Αφισάκι – Φόρος τιμής για τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης

Η στιγμή της εκτόνωσης, του ξεσπάσματος, εμπεριέχει μιαν αίσθηση αναντικατάστατη. Ένα πολύτιμο βίωμα γνωστό σε όσους ανθρώπους κλήθηκαν να υπομείνουν εξευτελισμούς, μαρτύρια, τον αβάσταχτο πόνο της ανημποριάς, της αδυναμίας να αναχαιτήσεις μία εχθρική υπέρτερη δύναμη. Αυτές τις στιγμές σφίγγεις την πληγωμένη υπόληψή σου στις χούφτες σου, όπως τη φωτογραφία ενός αγαπημένου νεκρού, τα δόντια σου ραγίζουν από τον χείμαρρο αναθεματισμών που αγωνιά να ξεχυθεί. Κηλιδώνοντας ό,τι βάρβαρα σε καθιστά αόρατο, βρίσκεις προσωρινό καταφύγιο στις μύχιες σκέψεις και τα υποχρεωμένα να σιγάσουν συναισθήματα, αναπαράγοντας μια μονάχα φράση: “Δε θα ξεχάσω”. Και όποιος δεν ξεχνά, δεν αφανίζεται. Συνεχίζει να υποβόσκει, μέχρι τη στιγμή της θυελλώδους επανεμφάνισης. Μέχρι το επόμενο ξέσπασμα. Και τότε όλα διατρανώνουν θριαμβευτικά μιαν ακλόνητη πεποίθηση: Πάντα είμαστε εδώ · ήμασταν, είμαστε και θα συνεχίσουμε να πολεμάμε για να είμαστε.

Όσο μεγαλύτερη η αποφασιστικότητα με την οποία οχυρώνεται το εξεγερμένο πρόσωπο στα χαρακώματα της μνήμης, τόσο πιο συνταρακτικό το αποτέλεσμα της επανεμφάνισής του στον αισθητό κόσμο, σε πείσμα όσων επιδίωκαν την εξάλειψή του. Εκείνο το όμορφο βράδυ στη Νέα Σμύρνη θύμισε μέρες και νύχτες γλυκιές κι αγριεμένες, αυθεντικές κι επιβλητικές, πύρινες και κολασμένες. Ακόμα περισσότερο θύμισε πως, αν οργανωθούμε και πιστέψουμε στις επαναστατικές μας δυνάμεις, μπορούμε να επιτύχουμε τα πάντα. Κυκλοφορούμε το παρόν αφισάκι ως μια απειροελάχιστη συμβολή στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και στη σύνδεση του νήματος των στιγμιοτύπων του κοινωνικού πολέμου. Στιγμιότυπα ενδεδειγμένα προκειμένου να μοιραστούμε το τι μας πνίγει, τι εχθρευόμαστε · προκειμένου ν’ αφήσουμε μια δέσμευση και μιαν υπόσχεση για μια συνεπή και αξιοπρεπή συνέχεια.

Να αναζητήσουμε το δικό μας “βορειοδυτικό πέρασμα”, από τη συγκράτηση στο ξέσπασμα, και από το ξέσπασμα στην οργανωμένη συστηματική παρουσία.

Δεν ξεχνάμε τους ανθρώπους που προφυλακίστηκαν έκτοτε, κατηγορούμενοι για την επίθεση στο κατασταλτικό σακί σάρκας και (χυμένου) αίματος. Άμεση αποφυλάκιση των αιχμαλώτων της Νέας Σμύρνης.

Δεν ξεχνάμε τους βασανισμούς των εξεγερμένων στους δρόμους και στα κρατητήρια, ως μια απόπειρα των μπασκίνων να ανακτήσουν λίγο απ’ το πληγωμένο τους γόητρο. Μόνη απάντηση: Η συνέχιση της επιθετικής πρακτικής.

Consumimur Igni – Συμβούλιο για τη διατήρηση της μνήμης

Μήνυμα προς κάθε ανθρώπινο σκουπίδι που φορά τη ρουφιανοστολή: Ποτέ σου μην ξεχάσεις το βλέμμα του συναδέλφου σου όταν βρισκόταν οριζοντιωμένος στην άσφαλτο της Νέας Σμύρνης. Ποτέ σου μην τον ξεχάσεις, όπως τον “ξέχασαν” πίσω οι συνάδελφοί του. Αυτή είναι η ουσία σας κάτω απ’ τη στολή και τη φαινομενική παντοδυναμία σας, είστε ευάλωτα και δειλά ανθρωπάρια, πρώτη γραμμή της πολεμικής μηχανής ενός κόσμου ηθικά και αξιακά ξεπεσμένου, που θα πέσει όπως ο “συνάδελφος” αν πολλαπλασιαστούν τα παραδείγματα των ανθρώπων που αντιστέκονται και παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.

«Καμία θλίψη δεν αξίζει για τα φέρετρα που θ’ αρχίσουν να παρελαύνουν. Οι αστυνομικοί δεν έχουν ούτε όνομα, ούτε ηλικία, έχουν απλώς το βαθμό και τον υπηρεσιακό τους αριθμό. Γι’ αυτό, όπως και τα ντόνατς που τρώνε, έτσι κι αυτοί δεν είναι “ωραίοι” χωρίς μια τρύπα στη μέση.» – ΣΕΧΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ

Τσακίστε τους όπου τους βρίσκετε – Κείμενο και αφίσα ενάντια στον κατασταλτικό μηχανισμό

Τσάκισε τους μπάτσους όπου τους συναντάς.
Δεν έχει σημασία να ξέρεις τον λόγο, τον ξέρουν αυτοί.

Δυστυχώς, όμως, οι αποκτηνωμένοι υποτακτικοί της καπιταλιστικής αυτοκρατορίας δε γαλουχούνται να κατανοούν και να διαπιστώνουν ό,τι δε σχετίζεται άμεσα με την ταυτοποίηση υπόπτων και την εξόντωση παραβατικών -για το κυρίαρχο δικαϊκό σύστημα- ανθρώπων. Το κατεργασμένο και εύπλαστο εγκεφαλικά φύραμα που καταχρηστικά τούς κατατάσσει στους νοήμονες οργανισμούς, είναι η απαραίτητη πρώτη ύλη όταν ο κόσμος του κεφαλαίου μηχανεύεται μεθόδους υπεράσπισης της παραδεδεγμένης κοινωνικής του οργάνωσης. Δεν εξυπηρετεί στον αναστοχασμό και την καλλιέργεια της αυτοσυνείδησης, αλλά στην άμεση και τελεσφόρα κατάπνιξη όσων στοχάζονται και καλλιεργούν τη δική τους σε ένα αντίξοο περιβάλλον αφανισμού εν μέσω κρίσης. Δεν είναι εφικτό γι’ αυτούς να προσεγγίσουν στοχαστικά τον αντίκτυπο των επιλογών τους σε κοινωνική κλίμακα, άρα εξίσου ανέφικτη είναι και η ανάλυση οποιουδήποτε παράγοντα θίγει και διαταράσσει τη σαθρή διανοητική δομή της σκέψης τους, ικανή να τους εξασφαλίζει μόλις μία υποτυπώδη βιολογική συνέχεια. Αντιθέτως, αναρίθμητοι ανά την πλούσια σε αίσχη ιστορία των κρατικών οντοτήτων, δέκτες των συνεπειών του κοινωνικού τους ρόλου (χαρακτηριζόμενου ως επάγγελμα κεφαλαιώδους σημασίας μόνον απ’ όσους αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε ό,τι επιτείνει την παρακμή του ανθρώπου), μπορούν να επιβεβαιώσουν ήδη ότι καθεμιά και καθένας μας, πάντα επηρεασμένος από τις διαφορετικές αφετηρίες, επιθυμίες και στοχεύσεις του, γνωρίζει έστω επιφανειακά: Ο μπάτσος δεν έχει πρόσωπο, και όποιος αγωνίζεται να αποκτήσει πρόσωπο δε γίνεται μπάτσος. Οι μπάτσοι, μια αξιολύπητη ασπίδα επιστρατευμένη ανέκαθεν για την προστασία όσων προσώπων ευδαιμονούν κάνοντας τα δικά μας να συνοφρυώνονται, έχουν -εφόσον εκτελούν μια ενιαία λειτουργία- την ίδια μούρη, και μοναδικός μας ευσεβής και διαχρονικός στόχος: να την κάνουμε να ματώνει.

Δεν πρόκειται, όπως ήδη αναγράφηκε, για δικό μας προνομιακό συμπέρασμα. Όλα τα πληθυσμιακά σύνολα -πάντα λαμβάνοντας υπόψιν τις κοινωνικές τους καταβολές και ατομικές ιδιαιτερότητες- γνωρίζουν ασυναίσθητα πως ο μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από άνθρωπος, και εμείς θα προσθέταμε -επηρεασμένοι σαφώς απ’ τα δικά μας κίνητρα- ίσως λίγο λιγότερο από έμβια ύλη. Είναι πρωτίστως μηχανισμός, και οι μηχανισμοί κρίνονται πάντα σε σχέση με τη χρησιμότητα και την αποδοτικότητά τους.

Εδώ, οι άνθρωποι και τα διαφορετικά συλλογικά σώματα ξεκινούν να βαδίζουν σε πολύ διαφορετικά μονοπάτια αποτίμησης. Οι μπάτσοι, εν είδει ενός δαπανηρού και πολυέξοδου μηχανισμού, συγκεντρώνουν πάνω τους το άχθος ποικίλων αξιολογήσεων, προσδοκιών και χρήσεων. Ανταγωνιστικών πολλές φορές, μα πάντα υπό την κοινή θέαση πως η αστυνομία μαζί με όσους την επανδρώνουν συνιστά, στην καλύτερη περίπτωση, έναν θεσμό ζωτικό για την ομαλή συνέχεια της κυρίαρχης κοινωνικής οργάνωσης. Θεσμός · όχι πλάσμα ή ανθρώπινο ον. Ακόμα και ο μέσος φιλήσυχος νοικοκοιραίος γνωρίζει ότι την αστυνομία θα καλέσει εφόσον απειληθούν τα θεσμικά του δικαιώματα, όπως γνωρίζει πως την αστυνομία πρέπει ν’ αποφύγει όταν παρκάρει παράνομα ή όταν λογομαχεί με κάποιον παραβιάζοντας τους κανόνες κοινής ευπρέπειας. Ας αναλογιστούμε πως μέχρι κι οι οργανωμένοι φασίστες προσαρμόζουν την άποψή τους για την αστυνομία και τους μπάτσους αναλόγως τη συγκυρία: Είναι απαραίτητοι και πολύτιμοι όταν αξιοποιούνται για την αναχαίτιση κατατρεγμένων στα σύνορα ή την εξολόθρευση πολιτικών τους αντιπάλων, αλλά τους επιτίθενται χυδαία όταν το ίδιο σώμα επιστρατεύεται για την καταστολή τους σε στιγμές όπου υπερβαίνουν τα όρια ενός επιτρεπόμενου -στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας- ακτιβισμού. Όλοι συμφωνούν πως οι μπάτσοι -και όχι ο Τάσος, Ο Γρηγόρης και ο Βασίλης- κάνουν ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους, είναι χρήσιμοι ή επιβλαβείς, επικίνδυνοι ή ηρωικοί. Κρίνονται πάντα ως σώμα, ως μηχανισμός, ως ρόλος, βάσει του πώς αξιολογείται κοινωνικά η δουλειά τους και από ποιους. Η δουλειά τους είναι να πολεμούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου της καπιταλιστικής κοινωνίας, και όταν πολεμάς στην πρώτη γραμμή είναι φυσικό επακόλουθο να δέχεσαι και τα πρώτα βόλια του αντιπάλου.

