Αφισάκι – Φόρος τιμής για τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης

Η στιγμή της εκτόνωσης, του ξεσπάσματος, εμπεριέχει μιαν αίσθηση αναντικατάστατη. Ένα πολύτιμο βίωμα γνωστό σε όσους ανθρώπους κλήθηκαν να υπομείνουν εξευτελισμούς, μαρτύρια, τον αβάσταχτο πόνο της ανημποριάς, της αδυναμίας να αναχαιτήσεις μία εχθρική υπέρτερη δύναμη. Αυτές τις στιγμές σφίγγεις την πληγωμένη υπόληψή σου στις χούφτες σου, όπως τη φωτογραφία ενός αγαπημένου νεκρού, τα δόντια σου ραγίζουν από τον χείμαρρο αναθεματισμών που αγωνιά να ξεχυθεί. Κηλιδώνοντας ό,τι βάρβαρα σε καθιστά αόρατο, βρίσκεις προσωρινό καταφύγιο στις μύχιες σκέψεις και τα υποχρεωμένα να σιγάσουν συναισθήματα, αναπαράγοντας μια μονάχα φράση: “Δε θα ξεχάσω”. Και όποιος δεν ξεχνά, δεν αφανίζεται. Συνεχίζει να υποβόσκει, μέχρι τη στιγμή της θυελλώδους επανεμφάνισης. Μέχρι το επόμενο ξέσπασμα. Και τότε όλα διατρανώνουν θριαμβευτικά μιαν ακλόνητη πεποίθηση: Πάντα είμαστε εδώ · ήμασταν, είμαστε και θα συνεχίσουμε να πολεμάμε για να είμαστε.

Όσο μεγαλύτερη η αποφασιστικότητα με την οποία οχυρώνεται το εξεγερμένο πρόσωπο στα χαρακώματα της μνήμης, τόσο πιο συνταρακτικό το αποτέλεσμα της επανεμφάνισής του στον αισθητό κόσμο, σε πείσμα όσων επιδίωκαν την εξάλειψή του. Εκείνο το όμορφο βράδυ στη Νέα Σμύρνη θύμισε μέρες και νύχτες γλυκιές κι αγριεμένες, αυθεντικές κι επιβλητικές, πύρινες και κολασμένες. Ακόμα περισσότερο θύμισε πως, αν οργανωθούμε και πιστέψουμε στις επαναστατικές μας δυνάμεις, μπορούμε να επιτύχουμε τα πάντα. Κυκλοφορούμε το παρόν αφισάκι ως μια απειροελάχιστη συμβολή στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και στη σύνδεση του νήματος των στιγμιοτύπων του κοινωνικού πολέμου. Στιγμιότυπα ενδεδειγμένα προκειμένου να μοιραστούμε το τι μας πνίγει, τι εχθρευόμαστε · προκειμένου ν’ αφήσουμε μια δέσμευση και μιαν υπόσχεση για μια συνεπή και αξιοπρεπή συνέχεια.

Να αναζητήσουμε το δικό μας “βορειοδυτικό πέρασμα”, από τη συγκράτηση στο ξέσπασμα, και από το ξέσπασμα στην οργανωμένη συστηματική παρουσία.

Δεν ξεχνάμε τους ανθρώπους που προφυλακίστηκαν έκτοτε, κατηγορούμενοι για την επίθεση στο κατασταλτικό σακί σάρκας και (χυμένου) αίματος. Άμεση αποφυλάκιση των αιχμαλώτων της Νέας Σμύρνης.

Δεν ξεχνάμε τους βασανισμούς των εξεγερμένων στους δρόμους και στα κρατητήρια, ως μια απόπειρα των μπασκίνων να ανακτήσουν λίγο απ’ το πληγωμένο τους γόητρο. Μόνη απάντηση: Η συνέχιση της επιθετικής πρακτικής.

Consumimur Igni – Συμβούλιο για τη διατήρηση της μνήμης

Μήνυμα προς κάθε ανθρώπινο σκουπίδι που φορά τη ρουφιανοστολή: Ποτέ σου μην ξεχάσεις το βλέμμα του συναδέλφου σου όταν βρισκόταν οριζοντιωμένος στην άσφαλτο της Νέας Σμύρνης. Ποτέ σου μην τον ξεχάσεις, όπως τον “ξέχασαν” πίσω οι συνάδελφοί του. Αυτή είναι η ουσία σας κάτω απ’ τη στολή και τη φαινομενική παντοδυναμία σας, είστε ευάλωτα και δειλά ανθρωπάρια, πρώτη γραμμή της πολεμικής μηχανής ενός κόσμου ηθικά και αξιακά ξεπεσμένου, που θα πέσει όπως ο “συνάδελφος” αν πολλαπλασιαστούν τα παραδείγματα των ανθρώπων που αντιστέκονται και παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.

