ανθρώπων που μου φαινόντουσαν προηγουμένως εντελώς αδιάφοροι ή ασήμαντοι. Όταν εξυψώνεις την ζωή σου και δοκιμάζεις τον εαυτό σου σε μία ενδεχόμενη εξέγερση παρέα με κάποιον, διακρίνεις στους συντρόφους σου όμορφες, ελκυστικές ατομικότητες αντί για θλιμμένα πρόσωπα και σώματα αποστερημένα της λάμψης τους στους λαβύρινθους της ρουτίνας και των εξαναγκασμών. Πιστεύω πως οι άνθρωποι κυριολεκτικά γίνονται όμορφοι (και όχι επειδή απλά εγώ τους παρατηρώ έτσι) όταν εκδηλώνουν τις επιθυμίες τους και ζουν έμπρακτα τις ιδέες τους.

Η ηθική αποφασιστικότητα κάποιου που περιφρονεί και επιτίθεται στις δομές της εξουσίας είναι μία θέση αντίληψης, μια στιγμή που κάποιος γεύεται την ομορφιά των συντρόφων του παράλληλα με την μιζέρια των υποχρεώσεων και των επιταγών. ”Εξεγείρομαι άρα υπάρχω”, είναι μία φράση του Καμύ που ποτέ δεν σταματά να με γοητεύει αφού ακόμα και μόνο ένας λόγος για να ζήσεις αρκεί και με το παραπάνω.

Απέναντι σε έναν κόσμο που παρουσιάζει τα ήθη ως αποκλειστικό πεδίο της κυριαρχίας και του νόμου, αντιπροτείνω πως δεν υφίσταται ηθική διάσταση εκτός της εξέγερσης, του ρίσκου και του ονείρου. Η συνθήκη της επιβίωσης στην οποία περιοριζόμαστε είναι αδικαιολόγητη επειδή αποκτηνώνει και ασχημαίνει.

Μόνο ένα διαφορετικό σώμα δύναται να κατανοήσει αυτήν την διευρυμένη έποψη μιας ζωής ανοιχτής στις επιθυμίες και την αμοιβαιότητα και μονάχα μια προσπάθεια με σκοπό την ομορφιά και το άγνωστο είναι ικανή να απελευθερώσει τα θωρακισμένα σώματά μας.

Massimo Passamani

Πηγή: More, much more – Μπροσούρα με κείμενα του Ιταλού εξεγερσιακού αναρχικού Massimo Passamani

Μετάφραση: Consumimur Igni