Οι μπάτσοι δεν είναι άνθρωποι, δεν είναι ζωντανά πλάσματα, δεν είναι υποκείμενα με ιδιαιτερότητες, προτιμήσεις και ευαισθησίες. Είναι μηχανισμός. Ένας κοινωνικός αυτοματισμός οχύρωσης μιας κοινωνίας θεμελιωμένης στην υπαγωγή του ζωντανού στη μηχανή, ενός κόσμου βασισμένου στην αυτοματοποίηση και απομύζηση κάθε πτυχής του ανθρώπινου βίου και του φυσικού κόσμου.

Δεν είναι απλά ένας ακόμα ρόλος, απότοκος του εργασιακού καταμερισμού και της οργάνωσης της παραγωγής, αλλά ο προαπαιτούμενος για τη διαφύλαξη αμφότερων από τα βέλη της αμφισβήτησης και τις επαναστατικές απόπειρες. Σε μια κοινωνία συστηματικής καθυπόταξης κάθε ατόμου στον μισερό του ρόλο -συνέπεια της εξειδικευμένης εργασίας, της θεαματικής προώθησης απομιμήσεων ζωής, της αδιάκοπης κατασκευής πλασματικών αναγκών, του γενικευμένου διαχωρισμού του ανθρώπου από τις συνθήκες αναπαραγωγής της κοινωνικής του ύπαρξης, και της προώθησης ιδεοληψιών απαραίτητων για τη διαιώνιση των κυρίαρχων σχέσεων-, οι μπάτσοι είναι οι θεματοφύλακες της καθολικής απαξίωσης του ανθρώπινου προσώπου. Ο ρόλος τους, στον οποίο έχουν αφιερώσει τη ζωή τους και βασίσει την υλική αναπαραγωγή τους ως μισθωτά ανδράποδα, είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των υπολοίπων, καταστέλλοντας, τιμωρώντας και εξολοθρεύοντας όποιον θελήσει να αρνηθεί τον δικό του. Ο ρόλος τους αναπαριστά τον ρόλο της βαρύτητας στο καπιταλιστικό σύμπαν, θέτοντας όλους τους υπολοίπους σε τροχιά. Είναι το ειδοποιό χαρακτηριστικό των κρατικών ζωνών διαχείρισης της παραγωγής, αφού εκπροσωπούν τη βία που το κράτος εποφθαλμιά να μονοπωλήσει αναζητώντας την ολοκλήρωσή του, όντας τίποτα παραπάνω από οργανωμένη και συγκεντρωτική βία. Ο ρόλος τους καθορίζει τον τρόπο έκφρασης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε μεμονωμένου μπάτσου, και όχι το αντίστροφο. Ο μπάτσος είναι πάντα πρωτίστως μπάτσος, και αυτό τού υπενθυμίζει το υπηρεσιακό όπλο που φέρει μαζί του ακόμα και με την λήξη της βάρδιάς του.

Η αστυνομία είναι επιπλέον το πρότυπο, ο ιδανικός σύμβουλος και ο οδοδείκτης για όλα τα υπόλοιπα επαγγέλματα και τους κοινωνικούς ρόλους. Η στρατιωτική πειθαρχία κατά τη διάρκεια του καθήκοντος και η απόλυτη υποχώρηση του προσώπου μπροστά στις επιταγές του επαγγέλματος αποκαλύπτει εμφατικά τον δέοντα δρόμο για σύνολη την κοινωνική αναπαραγωγή. Δεν είναι διόλου παράξενο το γεγονός ότι τεχνικές πειθάρχησης εφαρμοσμένες στον στρατό και την αστυνομία από τα πρώιμα χρόνια των καπιταλιστικών εθνών-κρατών, τεχνικές όπως η εξάλειψη της ιδιωτικότητας του υποκειμένου, η ιδεολογική κατήχηση στο εκμαγείο των κυρίαρχων ιδεών, η αυστηρή ενστάλαξη του σεβασμού της ιεραρχίας, και η ταύτιση του ατομικού συμφέροντος με αυτό του συλλογικού σώματος, πλέον υιοθετούνται πιστά από τους επιχειρηματικούς ομίλους και τις δεξαμενές σκέψης τους σε μια προσπάθεια εντατικοποίησης της παραγωγής και κατάπνιξης των ατομικών και συλλογικών αντιστάσεων. Στον δρόμο που χάραξε το παράδειγμα της αστυνομίας, ένα επίκαιρο στοίχημα για την οργάνωση της παραγωγής αποτελεί το εγχείρημα απόλυτης ταύτισης του κάθε προσώπου με τις κοινωνικές του λειτουργίες. Από το επάγγελμα μέχρι τις καταναλωτικές του προτιμήσεις εντός μιας καθημερινότητας πλήρως υποταγμένης στην οικονομική αξιολόγηση του κόσμου, στόχος είναι ο άνθρωπος να καθίσταται φορέας του συμβόλου της λειτουργίας του κάθε ώρα και στιγμή.

Αν ως αναρχικές κι αναρχικοί αρνούμαστε πεισματικά την περιχαράκωση της ζωής μας στα στενά πλαίσια των χρήσιμων για την κυρίαρχη πραγματικότητα κοινωνικών ρόλων, αν αναζητούμε διακαώς τους αποτελεσματικότερους τρόπους να τους σαμποτάρουμε, επιφέροντας από τη μία πλήγματα στην κυριαρχία, και διανοίγοντας από την άλλη απελευθερωτικές προοπτικές μέσω των τερπνών στιγμών σύγκρουσης με ό,τι μας καθυποτάσσει, τότε πόσο μίσος πρέπει δικαιολογημένα να υποθάλπτουμε για όσους επέλεξαν να φορέσουν τη στολή της ντροπής και να παραταχθούν απέναντί μας αναλαμβάνοντας τις πιο βρώμικες υπηρεσίες στο όνομα προστασίας της καθεστηκύιας τάξης;

Ρητορικό το ερώτημα αφού σε όποια γωνία υποχώρησης των δημοκρατικών ιδεολογικών προφάσεων κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα, η αποφορά από τα ένστολα περιττώματα είναι ανυπόφορη. Ξεχειλίζει όταν τους βλέπουμε στους δρόμους να περιπολούν υπάκουα, σε επαγρύπνηση για ό,τι απειλεί με την παρουσία του να ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις αυτής την κοινωνίας εκθέτοντας την παρακμή της. Όταν τους βλέπουμε στα σύνορα να σακατεύουν κολασμένους. Όταν τους βλέπουμε στις πορείες ξαμολημένους να χτυπούν και να εξευτελίζουν με τις πλάτες του νόμου. Όταν τους βλέπουμε με τα παραχωρημένα όπλα τους να δολοφονούν νόμιμα, αδιαφορώντας για την προέλευση και την ταυτότητα του θύματός τους, αφού αυτοί δεν αναγνωρίζουν στους παραβατικούς το προνόμιο να είσαι άνθρωπος. Όταν τους βλέπουμε να μολύνουν όλο και περισσότερο τους δρόμους της πόλης με την ποταπή παρουσία τους, παρενοχλώντας κατατρεγμένους και εκτονώνοντας τους κτηνώδεις συμπλεγματισμούς τους σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, προασπίζοντας τα συμφέροντα και την περιουσία κάθε αφεντικού ή πολιτικού, όσο οι αποφάσεις τους μαζί με το βάθεμα των ταξικών χασμάτων και την περαιτέρω υποβάθμιση της ζωής συνυπογράφουν τη συνέχεια του αστυνομικού κράτους ως απάντηση στις παραπάνω συνέπειες. Όταν τους βλέπουμε στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης να αναχαιτίζουν τους αγώνες των εγκλείστων, φροντίζοντας εν συνεχεία την εκτέλεση οποιασδήποτε εκδικητικής διοικητικής απόφασης. Όταν τους βλέπουμε να φρουρούν με σθένος κάθε εμπορικό, καταναλωτικό και χρηματιστηριακό ναό, αποτρέποντας οποιαδήποτε υποτίμηση των θεμελιωδών για την κοινωνία του εμπορεύματος (που καθιστά τον παρασιτισμό τους απαραίτητο) κατηγοριών μέσω απαλλοτριώσεων, βανδαλισμών, λεηλασιών και άλλων επιθέσεων. Και τους βλέπουμε παντού, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους: να φαίνονται στη θέση όσων αποτελούν τα πραγματικά διαχειριστικά και οργανωτικά εξαρτήματα του νόμου και της αγοράς. Όπου αυτά προσκρούουν σε σκοπέλους αντίστασης, οι μπάτσοι είναι εκεί να εκτελέσουν το λειτούργημά τους. Και όταν αυτό επιτελείται, κανένας και καμιά απέναντί τους δεν αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό πρόσωπο, μα ως αφαίρεση δεσποτικά εξομοιωμένη από τις τεχνικές ποινικοποίησης και καταστολής.

Το παράδοξο εντοπίζεται στο ότι, ενώ οι μπάτσοι υπάρχουν ώστε να τους βλέπουμε -καθώς στην επιβλητική παρουσία τους παίζεται η αποτελεσματικότητα της δραστηριότητάς τους-, τείνουμε καμιά φορά παράλληλα να τους παραβλέπουμε, έμφορτοι από ανθρωπιστικά ιδεώδη και λοιπούς ρομαντικούς εξωραϊσμούς. Τους αντιμετωπίζουμε σαν ανθρώπους, σαν νοήμοντα όντα, σαν πρόσωπα, ξεχνώντας πως οι μηχανές δεν έχουν πρόσωπο, και πως, όταν χρησιμοποιούνται για την καταστολή, την καθυπόταξη και τον έλεγχό μας (ζημιώνοντάς μας), οφείλουμε να τους διαλύουμε.

Ο εξανθρωπισμός της αστυνομικής μηχανής πραγματοποιείται απ’ όσους πιστεύουν ακόμα πως μπορούν να μεταχειριστούν τη σκόπιμα καλοκουρδισμένη αυτή μηχανή παραγωγής δυστυχίας, απόγνωσης, φτώχιας, ασχήμιας, βίας και ταπείνωσης προς το συμφέρον και τους σκοπούς τους, ή προς το συμφέρον και τους σκοπούς όσων ποδηγετούν τη συνείδησή τους. Αυτοί, ενώ μετέρχονται την αστυνομική μηχανή και, κατ’ επέκταση, τους μπάτσους ως απλά όργανα του νόμου και εξυπηρετικούς για τις επιδιώξεις τους εκτελεστές θεσμικών αποφάσεων, επιχειρούν να καταστήσουν οικεία και προσιτή στην υπόλοιπη κοινωνία μία μηχανή υποτίμησης του ανθρώπου, εξανθρωπίζοντάς την. Εμείς, κομμάτι μιας πολιτικής παράδοσης εναντίωσης σε κάθε υπαγωγή του ανθρώπου στους κοινωνικούς αυτοματισμούς, καθώς και όσες και όσοι δεν προσδοκούν ν’ αποκτήσουν θέση περιωπής εντός μιας τάξης ολοκληρωτικής καθυπόταξης του υποκειμένου στον ρόλο και την λειτουργία του, αντιλαμβανόμαστε τους μπάτσους ως έναν στυγνό μηχανισμό εξουσίας, έχοντας απομακρυνθεί από κάθε ανθρωπιστική πρόφαση που θολώνει το πεδίο κατανόησης της καθημερινής μας εμπειρίας. Εξάλλου, κάθε παραμορφωτικό φτιασίδωμα απόκρυψης ενός ωμού μηχανισμού καταστολής προσιδιάζει στην ψυχοσύνθεση όσων αυτο-θυματοποιούνται και δικαιολογούν την απραξία τους μπροστά στην ισχύ και τα όργανα του νόμου.