«Καμία θλίψη δεν αξίζει για τα φέρετρα που θ’ αρχίσουν να παρελαύνουν. Οι αστυνομικοί δεν έχουν ούτε όνομα, ούτε ηλικία, έχουν απλώς το βαθμό και τον υπηρεσιακό τους αριθμό. Γι’ αυτό, όπως και τα ντόνατς που τρώνε, έτσι κι αυτοί δεν είναι “ωραίοι” χωρίς μια τρύπα στη μέση.» – ΣΕΧΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ

Αιώνιοι φοιτητές στα αμφιθέατρα των επαναστατικών εφορμήσεων

Το κλίμα προβλέπεται βαρύ μετά από μία ακόμα ήττα στο ιστορικό της διαπάλης των κοινωνικών κινημάτων με το ακροδεξιό κυβερνητικό έκτρωμα και την υπερψήφιση του νέου νομοσχεδίου για την εκπαίδευση. Οι επικήδειες συμβολικές εκδηλώσεις μαζί με τις ευκατοφρόνητες προσπάθειες αντίστασης μιας κλινικά νεκρής και σε μόνιμη ρήξη με τον ριζοσπαστισμό αριστεράς, δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την κατοχύρωσή του, παρά τις όποιες αξιέπαινες δυναμικές αντιδράσεις των ακούραστων εξεγερμένων μειοψηφιών. Και φυσικά κανείς οξυδερκής δεν αιφνιδιάστηκε από αυτήν την εξέλιξη, ούτε για την επερχόμενη συνέχεια στο, τετριμμένο πλέον, θέαμα σύγκρουσης μεταξύ κράτους και όσων δεν μπορούν να δουν πέρα από τα αφηγήματά του.

Πάντως, η τερπνή θέα των αδάμαστων ταραχοποιών κατά τη δυναμική τους επανεμφάνισή τους στο κέντρο των ελλαδικών μητροπόλεων αποτελεί πάντα μια ανεκτίμητη βαρβαρική συνεισφορά. Ειδικά αν λάβουμε υπόψιν μας τους πρωτοφανείς σκόπελους της συγκυρίας, ένεκα της στρατιωτικοποίησης του κράτους με πρόσχημα τη νόσο Covid-19, και της μαχητικής ανετοιμότητας των υπόλοιπων μετεχόντων στις επιχειρήσεις ανακατάληψης του κέντρου. Χαλάλι το απαράλλακτο, γραφικό όνειδος των ανήσυχων φοιτητών, λοιπόν, αν μετατρέπεται σε πυροκροτητή αντίστοιχων ευκαιριών για την ικανοποίηση των αδιαπραγμάτευτων φιλοδοξιών μας. Και πέραν της αναμενόμενης νωχελικής τους συμβολής στη διαδραματιζόμενη σύγκρουση, ξεπερνάμε και την αθεράπευτη πολιτική κακομοιριά και συναισθηματική τους ραθυμία.