Όσο λοιπόν προσπαθούν να μας πείσουν ότι κάθε ξεχωριστός μπάτσος είναι κάτι περισσότερο από μία στολή, όλα τα επιχειρήματα και οι λογικοί συνειρμοί δίχως στρεψοδικίες διαφωνούν. Αν υποχρεωτικά συρθούμε στη θέση να ποσοτικοποιήσουμε τη σύγκριση, τότε ενδείκνυται να ομολογήσουμε πως ο κάθε μεμονωμένος μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από μία στολή. Γιατί η ζωή ενός ανδρείκελου πρόθυμου να εκποιήσει την ατομικότητά του με αντάλλαγμα έναν χωλό μισθό και μία θέση υποτυπώδους εξουσίας, είναι από μόνη της ενδεικτική των προτεραιοτήτων του κάθε ενστόλου, και δεν πρόκειται να διαφωνήσουμε στην προκειμένη μαζί τους.

Η ζωή κάθε μεμονωμένου μπάτσου αξίζει λιγότερο από την επονείδιστη στολή του, άρα είναι αποτελεσματικότερο για όλες και όλους μας να προτιμάμε τη συμπλοκή μαζί τους όταν βρίσκονται εκτός υπηρεσίας. Το καλό είναι πως, μαζί με τα καθημερινά τους ρούχα, δεν ανακτούν και την ξεπουλημένη τους ανθρωπινότητα. Όπως εμείς δεν είμαστε αναρχικές κι αναρχικοί μόνο όταν φοράμε κουκούλα, όταν επιτιθόμαστε στην έννομη τάξη ή κατεβαίνουμε σε συνελεύσεις, έτσι κι αυτοί δε σταματούν να είναι μπάτσοι όταν περιδιαβαίνουν δίχως τη στολή, όταν μοιράζονται χρόνο με όσους έχουν το θράσος να είναι φίλοι τους ή αράζουν στα εξαγορασμένα από τον μισθό της ξεφτίλας σπίτια τους. Δεν είναι λιγότερο μπάτσοι, απλά είναι μπάτσοι ανυπεράσπιστοι, ανυποψίαστοι κι ευάλωτοι μπρος στις ξαφνικές εμπνεύσεις μας. Ας μην τους παραδώσουμε αμαχητί το προνόμιο να μας αποσπούν από την “οικιακή γαλήνη” όποτε αυτοί θελήσουν, επειδή δεν αναγνωρίζουν στην εξόντωσή μας κάτι πέραν της δικαιολόγησης του μισθού τους. Ας τους το ανταποδώσουμε επιστρέφοντάς τους ό,τι προέκυψε από την συνειδητοποίηση των αιτιών του άλγους μας. Κάθε αποσυναρμολογημένο εξάρτημα της αστυνομικής μηχανής αποτελεί κερδισμένο έδαφος από την ασφυκτική καπιταλιστική κανονικότητα. Συνεπάγεται περισσότερες ελεύθερες πνοές στο πνιγηρό περιβάλλον της αυτοματοποιημένης μητρόπολης.

Γι’ αυτό τσακίστε τους όπου τους βρείτε. Σακατέψτε τους τις πιο ευάλωτες κι απρόσμενες στιγμές, και μαζί τους κάθε όνειρο να γαλουχήσουν μόμολα τα οποία καρτερούν να μπουν σε μπατσοσχολές ενισχύοντας τις άμυνες του κυρίαρχου συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Ένας τραυματισμένος ή αποσυρμένος μπάτσος, εκτός της συμβολικής του αξίας, είναι επίσης ένας ένστολος εκτελεστής των κατασταλτικών πολιτικών λιγότερος, ένα πετυχημένο σαμποτάζ όπως όλα τα άλλα στην καπιταλιστική μηχανή. Πολλές φορές μάλιστα, το ίδιο το σύστημα πρόσληψης και τροφοδότησής τους αποδεικνύει πόσο κοστίζει η ζωή και η ακεραιότητά τους, όταν τους εκθέτει προκειμένου ν’ αποτρέψει πιθανές καταστροφές άλλων κοινωνικών δομών, όπως εμπορικά κέντρα, πολιτικά μέγαρα, γραφεία εταιρειών, λεωφόροι. Κάποιος μάλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τους σεβόμαστε περισσότερο από το σύστημα χρηματοδότησης που υπηρετούν, όταν ως ανθρώπινους στόχους τούς ιεραρχούμε πιο ψηλά από τα κέντρα κυριαρχίας που καλούνται να προστατέψουν ως μέρος του επαγγέλματός τους. Αφού συμφωνούμε όμως πως όντως ένας μπάτσος αξίζει λιγότερο από ένα άδειο ταμείο ή έναν πυρπολημένο στόχο, και αφού γνωρίζουμε πως όπου κι αν κινηθούμε θα τους βρούμε απέναντί μας, ας ξεκινήσουμε το σμπαράλιασμά τους για να χαράξουμε ρότα προς πιο ουσιώδεις κι ευγενείς σκοπούς.

Τσακίστε τους στα σπίτια, στις γειτονιές και στις εξόδους τους. Σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους. Με παρέα ή μόνους τους. Με στολή ή χωρίς. Όλοι μας έχουμε έναν γνωστό μπάτσο, έναν συγγενή ή έναν γνωστό γνωστού. Τα μιάσματα κυκλοφορούν ανάμεσά μας ως επί το πλείστον αφύλακτα κι ανυποψίαστα. Αν διστάζουμε οι ίδιοι να αναλάβουμε δράση και πρωτοβουλίες, ας μιλήσουμε σε όσες δε συγκρατούνται από ενδοιασμούς κι αδημονούν ν’ αξιοποιήσουν δημιουργικά τις πληροφορίες. Στο εξωτερικό έχουν ήδη ξεκινήσει οι μαζικές εκθέσεις προσωπικών δεδομένων μπάτσων σε αντιεξουσιαστικά μέσα αντιπληροφόρησης, και κάτι τέτοιο σίγουρα συνιστά παράδειγμα προς μίμηση. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για αδύναμα, θρασύδειλα, απρόσωπα σκουπίδια που, δίχως τη στολή και την προστασία των υπερεξοπλισμένων από το κράτος συναδέλφων τους, θα τρέκλιζαν από φόβο αντιμέτωπα με τις ερεθισμένες από την άθλια δράση τους ορέξεις μας. Η αύξηση των περιστατικών επιθέσεων σε αστυνομικούς είναι προσέτι ο ενδεδειγμένος τρόπος να υπερφορτώσουμε τον μηχανισμό πρόληψης και αντιμετώπισης εγκλήματος, πολλαπλασιάζοντας τις πιθανότητες οι δράστες να μην προλαβαίνουν να ταυτοποιηθούν και να συλληφθούν από τους εύθικτους γραφειάτους ερευνητές.

Ξύλο, μηχανισμοί, στοχοποίηση, όπλα, αναλόγως τα ευκταία επίπεδα βίας των ενδιαφερομένων, όλα είναι χρήσιμα και επιθυμητά για την καταστροφή όσων καταστέλλουν επί μισθώση. Καθώς η τεχνολογία, οι πολιτικές ηγεμονίες και οι κυρίαρχες δεξαμενές σκέψης αφιερώνουν σταδιακά όλο και περισσότερο χρόνο στην αναβάθμιση του οπλοστασίου της κρατικής μηχανής υλικά και ιδεολογικά, είναι θανάσιμη παγίδα η υιοθέτηση στάσης οίκτου απέναντι στους φρουρούς της όψιμης καπιταλιστικής δυστοπίας. Ειδικά μάλιστα όταν καταντάει να συνεισφέρει στην αποσιώπηση της διόλου τυχαίας αύξησης των κρουσμάτων αστυνομικής βίας και κατάχρησης εξουσίας, συγκαλύπτοντας υποκριτικά τα αίτιά της.

Κλείνοντας, οφείλουμε ν’ αποδεχτούμε μία δυσοίωνη πρόβλεψη. Όσο δεν επιτιθόμαστε στα οπλισμένα χέρια που υπερασπίζονται τα τείχη της φιλελεύθερης δημοκρατικής αυτοκρατορίας, αυτή θα τα ενισχύει, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα ανατροπής της με υλικούς όρους σε ένα υποθετικό μέλλον. Το θέμα δυστυχώς καθίσταται ολοένα και πιο απλό: Ή θα τσακίσουμε την αστυνομική μηχανή μαζί με τα εξαρτήματά της ή θα χάσουμε σύντομα κάθε ευκαιρία να αρθρώνουμε λόγο πάνω στη λειτουργία και τις μεθόδους της, αποκλεισμένες και αποκλεισμένοι βίαια εντελώς από τις δυνατότητες διαχείρισης των ζωών μας.

Επίθεση, εκδίκηση και μνήμη πάντα ακονισμένη.

Να χαράξουμε την προοπτική της ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού κόσμου, περνώντας πάνω απ’ την πρώτη γραμμή της πολεμικής του μηχανής.

Δεν ξεχνάμε τον George Floyd, και τον κάθε George Floyd που έπεσε κάτω απ’ την μπότα των σύγχρονων πραιτωριανών.

Δεν ξεχνάμε τα έγκλειστα αναρχικά συντρόφια μας, και κάθε άνθρωπο που βιώνει τη βίαιη συνθήκη της αιχμαλωσίας.

Δεν ξεχνάμε τα 2 συντρόφια μας στη Θεσσαλονίκη που συνελήφθησαν στις 27/5 λόγω υποθέσεων των μπάτσων περί στοχοποίησης του Δ. Σταμάτη, πρώην υπουργού της Ν.Δ. και νυν προέδρου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.

Δεν ξεχνάμε τα συντρόφια μας στην Ιταλία που διώχθηκαν και αφέθηκαν με περιοριστικούς όρους στα πλαίσια της επιχείρησης “Ritrovo”, όπως επίσης και τα συντρόφια που συνελήφθησαν στα πλαίσια της επιχείρησης “Bialystock” στις 12/6, 5 εκ των οποίων φυλακίστηκαν και 2 τέθηκαν υπό κατ’ οίκον κράτηση.

Consumimur Igni
Απρόσωπη πρωτοβουλία ενάντια στη μηχανή παραγωγής βίας και θανάτου

Massimo Passamani – Τίποτα δεν έχω να προσφέρω

Θεωρώ πως, έως τώρα, είναι αρκετά προφανές πως έννοιες όπως μαχητικότητα και προπαγάνδα υπαινίσσονται έναν διαχωρισμό μεταξύ των ιδεών κάποιου και της καθημερινής του ζωής. Εκτός της επαίσχυντης εγγύτητάς του με τη στρατιωτική ορολογία, ο όρος “μάχιμος” παρέχει την εντύπωση μιας δισυπόστατης δραστηριότητας, μιας δημόσιας -ή και ανώνυμης- αυτοαναφορικής ενδυμασίας, εν είδη υποδείγματος επιβεβλημένης και επιτυχημένης θυσίας. Να “προπαγανδίζεις” σημαίνει να διαμορφώνεις συναινέση (η περιώνυμη πάλη για να προσηλυτίσεις τους ανθρώπους στην ιδέα). Για να το επαναλάβουμε με 10 λέξεις: Σημαίνει μετατροπή του εαυτού σου και άλλων σε μέσα επίτευξης ενός Τέλους, σε δεσμούς ενότητας με τον Σκοπό.

Τώρα, εφόσον δομείται μια νέα και ακόμη πιο δεσποτική ιδεολογία από την κριτική της ιδεολογίας, κανείς δεν απορεί με την αδυναμία των μαχητών και των προπαγανδιστών να βρουν απήχηση. Είναι πρόδηλο πως η εν λόγω διαδεδομένη “εχθρότητα” δεν είναι πρόθυμη να συγκεράσει τις ιδέες με τη ζωή εντός της. Αντιθέτως, συνιστά συνήθως το αποτέλεσμα της οριστικής επισφράγισης του άνωθεν διαχωρισμού.

Ακόμα και μεταξύ των αναρχικών, οι ψευδείς αντιθέσεις καταλήγουν να συσκοτίζουν το τοπίο.

Η αποκήρυξη της εξέγερσης και του ρίσκου στον πειραματισμό και τη δράση είναι που υποβόσκουν συνήθως πίσω από την άρνηση της μαχητικότητας και της πολιτικής. Άπλετη φλυαρία γύρω από τον πειραματισμό, μα οι “ζωντανοί” αναπαράγουν σε ό,τι αποκαλούν “καθημερινή ζωή” τη θρησκευτική ευσέβεια που τόσοι εξ αυτών διατείνονται πως απεχθάνονται. Όταν ένα εγχείρημα απαιτεί υπέρμετρη δέσμευση, όταν δεν εμφανίζονται αποτελέσματα, όταν είναι πολλά αυτά που διακυβεύονυαι, μπα, είναι όλα πολιτικαντισμός και προπαγάνδα. Καλύτερα να επιστρέψουμε στις συνηθισμένες μας πρακτικές (με μόνο πείραμα την μέθοδο του να επαναλαμβανόμαστε) στους χώρους μας και τις σχέσεις μας. Στην τελική δεν αληθεύει πως όλα αξίζει να καταστραφούν.

Ναι, ξέρω πως ανέκαθεν όσοι μιλούσαν για αλλαγή του κόσμου παρέλειπαν ν’ αλλάξουν ό,τι είναι πραγματικά σημαντικό: τη ζωή τους. Μα θα μπορούσε αυτό το έντονο και θελκτικό προαίσθημα να εκπέσει σε κοινοτοπία στην υπηρεσία μιας μεταμφιεσμένης παραίτησης; Και τότε, είναι πραγματικά εφικτό να ανακτήσουμε τις ζωές μας δίχως συνάμα να πειραματιζόμαστε με την κατεδάφιση αυτού του κόσμου; Το να επικαλούμαστε ένα Πριν και ένα Μετά σημαίνει πως αποδεχόμαστε τις εύκολες λύσεις που πάντα μας προσφέρονταν.

Παραδόξως, οι θλιβερές κυριακάτικες μοιρολογίστρες, οι επηρμένοι προφήτες της μεγάλης μέρας, είναι οι πρώτοι που θα μιλήσουν για το “εδώ και τώρα”. Αλλά το εδώ και τώρα το οποίο αναφέρουν στις ιστορίες τους δεν ταυτίζεται με το “όλα στο σήμερα” που λυσσομανά να πυρπολήσει όλες τις επισχέσεις και τους υπολογισμούς · είναι ένα ασήμαντο προϊόν του προοδευτισμού και της μαλθακότητας. Και τολμούν να μιλούν για αλλαγή της ζωής. Δύσμοιρε Ρεμπώ.

Δε σχεδίαζα όμως να μιλήσω περί αυτού. Θα επανέλθω για το συγκεκριμένο θέμα κάποια άλλη στιγμή μελλοντικά.

Αντ’ αυτού, θα επιθυμούσα να προβληματιστώ σχετικά με την δυνατότητα να τεθεί ένα τέλος στην λογική της προσκόλλησης.

Δεν είναι σπάνιο κάποιος ν’ ακούσει πως στους αναρχικούς κύκλους κανένας δεν αποβλέπει στον προσεταιρισμό άλλων, πως κανείς δεν ενδιαφέρεται να συσπειρώσει ακολουθητές. Αλλά συμβαίνει πραγματικά αυτό; Μήπως αποζητάται η συγκατάβαση ακόμα και με διαφορετικούς τρόπους; Επί παραδείγματι, δεν είθισται η “συνέπεια” ν’ αποτελεί μία μέθοδο να εμφανιστεί κάποιος ως “αξιόπιστος”;

Πιστεύω πως είναι εφικτό κάποια να εκφράσει τις ιδέες της και να δραστηριοποιηθεί δίχως να εγκλωβίζεται στις αλυσίδες της προσκόλλησης. Σημαντικό είναι διαδοθεί η αποφασιστικότητα κάποιου να κρίνει για τον εαυτό του και να δρα κατά συνέπεια, όχι ο ρόλος του. Ωστόσο, εμείς εξακολουθούμε σποραδικά να ισχυριζόμαστε πως συγκεκριμένες δράσεις απομακρύνουν “τον κόσμο” από ‘μάς. Εγώ θεωρώ πως αν κάποιος διακρίνει μια αντίφαση μεταξύ του τι λέω και τι πράττω, με την προϋπόθεση πως ενστερνίζεται τις αντιλήψεις μου, τότε ο ίδιος έχει την ευθύνη να λειτουργήσει διαφορετικά και “καλύτερα”. Στην περίπτωση που κάποια χάσει την πίστη της σ’ εμένα, θα λυπηθώ, κι αν λυπηθώ θά ‘ναι για την απώλεια της εμπιστοσύνης της και όχι γιατί αυτό ενδεχομένως θα ζημιώσει την αξιοπιστία των ιδεών που εκπροσωπώ. Όταν η ενότητα μεταξύ θεωρίας και πράξης κατευθύνεται στην απόσπαση αποδοχής, τότε πάντα αλλοτριώνεται. Τι αξία έχει να αυτοανακυρηχθεί κάποιος αναρχικός επειδή γνωρίζει για τη “συνεκτικότητα” των αναρχικών κι επιθυμεί να τους μιμηθεί;

Οι ιδέες δε γίνεται ν’ απομονωθούν από τους φορείς τους. Αλλά η ενότητα θεωρίας και δράσης ενός ατόμου δε θα έπρεπε να μετατρέπεται σε παράδειγμα για κάποιο άλλο. Πώς να το θέσω: Επιθυμώ να μεταφέρω τις ιδέες μου από τη θεωρία στην πράξη, αλλά για τον εαυτό μου, όχι αποβλέποντας στην μετάδοση των ιδεών μου σε άλλους.

Στην καλύτερη περίπτωση, ο “κόσμος” έχει συνηθίσει να προσλαμβάνει τις αναρχικές αντιλήψεις εν είδει προτάγματος με το οποίο καλείται να συμφωνήσει ή όχι. Αυτή η στάση οφείλει να θρυμματιστεί. Αυτό σημαίνει να μη ζητιανεύουμε αποδοχή προκειμένου να καταστρέψουμε τη διαμεσολάβηση, την αντιπροσώπευση και την εξουσία (που οφείλουμε να παραδεχτούμε πως πρόκειται για την αναζήτηση αποδοχής αυτούσια), αλλά, απεναντίας, να αρνηθούμε τον εκβιασμό της. Δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε – και αυτό μας διαφοροποιεί.

Εντούτοις, συχνά εμφανίζεται μία σύγχυση μεταξύ της σαφήνειας των επιλογών κάποιου και της επικοινώνησής τους σε άλλους. Ενδιαφέρομαι να μοιραστώ τις ιδέες μου με άλλους, και μάλιστα με έναν κατάλληλο τρόπο ώστε να γίνουν καταληπτές. Αλλά το γεγονός πως τις καταλαβαίνουν δε συνεπάγεται πως συμφωνούν μαζί τους. Μπορεί να φαίνομαι κοινότοπος αλλά δεν είμαι. Πόσες φορές παρατηρούμε κάποιον να μιλά και να δρα με τέτοιον τρόπο ώστε οι άλλοι να συμφωνούν μαζί του, αλλά όχι ώστε να προσπαθεί να καταστήσει σαφείς και διακριτές τις αντιλήψεις και τις πράξεις του (μολονότι είμαι ο πρώτος έμφορτος με αμφιβολίες σχετικά με την έννοια της σαφήνειας);

Συνήθως, όσοι απαυδούν με την αναζήτηση οποιασδήποτε συγκατάνευσης, εγκαταλείπουν τη διάδοση και τη διάχυση των αντιλήψεών τους. Αλλά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ορθώνουν μιαν άμυνα. Αντιθέτως, πιο επικίνδυνο είναι να επιμείνεις πεισματικά να εκφράζεις τον εαυτό σου και παράλληλα να μην προσκολλάσαι σε κάποιον άλλο (ή σε μία όμαδα). Οι προσκολλήσεις χρειάζεται να παγιοποιηθούν και να προστατευθούν (προς θεού, τα είδωλα!!), και αυτό καταλήγει να κονιορτοποιεί τη σκέψη και να σχηματοποιεί την δράση. Η αναζήτηση συγκατάθεσης (με τις χίλιες της μορφές) συνεπάγεται την προσαρμογή κάποιου στο επίπεδο όσων αποζητά την αποδοχή τους. Τοιουτοτρόπως, μετατρέπεται σ’ ένα κακοφτιαγμένο προϊόν για τους άλλους.

Συνεχίζουν όμως να μου λένε πως η αλλαγή είναι εφικτή μόνο μαζί με άλλους. Και είναι αλήθεια. Μόνο που αυτό το “μαζί”, για ‘μένα μεταφράζεται σε “η καθεμιά για τον εαυτό της”. Αναζητώ συνεργούς, όχι κοπάδια. Ειδάλλως, το μοναδικό που θα μοιραστούμε είναι η σκλαβιά.

Πηγή: More much more, συλλογή κειμένων του Ιταλού Αναρχοατομικιστή Massimo Passamani.

Μετάφραση: Consumimur Igni

Massimo Passamani – Σώμα και Εξέγερση

Σύνολη η ιστορία του δυτικού πολιτισμού δύναται να αναγνωσθεί ως μία συστηματική απόπειρα αποκλεισμού και απομόνωσης του σώματος. Από τον Πλάτωνα και ύστερα, αυτό, έχει ερμηνευθεί ανά διαφορετικές περιόδους ως παραφροσύνη απαραίτητο να ελεγχθεί, ως παρόρμηση για να κατασταλεί, ως εργατική δύναμη να κατανεμηθεί ή ως ασυνείδητο ώστε να ψυχαναληθεί.

Ο Πλατωνικός διαχωρισμός μεταξύ σώματος και πνεύματος, εφαρμοσμένος πάνω στην απόλυτη υπεροχή του τελευταίου (το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής) πλαισιώνει ακόμα και τις φαινομενικά ριζοσπαστικότερες μορφές σκέψης.