Στο δια ταύτα τώρα: Το “νέο πανεπιστήμιο”, ήδη εδώ και καιρό -μια αναπότρεπτη άφιξη για όσους δεν ξέχασαν να διαβάζουν τα σημεία των καιρών (κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου, ανάγκη ανάδειξης νέων αγορών, γενικευμένος κοινωνικός εκμαυλισμός, εκσυγχρονισμός της παραγωγής, ιδεολογική ηγεμονία της οικονομίας ως απότοκο του νοσούντος αστισμού)- βρισκόταν προ των πυλών. “Δυστοπία ολκής και μια ωδή στον ολοκληρωτισμό” ακούμε, αλλά δε συμφωνούμε, κι ας λογαριάζουμε σοβαρά στην κρίση μας τις όποιες βάσιμες ανησυχίες. Θεωρούμε όλους αυτούς τους στομφώδεις μύδρους γκρίνιας μαλακίες. Μια διαδεδομένη και αντιδημιουργική πρακτική της παραδοσιακής αριστεράς. Δε χαρακτηρίζουμε μαλακίες την περίσταση καθ’ εαυτήν, και επ’ ουδενί δεν υποτιμούμε την πρακτική αναγκαιότητα κατανόησης, ανάλυσης και καταπολέμησης ενός σχολαστικά σχεδιασμένου κυβερνητικού νομοσχεδίου με στόχο την περαιτέρω βιομηχανοποίηση της εκπαίδευσης, τον αποικισμό δημοσίου χώρου από ένστολους ανίκανους και την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων αγκιστρωμένων στην εκαπιδευτική διαδικασία: Κομβικά ζητήματα και αληθινοί στόχοι πρώτης τάξεως για την επαναστατική κριτική μας, όπως και οι εμπνευστές τους για τα μέσα εκτόνωσης της διάπυρης οργής μας. Αρκετά όμως με τις φοιτητικές μετριοπάθειες και τους συγχρωτισμούς με τις αριστερίστικες υπεκφυγές.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα των αριστερών φοιτητών με το νομοσχέδιο για την παιδεία είναι ομόλογο με αυτό της σύγχρονής αριστεράς απέναντι σε κάθε μεμονωμένη πολιτική συγκυρία ικανή να τη φέρει αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις της, παύοντας να τη μεταχειρίζεται σαν το μόνιμο κακομαθημένο παιδάκι της μεταπολίτευσης: Επανάσταση ή συμφιλίωση με το κατεστημένο; Κοινωνικός πόλεμος ή συμπόρευση με το υπάρχον; Σαφέστερα τώρα, φοιτητής ή εξεγερμένος; Γιατί στο αφεντικό δε βγαίνουν άλλες παραχωρήσεις.

Η στρατιωτικοποίηση των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι ασφαλώς μια στιγμή παράταιρη και αποκομμένη από τη συγκεκριμένη ιστορική φάση του καπιταλισμού και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Μια ανθρωπότητα παραδομένη και ανοχύρωτη -πλην ελάχιστων εξαιρέσεων (θλιβερά ελάχιστες για να συντηρούν επαναστατικές ονειρώξεις)- στις κτηνώδεις ορέξεις της οικονομικά διαρθρωμένης μεγα-μηχανής του κεφαλαίου, συνειδητά ή μη, καλείται να προσαρμοστεί εκ νέου στις αδήριτες προϋποθέσεις για την κάλυψη του συστήματος και τη διάσωση του καπιταλισμού ως γενική αρχή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων.

Για τις μη κατεχόμενες από ιδεολογικές παρωπίδες, για τους πιστούς απολογητές και αδιόρατους στηλοβάτες των θεμελιωδέστερων κατηγοριών κατά του υπάρχοντος, δεν προξενεί έκπληξη η συνεχιζόμενη με φρενήρεις ρυθμούς εισβολή της οικονομίας σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης. Εδώ έχει εισβάλλει διαμέσου του σταδιακά πιο εύστοχου και αποδοτικού διάχυτου θεάματος στον καθρέπτη του σπιτιού και στα όνειρά μας, στο πανεπιστήμιο θα κόλωνε; Και από τι θα εμποδιστεί στην τελική; Από το ταλαίπωρο φοιτηταριάτο που έκανε το νέο πανεπιστήμιο πράξη πριν καν να γίνει νομοσχέδιο; Από όσους αναζήτησαν στην ανώτερη εκπαίδευση μια διάσωση ή απόκτηση ταξικών προνομίων; Από όσους διασπάθιζαν, πνιγμένοι στην ηδυπάθεια και τον καταναλωτισμό, τα πύρινα χρόνια του νεανικού τους σφρίγους, με την καταπραϋντική υπόσχεση πως σύντομα θα αποτελούν αξιόπιστα στελέχη στην εκστρατεία επέκτασης του αστικού πολιτισμού; Ή θα εμποδιζόταν από τους αριβίστες πολιτικάντηδες με τις ψευδαισθήσεις αγώνα πίσω από τα περιφρονημένα τραπεζάκια στους πανεπιστημιακούς διαδρόμους, όταν δε φανφαρολογούσαν στα φοιτητομάγαζα με έπαρση ειδήμονα; Όλοι αυτοί είτε δεν ήθελαν, είτε δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την υπερψήφιση του ”εκτρωματικού” αυτού νομοσχεδίου, και τώρα τμήματά τους το γύρισαν -σαν έτοιμοι από καιρό- στο ”δε θα εφαρμοστεί”. Μαλακίες ξανά. Και αυτό διότι εφαρμόζεται ήδη καιρό τώρα, με αυτούς ως αναπόσπαστο κομμάτι του.