Αυτή η θέση υποστηρίζεται από πολυάριθμα φιλοσοφικά γραπτά, από όλα ίσως με εξαίρεση όσα θεωρούνται ακόμα εξωγήινα στην ανθυγιεινή ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων. Η ανάγνωση του Νίτσε και συγγραφέων όπως η Χάνα Άρεντ βρήκε την προσήκουσα σχολαστική συστηματοποίηση της (φαινομενολογική ψυχολογία, ιδέα της πολλαπλότητας). Εντούτοις, και μάλλον εξαιτίας των παραπάνω δεν πιστεύω πως το εν λόγω πρόβλημα οι επιπτώσεις του οποίου είναι αναρίθμητες και συναρπαστικές, έχει εξεταστεί σε βάθος.

Εξάλλου, μία πλήρης απελευθέρωση των ατόμων συνεπάγεται μία εξίσου εκ βάθρων ανασκευή της σύλληψης του σώματος, των εκδηλώσεων και των συσχετισμών του.

Ένεκα μιας σφυρηλατημένης χριστιανικής κληρονομιάς, οδηγούμαστε να πιστεύουμε πως η κυριαρχία ελέγχει και αλλοτριώνει ένα κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης δίχως ωστόσο να πλήττει την ενδότερη ουσία της (και υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν σχετικά με την διάκριση μεταξύ της υποτιθέμενης εσωτερικής ουσίας και των εξωτερικών συσχετισμών). Ασφαλώς, οι καπιταλιστικές σχέσεις και οι κρατικές επιταγές μολύνουν την ζωή, αλλά θεωρούμε πως οι οπτικές και η αντίληψη για τον εαυτό μας και τον κόσμο παραμένουν άθικτες. Οπότε ακόμα και όταν οραματιζόμαστε μία ριζική ρήξη με το υπάρχον είμαστε βέβαιοι πως το σώμα μας, όπως το συλλαμβάνουμε στο παρόν θα την πραγματοποιήσει.

Απεναντίας, εγώ πιστεύω πως το σώμα μας έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται έναν ασύγκριτο ακρωτηριασμό. Και αυτό δεν συμβαίνει αποκλειστικά εξαιτίας πρόδηλων μορφών ελέγχου και αποξένωσης χορηγούμενους από την τεχνολογία (ότι τα σώματα έχουν υποβαθμιστεί σε δεξαμενές απομονωμένων οργάνων διαφαίνεται ανάγλυφα στον θρίαμβο της επιστήμης των μεταμοσχεύσεων, η οποία αποτυπώνεται με τον ύπουλο ευφημισμό ως το ”σύνορο της ιατρικής”. Αλλά για μένα η πραγματικότητα μοιάζει πολύ χειρότερη από το πως οι φαρμακευτικές εικασίες και η δικτατορία των γιατρών ως ένα ξέχωρο και πανίσχυρο σώμα την περιγράφουν). Το φαγητό που τρώμε, ο αέρας που αναπνέουμε και οι καθημερινές μας σχέσεις έχουν στομώσει τις αισθήσεις μας. Οι ανούσιες εργασίες, η επιτηδευμένη κοινωνικότητα και η οδυνηρή ασημαντότητα των καθημερινών φλυαριών μας καταβάλουν το πνεύμα αλλά και το σώμα αφού ουδείς διαχωρισμός δεν είναι εφικτός μεταξύ τους.

Η πειθήνια υπακοή στον νόμο και τα κατασταλτικά δίκτυα οριοθέτησης των επιθυμιών, η αιχμαλωσία των οποίων τις μετατρέπει σε οδυνηρά φαντάσματα του πρώην εαυτού τους αποδυναμώνουν τον οργανισμό με τον ίδιο τρόπο όπως η ρύπανση ή η υποχρεωτική φαρμακευτική αγωγή.

”Η ηθική είναι σημάδι εξάντλησης”, έγραφε ο Νίτσε.

Προκειμένου να ανακτήσει κάποιος την ζωή του, η προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί συνεπάγεται έναν μετασχηματισμό των αισθήσεων αντίστοιχο των ιδεών και των σχέσεων.

Προσφάτως, κατέληξα να αντιλαμβάνομαι την ομορφιά, ακόμα και φυσιογνωμική, ανθρώπων που μου φαινόντουσαν προηγουμένως εντελώς αδιάφοροι ή ασήμαντοι. Όταν εξυψώνεις την ζωή σου και δοκιμάζεις τον εαυτό σου σε μία ενδεχόμενη εξέγερση παρέα με κάποιον, διακρίνεις στους συντρόφους σου όμορφες, ελκυστικές ατομικότητες αντί για θλιμμένα πρόσωπα και σώματα αποστερημένα της λάμψης τους στους λαβύρινθους της ρουτίνας και των εξαναγκασμών. Πιστεύω πως οι άνθρωποι κυριολεκτικά γίνονται όμορφοι (και όχι επειδή απλά εγώ τους παρατηρώ έτσι) όταν εκδηλώνουν τις επιθυμίες τους και ζουν έμπρακτα τις ιδέες τους.

Η ηθική αποφασιστικότητα κάποιου που περιφρονεί και επιτίθεται στις δομές της εξουσίας είναι μία θέση αντίληψης, μια στιγμή που κάποιος γεύεται την ομορφιά των συντρόφων του παράλληλα με την μιζέρια των υποχρεώσεων και των επιταγών. ”Εξεγείρομαι άρα υπάρχω”, είναι μία φράση του Καμύ που ποτέ δεν σταματά να με γοητεύει αφού ακόμα και μόνο ένας λόγος για να ζήσεις αρκεί και με το παραπάνω.

Απέναντι σε έναν κόσμο που παρουσιάζει τα ήθη ως αποκλειστικό πεδίο της κυριαρχίας και του νόμου, αντιπροτείνω πως δεν υφίσταται ηθική διάσταση εκτός της εξέγερσης, του ρίσκου και του ονείρου. Η συνθήκη της επιβίωσης στην οποία περιοριζόμαστε είναι αδικαιολόγητη επειδή αποκτηνώνει και ασχημαίνει.

Μόνο ένα διαφορετικό σώμα δύναται να κατανοήσει αυτήν την διευρυμένη έποψη μιας ζωής ανοιχτής στις επιθυμίες και την αμοιβαιότητα και μονάχα μια προσπάθεια με σκοπό την ομορφιά και το άγνωστο είναι ικανή να απελευθερώσει τα θωρακισμένα σώματά μας.

Massimo Passamani

Πηγή: More, much more – Μπροσούρα με κείμενα του Ιταλού εξεγερσιακού αναρχικού Massimo Passamani

Μετάφραση: Consumimur Igni

Χαλάσματα – Μια τοποθέτηση με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στο Πολυτεχνείο

Και τελικά το πολυτεχνείο απέκτησε άξιους απολογητές και υπερασπιστές, ελεύθεροι να το νοηματοδοτήσουν κατά το δοκούν αποθέτοντας το σε περίoπτη θέση στον πολιτικό χάρτη. Δυστυχώς, η κατάκτηση αυτή της μεταπολίτευσης απέτυχε να ισοσταθμιστεί από τον αντίλογο άξιων υπονομευτών. Εμείς πρώτοι πρώτοι απεκδυόμαστε το παραπάνω καθήκον υπό το άχθος της επιλογής να αποχωρούμε σιωπηλά από τις γεμάτες χλαπαταγή γούβες των πολιτικών, ευτράπελων αψιμαχιών. Προτιμούμε να μιλάμε εν απουσία επίδοξων διαστρεβλωτών, εκεί που τα λόγια μπορούν να ασκήσουν την ποιητική αμεσότητα τους ουρλιάζοντας καθαρά και ανερυθρίαστα, εξαίροντας χάσματα όσο και αποκλίσεις, πάντα σημαδεύοντας στην κατασκευή νέων. Γι’ αυτό η παρούσα ανακοίνωση προσιδιάζει περισσότερο σε χασμουρητό, απαραίτητο όμως εν είδει χαρακτηρισμού για όσα διαδραματίστηκαν και για όσα μένει να συμβούν με αφορμή τις εξελίξεις στο πολυτεχνείο και ότι οδήγησε σε αυτό.

Εκκινώντας από την ειρωνεία της υπόθεσης, δηλαδή τον κοινό τόπο παρά το πρόδηλο νείκος των δύο αντιμαχώμενων πλευρών, ο οποίος μεθοδικά τους οδήγησε να ανταγωνίζονται για την διαχείρηση της αστικοδημοκρατικής γιορτής. Γιατί, ας μην λησμονούμε πως προϋπόθεση για μια σύγκρουση συμφερόντων αποτελεί η συνάντηση τους σε κοινό τόπο με κοινό διακύβευμα. Κατανοητό αυτό πιστεύουμε. Οπότε ποιό ήταν αυτό το τόσο βαρύτιμο διακύβευμα γύρω από το οποίο οι ποιμένες μαζί με τον σάλαγο των ζωντανών τους συγκρούστηκαν; Φυσικά, το πτώμα μιας εξέγερσης στην οποία αν όντως δεν είχε εκπνεύσει πιθανότατα, αμφότεροι δεν θα είχαν την παραμικρή θέση. Και αυτό διότι η μέρα αυτή ανήκει στο λαό αφήνοντας με αυτή την έννοια να εννοηθεί όλο το εύρος των συνεπειών της, τουτέστιν αυτόματως η μέρα αυτή δεν ανήκει σε αναρχικούς, σε εξεγερμένους, σε εγωιστές, σε αυτόβουλα πρόσωπα, σε ανειρήνευτους πολέμιους της κοινωνίας και της δημοκρατικής χαβούζας. Ανήκει στο λεφούσι, στις αφαιρέσεις, στις παρατάξεις, στα κόμματα, στην τυφλή αγανάκτιση, στα χαυνωμένα τέκνα του θεάματος και της φαινομενικότητας, στο θυμικό της πλέμπας. Ανήκει σε όσους έχουν ανάγκη το μερίδιο τους από τις κυρίαρχες υπερασπιστικές γραμμές που η μεταπολιτευτική δημοκρατία αναδεικνύει από το παρελθόν, προκειμένου να εξασφαλίσουν θέση στο παρόν της. Είτε ως εξεγερμένοι, είτε ως πρωτοπορία, είτε ως μοιρολογίστρες, είτε ως κομματικά σκουπίδια σημασία έχει να κατοχυρωθεί μια θέση στο ψηφιδωτό των διεθέσιμων ιστορικών αφηγήσεων. Αντιθέτως όμως, από πλευράς μας, το πολυτεχνείο βρίσκεται στην δέουσα θέση μαζί με τους πολλαπλούς μνηστήρες του. Στα ερείπια του ιστορικού τέλματος των σύγχρονων κοινωνιών. Και κάθε χρόνο θα συνεισφέρουμε στην στηλίτευση του, ούτως ώστε να ενταφιαστεί βαθύτερα.

Μην έχοντας να διακδικήσουμε το παραμικρό από τον αντιδικτατορικό αγώνα του αγέρωχου ελληνικού φοιτηταριάτου και ευρύτερα του ελληνικού λαού που εξ αρχής αντιτάχθηκε σύσσωμα ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς (γελάει η ιστορία), αποστασιοποιημένοι, επιλέξαμε τη θέση του παρατηρητή, συνεπώς και θέση αποχής από την ανανέωση των εκτιθέμενων γεγονότων προς μαζική κατανάλωση. Αποχή οριστικά από τα κονιορτοποιημένα δίκτυα κυκλοφορίας υποσχέσεων, απαραίτητων αποκλειστικά για την συντήρηση των σύγχρονων συσχετισμών δύναμης και τον εξοβελισμό των ανόθευτων ανατρεπτικών εγχειρημάτων στην αφάνεια. Αποχή συνδεδεμένη στατηγικά με την επισκοπεία του κοινωνικού σώματος προκειμένου να εντοπίσουμε τα σημεία εκείνα σε κατάσταση ολιγορίας και ολικής σύγχησης. Σημεία εμφανή περισσότερο στο ανέκκλητο, ολοκληρωτικό ξεθώριασμα των έωλων, παροδικών αμφισβητήσεων καθώς συγκρούονται στα μεθόρια της συνήθους εφαρμογής τους και της λήθης εξαιτίας της επελαύνουσας ανίας που τόσο πιστά εξυπηρέτησαν. Διότι και η φαινομενική αμφισβήτηση όταν οι συνθήκες για την αναπαραγωγή της αφανίζονται ακόμα και σε μια κοινωνία ερειδόμενη σε περισσεύματα επί περισσευμάτων η ίδια καθίσταται περιττή. Οι κυβερνητικοί φορείς, τα κόμματα, τα εκπαιδευόμενα στα σχολικά έδρανα μούλικα, το ευνουχισμένο, ευκαταφρόνητο φοιτηταριάτο, τα ευτράπελα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι πεφυσιωμένοι κρυφοπατριώτες, τιμητές της ακατάβλητης, δημοκρατικής ελλαδάρας, οι νεκροζώντανοι, υπέργηροι, άλλωτε αγωνιστές ανθοφόροι συνταξιούχοι, όλος αυτός ο συρφετός καταδεικνύει την απουσία φαινομενικής αμφισβήτησης στον θίασο του πολυτεχνείου. Πόσο μάλλον η συνύπαρξη τους υπό την αιγίδα πάντα της πανταχού παρούσας δημοκρατικής αβροφροσύνης και του διασφαλισμένου εξ αυτής βουβού, παρά την ακατάσχετη χλαλοή, διαλόγου. Το εξεγερμένο πολυτεχνείο πέθανε μαζί με το σύστημα και το περιβάλλον που το εξέθρεψε. Ζήτω το διασυρμένο, ευηπόληπτο και δικαιούχο πολυτεχνείο των αγωνιστικών ποπ ασμάτων, των αυχμηρών δακρύων και των τραπεζοστόλιστων, μπογιατισμένων διαδρόμων. Ζήτω όμως και το πολυτεχνείο της ξεδοντιάρικης επαναστατικής επαιτείας, της θλιβερής, νηπιακής καγκελαρίας, της αφοπλισμένης ανατρεπτικής προοπτικής και της στείρας, φαύλης συνθηματολογίας. Το πολυτεχνείο είναι νεκρό, αλλά κάποιοι μη αρκούμενοι στον ενταφιασμό του, θέλησαν να θάψουν μαζί του την ψυχοραγούσα, μα ασίγαστη δυνητική αποστασία.

Οι αναρχικοί δεν έχουν ανάγκη πολυτεχνεία, μήτε αγελαίες δύσοσμες αναθυμιάσεις αγανάκτησης προκειμένου να συγκροτήσουν μια οξεία επιθετική δραστηριότητα. Ιδίως το κουφάρι τους. Το πολυτεχνείο όπως αποτυπώθηκε ευκρινέστατα προηγουμένως ανήκε στην διαμαρτυρόμενη πλέμπα. Καμία εξέγερση το 73 δεν οργανώθηκε γύρω από αναρχικά χαρακτηριστικά θέτοντας σε κίνηση μια συμπαιγνία ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, την εξουσία και τον πολιτισμό. Εκτός βέβαια αν ορισμένοι επιλέγουν συνειδητά τον ρόλο του σε κωμικό βαθμό εθελότυφλου, πιστεύοντας πως το εξεζητημένο πανό δέκα ανθρώπων ”κάτω η εξουσία” εξέφραζε τις προσπάθειες χιλιάδων να πλήξουν ανέξοδα και ατελέσφορα ένα στρατιωτικό καθεστώς. Φυσικά, σύνολη αυτή η κατάσταση απηχεί τους λόγους για τους οποίους σταχυολογείται η επιβράβευση μιας εξέγερσης με άοπλους πολίτες να δέχονται καταιγισμό πυρών ή να εκτοξεύουν τρόφιμα σε άρματα μάχης ως αξιομνημόνευτη και παραδειγματική για τους υπηκόους μιας δημοκρατίας. Διότι ακριβώς αυτό το οργιλό συνονθύλευμα εναντιονώταν διαμέσου ομόλογου ασυνάρτητου τρόπου, πολιτικά σε μία αμφισβητούμενη, κλονιζόμενη κοινωνική πραγματικότητα και όταν αυτή κατέρρευσε, παίρνοντας με την σειρά του την σκυτάλη, χειροτόνησε τους υπερασπιστές του, πένθησε για τους νεκρούς του και επέβαλε τις μεθόδους του. Οι γενναιόφρονες φοιτητές κατόρθωσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στις πολυπόθητες φοιτητικές ζωές της ανεμελιάς επί πίστωση, οι ηγέτες να κατακτήσουν τιμαλφείς θέσεις στον μετέπειτα πολιτικό χάρτη, ο λαός αμείφθηκε για την ευψυχία του με περισσότερα από τριάντα χρόνια τρυφής και καταναλωτικής πλησμονής, η κουλτούρα μυήθηκε ομαλά στην νέα περίοδο του μετανεωτερικού σχετικισμού, του ηδυπαθή ηθικισμού και του κοσμοπολίτικου οπτιμισμού. Οι περισσότεροι βέβαια όσο μηχανικά διαμαρτυρήθηκαν ωσαύτως επέστρεψαν στα σπίτια και τις ζωές τους, συνεχίζοντας να κάνουν τα ίδια ακριβώς πράγματα, ανεπηρρέαστοι από τις μεταβολές και τις ανακατατάξεις στον αποπληκτικό περίγυρω τους. Οι σύγχρονες αναπολήσεις της χρυσής εποχής των χρόνων 67-74 ( τότε που κοιμόμασταν με ανοιχτές τις πόρτες και η εργασία ήταν δεδομένη ) αποκαλύπτουν τι πραγματικά ήταν ικανό ανέκαθεν να διαταράξει την επιφάνεια στο απάνεμο υπαρξιακό τους έλος. Εργασία, κατανάλωση, άνεση, ιδιοκτησία και ακίνδυνες απολαύσεις. Χονδρικά, μαμ, κακά και νάνι. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, με τον κάθε όρο να εμφανίζεται ως η προσήκουσα κατάληξη στην πασίγνωστη, προμετωπίδα  ψωμί-παιδεία-ελευθερία. Οποιαδήποτε, λοιπόν προσπάθεια αναστήλωσης ή και απλής επίκλησης αυτής της εξέγερσης από αναρχικούς συνιστά ανόσια σκύλευση, ειδεχθή καπήλευση και προκλητική σύληση ενός ιερούς μαυσωλείου. Ως τέτοια επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί από τους επίγονους της εν λόγο γενιάς καθώς καλούνται να προασπίσουν τα μοναδικά απαραβίαστα κεκτημένα τους. Τις φθηνές δικαιολογίες της ολοκληρωτικής τους αποστέρησης. Τα επιχειρήματα με τα οποία επισκιάζουν το γεγονός ότι πλέον δεν τους ανήκει τίποτα, ούτε καν το παρελθόν τους.

Το παραδεδεγμένο αυτό αμάλγαμα της εορτάζουσας, αφυούς αγέλης, χρόνια τώρα εγείρει επιθυμίες υποδαύλισης και παρακώλησης του. Υγιές κατ’ εμάς φαινόμενο, αντιπροσωπευτικό των υφιστάμενων διαψεύσεων των ισχυρισμών όσων βεβιασμένα σπεύδουν να διατρανώσουν το απρόσβλητο της πολιτικής ηγεμονείας. Ωστόσο, οι ευκταίες αυτές δολιοφθορές ενάντια σε κάθε αστικό υπερθέαμα, δεν αναμένεται να συμβούν από τους όλβιους απολογητές του στους προνομιακούς χώρους άσκησης του ελέγχου του. Αν κάτι κατάφερε να προμηθεύσει η διαδραματιζόμενη αυτή διαμάχη μεταξύ του φαινομενικά νέου και του πραγματικά παρωχημένου, προς χρήση όσων ικανών να παραγάγουν χρήσιμα για την προοπτική του ξεπεράσματος συμπεράσματα, είναι η ομοιότητα του πεπερασμένου με αυτό που αφειδώς επιμένει να μας ξανασερβίρεται εσαεί ως φάρσα. Κάθε φορά όλο και πιο άνοστη, όλο και πιο αδιάφορη. Κουραστήκαμε όμως να θωρούμε το τραπέζι μας έμφορτο με περιττώματα του παρελθόντος. Η κατανάλωση του κενού και η απονενοημένη αδολεσχία στο εσωτερικό κολοβών σχέσεων ανίκανων να δώσουν έκταση στα μεγαλεπίβολα σχέδια μας, επιστράφηκε στο κατάστημα συνοδευόμενη από τα παράπονα μας και την υπόσχεση να μην ξαναπαραπονεθούμε σε κανέναν για οποιαδήποτε επιλογή μας. Δεν είναι τυχαίο πως εμείς στις 16 του μηνός απουσιάζαμε επιμελώς από τις φιλονικίες της κινηματικής μαγάρας. Απουσιάζαμε, όπως απουσιάζουμε διαρκώς από πάσα διαδικασία αναπαραγωγής των κυρίαρχων αναπαραστάσεων και του αντίστοιχου φλύαρου διαλόγου μεταξύ τους. Απήχαμε ως αναρχικοί μηδενιστές γιατί δεν αναζητούμε σανίδα επιβίωσης στην φουσκοθαλασσιά της ανυπαρξίας όσο βλέπουμε τα ανατρεπτικά εγχειρήματα του παρελθόντος να βυθίζονται μετατρεπόμενα σε τροφή για το αδηφάγο απελπισμένο πλήθος. Όσοι όμως βρέθηκαν εκεί ελπίζουμε με την σειρά τους να γνωρίζουν το γιατί ή τουλάχιστον το πως να αποφύγουν να μας απαντήσουν. Εμείς, απεναντίας, με πλήρη διαύγεια θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τα αίτια της αποστασιοποίησης μας ελπίζοντας πως η απόφαση αυτή θα κατανοηθεί στα δέοντα πλαίσια μιας συνολικότερης πολεμικής στρατηγικής και όχι ως ακόμα μια άκαπνη, εκ του ασφαλούς, λόγια κριτική, ζωτικά εξαρτώμενη από την εμπράγματη απουσία των προαναφερόμενων πολεμικών σχεδιασμών στον ιστορικό χώρο ενόσω αυτός γίνεται έρμαιο των μονοπωλείων της γενικευμένης φλυαρείας.

Η συμπλοκή στο πολυτεχνείο μεταξύ όσων από την μία προσπάθησαν να το φέρουν στα μέτρα τους και όσων από την άλλη αποτυγχάνουν μονίμως να λάβουν το αναμφίλεκτο μα συνάμα ανεπίκαιρο ιστορικό του μέγεθος μας αφήνει αδιάφορους. Εξίσου ατάραχους μας αφήνει και η επελαύνουσα κομμουνιστικοποίηση μερίδας του ας το πούμε χάριν της συνενόησης ”χώρου”, ως απάντηση στην δυσειδή, θεαματική μπαχαλοποίηση του υπολοίπου. Η αδυναμία αμφότερων να κατασκευάσουν σύγχρονες, αμιγώς αναρχικές θεωρήσεις και πρακτικές, αυλακώνεται στα εντεινόμενα, κοινά πεδία σύγκρουσης τους πάνω στα σκέλεθρα του παρελθόντος και των προσφερόμενων ανασκευάσεων του. Οι μεν αποκρίνονται στην κυρίαρχη στειρότητα ανασύροντας προοπτικές μέσα από την αίγλη του επιβλητικού, μυθοποιημένου, κομμουνιστικού μεγαλείου, οι δε λερώνουν το παρελθόν αυτό εγκολπώνοντας το στο τίποτα που εκπροσωπούν, αφαιρώντας του ακόμα και τον μοναδικό ιστορικό του χαρακτήρα. Ο αφοπλισμός του ενός στηρίζεται στην φθείρουσα δραστηριότητα του άλλου. Το παρελθόν επιστρέφει μόνο σαν φάρσα, αφού κάποιος πρότερα το κωμικοποιήσει αλλιώνοντας τα χαρακτηριστικά του. Συμπεραίνουμε, πως ότι μπορούσε να υπάρξει έχει διαδραματιστεί ήδη και ότι υπήρξε ποτέ δεν θα επιστρέψει.  Το αν ορισμένοι λοιπόν, επέλεξαν να εναντιωθούν σε μία κατ’ επίφαση αναρχική κατάληψη συνιστά πάρεργο στο πραγματικό διακύβευμα που δεν είναι άλλο από την συνάντηση τους στον ίδιο αφιλόξενο τόπο, όπου ”ό,τι εμφανίζεται ως πραγματικός βίος, απόκαλύπτεται ως βίος, πλέον αυθεντικά θεαματικός”.

Όσοι έχουν αποτινάξει τις ψευδαισθήσεις περί ύπαρξης ενός συγκροτημένου, ενιαίου, επαναστατικού αναρχικού χώρου, σίγουρα γλίτωσαν μία ακόμα ελεύθερη πτώση από το συννεφάκι της ιδεολογικής αφέλειας. Άλλο τόσο σίγουροι είμαστε πως απήχαν από τα τετριμμένα αστικά μνημόσυνα, τις ανίσχυρες εκδηλώσεις λατρείας του παλιού και τους συμβατικούς θιάσους αναπαράστασης μιας ταριχευμένης εξέγερσης. Ειδάλλως, διαβεβαιώνουμε πως αν παρευρίσκονταν ή σκόπευαν να το κάνουν, δεν θα το έπρατταν με τους ανέμπνευστους, στομώμενους όρους της εύπεπτης επιθετικότητας για την επίθεση. Οι παραλήπτες αυτών των αράδων, οι λίγοι μα αναντικατάστατοι αυτοί άνθρωποι, εμφορούμενοι από την εγγύτητα που αποκλειστικά η απορρέουσα εκ της επιλογής ολικής άρνησης της κραταίας ευτέλειας περηφάνεια, δύναται να ζωογονήσει, διακωνούν ανεπιστρεπτί στους πλατείς ορίζοντες των καταστρεπτικών παθών. Χαράζουν με εργαλεία το αίμα, την απόγνωση και το πείσμα τους το χρονικό εξεγέρσεων ακατάληπτων προς τους θεματοφύλακες των αστικών κηδειόχαρτων. Οι καθημερινές τους βαθύσκιωτες αρνήσεις δεν θα μνημονευτούν από κανένα ενθουσιασμένο κοπάδι ενώ οι ραφιναρισμένες, άπληστες εξεγέρσεις τους αναμένουν με μακροθυμία να βρουν τους προσίδιους χώρους έκφρασης και εκδίπλωσης τους. Χώρους που καμία υστεροφημία δεν πρόκειται να εξασφαλίσουν στους φιλοξενουμένους τους. Χώρους απροσπέλαστους για όσους πλέκουν εγκώμια σε ότι δεν γνώρισαν ευγνωμονώντας το για τις παραχωρούμενες επιφάσεις με την αρωγή των οποίων απελευθερώνονται εκ των ευθυνών να σταθούν κριτικά και ακλόνητα στο σήμερα.

Εν κατακλείδι αντιπροτάσσουμε στις συμπεφωνημένες παρελάσεις της επελαύνουσας αδυναμίας, την μεθοδική και επίπονη διαδικασία συγκρότησης ενός σύγχρονου, επικίνδυνου αναρχικού ρεύματος. Την προσωπική περισυλλογή και την διαπροσωπική ώσμωση των θελήσεων όσων επιδιώκουν να ακολουθήσουν τις σύραγγες του αρνητικού ως την οριστική συντριβή κάθε αξιοπεριφρόνητης σταθεράς. Και μετά πάλι από την αρχή. Ξανά και ξανά παρατηρώντας τις μορφές να μεταβάλλονται και να πάλλονται στους ρυθμούς της δημιουργικής βούλησης μέχρι το άοντο ντα φε της νιότης. Κόντρα στην αποπληκτική ηττοπάθεια του πολιτικού ρεαλισμού και στον αφελή οπτιμισμό της πολιτικής μας ήττας. Αποσείοντας τα άχρηστα βάρη του παρελθόντος, είμαστε ελεύθεροι να ξεχυθούμε στο γόνιμο κενό της απώλειας των χαρτογραφημένων διαδρομών αναζητώντας αυτό που την ελευσή του όλοι αισθάνονται αλλά κανείς δεν τολμά να οραματιστεί και ακόμα περισσότερο να βοηθήσει να έρθει. Να τολμήσουμε να οραματιστούμε. Ατρόμητοι μπροστά στο άγνωστο με μόνη πυξίδα την βεβαιότητα ότι καμία αφήγηση δεν μας εμπεριέχει. Ότι σε κάθε παρελθόν το μόνο πιθανό να βρούμε είναι περισσότερες διαβεβαιώσεις πως αν δεν ενεργήσουμε άμεσα καμία πορεία από εδώ και μπρος δεν θα μας ανήκει. Να επιχειρήσουμε να πιστέψουμε σε αυτά που κανείς άλλος πέρα από εμάς δεν μπορεί να διεκπεραιώσει. Να αγαπήσουμε την εποχή μας μαζί με τα συντρίμμια που μας διαμόρφωσαν και τα θριμματισμένα όνειρα που μας υποσχέθηκαν αλλά και αυτά εν τέλει στερηθήκαμε. Οι εξεγέρσεις πέθαναν μαζί με αυτά τα όνειρα και ευτυχώς τώρα έχουμε την δυνατότητα να τοποθετήσουμε την ίδια την έννοια στην έδρα και αφού την καταδικάσουμε αναλογιζόμενοι ως αναρχικοί την σημερινή αποσπασματικότητα σχετικά με τις δικές μας επιθυμίες, να την επανανοηματοδοτήσουμε και να την στρέψουμε  ενάντια στο σύστημα που πίστεψε ότι τοιουτοτρόπως θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις μας.

Τέλος να αποσαφηνίσουμε πως δεν αρνούμαστε την σχέση μας με το παρελθόν. Την αναγνωρίζουμε και έχουμε πάρει θέση αλλά όχι αυτήν που οι χρηστοι γείτονες και οι αξιότιμοι συμπολίτες μας θα ήθελαν. Αντικρίσαμε κατάματα το παρελθόν μας και την αξιοζήλευτη αίγλη του. Είδαμε μέχρι τα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας. Είδαμε χρόνια πολιτισμένης βαρβαρότητας, ορθολογικού παραλογισμού, υποβάθμισης του ατόμου, λεηλασίας της φύσης, σπίλωσης της ομορφιάς, καταπίεσης του διαφορετικού, πατριαρχικής επιβολής, εμπορευματοποίησης των επιθυμιών, κανονικοποίησης των συμπεριφορών, κωδικοποίησης της τιμωρίας, επιβολής του θυμικού των μαζών, θρησκευτικής καταπίεσης, περιφρόνησης των παθών, περιθωριοποίησης του σώματος, περιχαράκωσης της θέλησης, υπονόμευσης της δύναμης και κακοποίησησης της ζωής. Δεν είδαμε όμως πουθενά σε κανένα πολυτεχνείο παρά απομονωμένα, τυχαία σαν μια εξαίρεση στον κανόνα και διάσκορπα  να αναδεικνύεται μια απόλυτη ρήξη με αυτήν την επονείδιστη διαδρομή που έχει το θράσος να αυτοαποκαλείται πρόοδος. Έχουμε λοιπόν έναν πολύ ισχυρό δεσμό με το παρελθόν αφού εκεί βρήκαμε αμέτρητες ερωτήσεις, οι δικές μας απαντήσεις όμως σε πείσμα των επίσημων και μη συνταγογράφων παραμένουν μια ανοιχτή προοπτική.

Horizontal Mortem

Consumimur Igni – Σύμπραξη για τους σκοπούς της ανάφλεξης.

Κανένας δεν έρχεται να σε σώσει σύντροφε

Κανείς δεν έρχεται να σε σώσει σύντροφε.

Κανένας.

Δεν αχνοφαίνεται επανάσταση στον ορίζοντα. Kανένα κόμμα, καμία μεγάλη ιδέα που επιτέλους θα αφυπνίσει την ουσία της ανθρωπότητας και θα μας ελευθερώσει από τις αλυσίδες μας.

Δεν υπάρχει προτωπορεία, σκοπός, καμία απόκρυφη μέθοδος εύχρηστη σε όλους μας, ώστε να ωθήσουμε τους ισχυρούς να παραιτηθούν στην μοίρα της καθημερινής ύπαρξης.

Υπήρξαν υποκριτές. Υπάρχουν κύρηκες, νταβάδες και ψευδείς θεοί που σε προτρέπουν να τους υμνήσεις. Θα σε προμηθεύσουν με άχρονες αλήθειες και αθάνατες προσωπικότητες, θα σε διαβεβαιώσουν πως αν αρκετοί άνθρωποι φορούσαν σωστή στολή ή ομιλούσαν με τον ορθό τρόπο όλα θα έβαιναν καλώς.

Υπάρχουν αυτοί φυσικά που σου αρνούνται ακόμα και αυτό, αρνητές κάθε πράξης στερουμένης σχολαστικού σχεδιασμού έως και της τελευταίας λεπτομέρειας. Ποιος θα διαχειριστεί τα σχολεία; Ποιος θα χτίσει δρόμους;

Θα χαρακτηρίσουν τα σχέδια σου αιθεροβάμοντα, αβάσιμα, μη πρακτικά, μια εξεγερσιακή ονείροξη.

Θα το δηλώσουν αυτό μισοκοιμησμένοι.

Αυτόι, τόσο σοφοί χασμουριούνται λέγοντας πως περιμένουν τον λαό να ξεσηκωθεί. Ο λαός ξεσηκώθηκε και συνετρίβη. Το occupy απέτυχε, το standing rock απέτυχε.Ότι απέμεινε είμαι εγώ και εσύ.

Αυτοί, τόσο ισχυροί χασμουριούνται λέγοντας πως αναμένουν να αναγνωριστούν τα δικαιώματα τους, το δικαίωμα να συνδιαλέγονται ή το δικαίωμα να ψηφίζουν μία αδιόρατη γραμμή που ούτε οι ίδιοι δεν πρόκειται να τηρήσουν. Που βρισκόντουσαν όλοι αυτοί στην εμφάνιση της πατριωτικής κίνησης ή του NDAA; Παραπονέθηκαν, μουρμούρησαν, ηττήθηκαν.

Διατείνονται πως προσμένουν ένα καινοφανές γεγονός σε έναν κόσμο με εκατομμύρια όμοιους τους καθημερινά. Κάθε μέρα τα κριτίρια αλλάζουν, κάθε μέρα βαλτώνουν και γερνάνε περισσότερο.

Όλοι περιμένουν μα κανένας δεν επιθυμεί να αρχίσει, όλοι θέλουν να συμμετάσχουν μα κανένας δεν θέλει να δημιουργήσει. Όλοι αδυμονούν για μία μεγάλη και γενικευμένη εξέγερση αλλά δοκίμασε να βουτήξεις ένα μήλο ή να κάψεις ένα μπατσικό και μονομιάς θα σε βαφτίσουν ”ερασιτέχνη”.

Όλοι πιστεύουν πως η αλλαγή κρύβεται στο επόμενο στενό, πως θεϊκές δυνάμεις θα μας κατευθύνουν με τον ορθό τρόπο. Όλοι είναι πεπεισμένοι πως ο χρόνος είναι με το μέρος μας, πως τα καλά κορίτσια πάντα θα νικούν και ότι τα πράγματα δεν πρόκειται να διατηρηθούν ως έχουν για πολύ ακόμα. Όλοι υποστηρίζουν ότι μια επανάσταση δίχως αιματοχυσίες και τραγωδίες είναι δυνατή, ότι όλοι θα ακουστούν και θα ενδιαφερθούν.

Όλοι είναι βέβαιοι πως η επανάσταση θα καταφτάσει σαν μια αγορά από το Amazon: γρήγορα, τακτοποιημένα και έτοιμη για χρήση στην εξώπορτα του σπιτιού τους. Έχουν παιδιά βλέπεις και πρέπει να τα θέσουν ως προτεραιότητα, αλλά ευχαρίστως θα στηριχτούν πάνω σου αν χαράξεις πορεία ώστε να βαδίσουν.

Όλοι περιμένουν. Περιμένουν κάτι. Περιμένουν κάποιον, κάποιον να τους σώσει.

Δεν θα έρθουν να σε σώσουν σύντροφε.

Κανείς δεν θα έρθει.

Αυτοί οι άνθρωποι θα πεθάνουν ακριβώς όπως έζησαν. Θα συνεχίσουν να στέκονται εκεί που βρίσκονται, στον καναπέ παίζοντας τους ρόλους τους στο διαδίκτυο αφού δεν τους κοστίζει τίποτα. Όπως το gang ball συνοδεύει διάφορες ξεχωριστές βραδιές η πολιτική είναι το κινκ που του κάνει να νιώθουν οι ίδιοι ξεχωριστοί.

Πάντα μιλούν με ιδιαίτερη θέρμη για τα συναισθήματα τους, για το πόση αλληλεγγύη προσφέρουν και χρειάζονται. Κάθε φορά που ένα έγχρωμο παιδί κείτεται σε μία λίμνη από το δικό του αίμα αισθάνονται πραγματικά άσχημα. Ειλικρινά. Αλλά έχουν δουλειές βλέπεις, και οικογένειες, τηλεοπτικές σειρές να παρακολουθήσουν και αυτοκίνητα να διατηρήσουν.

Θα λυπηθούν για σένα σύντροφε όταν θα χάσεις την δουλειά σου. Θα καλέσουν σε γενική απεργία φτιάχνοντας αφίσες, κονκάρδες και καρφίτσες. Υπό την προυπόθεση πως είναι σαββατοκύριακο εκτός της περιόδου των διακοπών φυσικά και με τα απαιτούμενα χρονικά αποθέματα, ώστε να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες συζητήσεις επί του θέματος.

Αναπτύσσονται μέχρις ότου να γεράσουν, αυτοί οι άνθρωποι, ευτυχισμένοι με την ιδέα πως αν διέθεταν την ευκαιρία θα πραγματοποιούσαν κάτι εξαίσιο. Δεν θα έχουν βαρύθυμες αλλά ευάρεστες μικρές κηδείες, όπου θα γιορτάζουν τις μέτριες ζωές τους, κομπάζοντας για το πόσο ”γενναίοι” υπήρξαν και πόσο ”σκληρά” πολέμησαν για την ελευθερία.

Το ποιος δεν αναφέρεται ποτέ. Το πως και που, μέσω επιδέξιων υπεκφυγών δεν τίθεται ως θέμα συζήτησης.

Υπάρχουν εκατομμύρια σαν αυτούς σύντροφε. Πάντα υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Θα γεννιούνται ώστε να σπαρταρίσουν τριγύρω για λίγο και σύντομα να επιστρέψουν πίσω στην τρύπα  από την οποία αναδύθηκαν.

Αναμένουν κάτι να ακολουθήσουν, σε συνεχή επιφυλακή να βρουν κάτι να συμμετάσχουν και περιμένουν υπομονετικά κάποιον να σπρώξει τροφή στο στόμα τους βοηθώντας τους έπειτα να την μασήσουν.

Θα τους περιμένεις εσύ σύντροφε;

Θα περιμένεις του ίδους ανθρώπους που προτιμούν να υποφέρεις ή να πεθάνεις προκειμένου να συνεχίσουν να παίζουν απρόσκοπτα risk;
Θα περιμένεις τους ίδιους ανθρώπους που δεν διατίθενται να σηκώσουν ούτε το δάχτυλο τους να σε βοηθήσουν έως ότου διαβεβαιωθούν πως η ασφάλεια τους είναι εγγυημένη και ο λόξυγγας έχει επεξεργαστεί;
Θα περιμένεις λανσάροντας σχέδια ώστε να πείσεις αυτούς που χρειάζονται πίστη, που δεν πρόκειται να κουνηθούν ίντσα μέχρι να σιγουρευτούν πόσα δέντρα θα φυτευθούν σε κάθε σχολείο, όταν ξαφνικά ελευθερωθεί, για τους κουφούς και τους τυφλούς;
Θα περιμένεις τους ανθρώπους που βαφτίζουν τις πράξεις σου αμαρτωλές καθώς γονατίζουν μπροστά στα γκλοπ των μπάτσων;
Θα περιμένεις όλον τον πλανήτη να συμφωνήσει με μια ιδέα; με ένα πρωτόφαντο ιστορικά οικουμενικό γεγονός;

Είσαι προετοιμασμένος αγαπητέ σύντροφε να πεθάνεις όπως αυτόι, πριτριγυρισμένος από προσφορές φθηνών πάρτυ και ακόμα φθηνότερης μουσικής καθώς οι φίλοι σου τραγουδούν ύμνους  σε μια κοινότυπη ύπαρξη;

Ή θα δράσεις;

Μην με περνάς για ανόητο σύντροφε, όπως με την σειρά μου ελπίζω να μην είσαι εσύ. Δεν θέλω να πεθάνω και σίγουρα δεν θέλω να καταλήξω στην φυλακή. Δεν έχω κάποιο ώφελος γινόμενος μάρτυρας διότι θέλω να είμαι ελέυθερος όπως θέλεις και εσύ.

Αλλά αν είσαι έτοιμος να δράσεις, να παραμερίσεις τους δισταγμούς και πραγματικά να χτίσεις τότε ίσως έχουμε κάποια ελπίδα. Εσύ και εγώ. Δεν πρόκειται να ξανααναφερθώ στους άλλους.

Τι θα γινόταν αν εστιάζαμε στην δική μας απελευθέρωση; Τι θα γινόταν αν κατασκευάζαμε τις αναγκαίες κατ’ εμάς δομές; Τι θα γινόταν αν αντί να συζητούσαμε για το χρώμα στις σημαίες και το στυλ μαλλιών συνδιαλεγόμασταν πάνω στο τι καλλιέργιες θα φυτεύαμε ή τι καταστήματα θα ληστεύαμε; Τι θα γινόταν αν δημιουργούσαμε μια ένωση, μια συμμορία, αφοσιωμένη στο κυνήγι της ελευθερίας; Τι θα γινόταν αν σταματούσαμε να επιχειρηματολογούμε διαδικτυακά και ξεκινούσαμε να γίνουμε πραγματικοί σύντροφοι, σύντροφοι οι οποίοι θα προστατέψουν ο ένας τον άλλον από τους μπάτσους και θα πρόσφεραν καταφύγιο;

Τι θα γινόταν αν μπορούσαμε να βασιστούμε αμφότεροι ο ένας στον άλλον σε τέτοιο βαθμό ώστε να ένιωθα ασφαλής όπου κι αν πήγαινα επειδή ένα πλήγμα στον έναν θα μεταφραζόταν ως πλήγμα και στον άλλον;  Τι θα γινόταν αν δεν περιμέναμε για έναν αποκαλυπτικό, ολοκληρωτικό πόλεμο και αντιθέτως εξαπολύαμε τον δικό ΜΑΣ πόλεμο καθημερινά, έναν πόλεμο ενάντια σε ότι μας υποδουλώνει;

Τι θα γινόταν αν επιδιώκαμε όλα αυτά; Τι θα γινόταν αν απομακρύναμε τις ιδεολογικές θεωρίες και  επικεντρώναμε σε όλα αυτά; Γιατί όχι; Γιατί να περιμένουμε;

Κανείς δεν πρόκειται να μας σώσει σύντροφε.

Κανείς.

Έτσι εξαρτάται από εσένα και εμένα.

Πηγή: https://theconjurehouse.com

Μετάφραση: Ηorizontal Mortem (Σύμπραξη Αναρχικών – Consumimur Igni)

Αφισάκι/αυτοκόλλητο σε ελληνικά και ισπανικά

Χαιρετίζουμε τους συντρόφους στη Χιλή. Μόνο αγάπη και σεβασμό τρέφουμε για τους εξεγερμένους σ’αυτό το κομμάτι της γης. Τι κι αν μας χωρίζουν ωκεανοί και ήπειροι, η φλόγα της εξέγερσης ζεσταίνει με την ίδια εγγύτητα τα κουκουλωμένα μας πρόσωπα.

Η Αναρχία αναπνέει στα οδοφράγματα.

Φιλάκια κι αναπτήρα σε όλα τα συντρόφια που ψάχνουν δίπλα τους αδέρφια να τους ανάψουν το μπουκάλι.

Να πυρπολήσουμε την κοινωνική ειρήνη με την εξεγερτική παρουσία μας στο δρόμο τις μέρες και τις νύχτες. Όταν θυμόμαστε και τιμάμε φυλακισμένα ή νεκρά συντρόφια αλλά και επειδή απλώς είναι Σάββατο βράδυ, Κυριακή, Παρασκευή, Δευτέρα και όποτε άλλοτε μας βάζει σε κίνηση η επαναστατική μας κάβλα.

Τα λέμε στους δρόμους της φωτιάς

Ραντεβού στα βενζινάδικα.

Σύμπραξη αναρχικών – Consumimur Igni