Το “νέο πανεπιστήμιο” υπήρχε προ πολλού διαμέσου της χαρακτηροδομής, των επιθυμιών, των προτεραιοτήτων, της διαγωγής και των επιλογών του κάθε τυχάρπαστου νεοεισερχόμενου φοιτητάκου, έχοντας με καμάρι στο πέτο του τις ευλογίες κράτους, οικογένειας και αγοράς ως προκαταβολή για τη δυνητική του μελλοντική χρησιμότητα στην παραγωγική διαδικασία. Προαγωγός του φυσικά το “παλιό πανεπιστήμιο”, και δε νιώθουμε την ανάγκη να ζητήσουμε καμιά προκαταβολική συγγνώμη από όσους το νοσταλγούν λόγω της εξάρτησής τους από τα κομματικά τραπεζοκαθίσματα, τα φοιτητικά στέκια και τα πάρτυ του παρασκευο-σάββατου. Αυτές είναι κατ’ αυτούς ικανές αιτίες για να το δοξάζουν και να το εξάρουν ως κάτι διαφορετικό και κοινωνικά υγιές. Με το νομοσχέδιο, εξάλλου, δεν διαφοροποιήθηκε τρομακτικά το πολιτικο-οικονομικό σύστημα, δεν άλλαξε κάποια ουσία του κόσμου, απλά αυξήθηκε η ταχύτητα του καπιταλισμού μαζί με τις αξιώσεις του να εντείνει τον έλεγχο στις σύγχρονες μανιφακτούρες, όπως τα πανεπιστήμια, ως μονάδες παραγωγής εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Σφίξαν οι κώλοι, εν ολίγοις. Οπότε, πού ακριβώς έγκειται το θέμα των περισσότερων αγανακτισμένων, αν δε θέλουμε να υπεκφεύγουμε; Ένα είναι το απαράκαμπτο συμπέρασμα: Η αριστερά έχει συνηθίσει να είναι το αβροδίαιτο παιδί ενός φιλελευθερισμού με τον οποίο έχει πολιτικά συμβιβαστεί, πατώντας στις πλάτες της αιματοβαμμένης ιστορίας αντικαθεστωτικών και αντικαπιταλιστικών αγώνων. Αν την απώλεια αυτών των κεκτημένων προνομίων τη βρίσκει τόσο δυσβάσταχτη, ας σταματήσει να κουράζει με τα διαπιστευτήρια περί νομιμότητας των αιτημάτων της, κι ας ετοιμαστεί να χύσει αίμα, ειδάλλως ας πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας.

Απέναντι στην υπάρχουσα πραγματικότητα, δεν ευδοκιμούν πλέον μετριοπάθειες και υπεκφυγές. Τρομακτική διαπίστωση ίσως για όσους βολεύονται στη μακαριότητα της επίβουλα παραχωρημένης νηνεμίας. Ευλογημένο δώρο όμως για εμάς και όσες αντικρίζαν στις κτηνώδεις ώρες της ακύμαντης καθημερινής ρουτίνας τον χειρότερο εφιάλτη τους. Αν ο καπιταλιστικός κόσμος και η αναπόδραστη παρακμή του απολήγουν στην ανανέωση της βαρβαρότητας και της ωμής κρατικής επιβολής, εμείς γιατί να ιδρώσουμε; Θα έπρεπε να μοιρολογούμε για τις εκλιπούσες στιγμές μιας επίπλαστης κοινωνικής ειρήνης ή να υποκριθούμε τον συμπαραστάτη των μίζερων ανησυχιών του κάθε φοιτητάκου μήπως κερδίσουμε την εύνοιά του, βοηθώντας τον στην αναζήτηση του χαμένου καπιταλιστικού παραδείσου του; Δε διστάζουμε, απεναντίας, να εκφράσουμε μια σχετική “ικανοποίηση” με την έκβαση των εξελίξεων, αφού η αυταρχικοποίηση της πανεπιστημιακής λειτουργίας μπορεί ν’ αποτελέσει μια επαρκή αφορμή για να εγκαταλείψουν τους ευκαταφρόνητους εκπαιδευτικούς (και εν συνεχεία παραγωγικούς) ρόλους τους μεγαλύτερες μερίδες ανθρώπων. Χρήσιμο και αναγκαίο κάθε ερέθισμα που πείθει τους σπουδαστές να παρατήσουν έναν -ούτως ή άλλως- εχθρικό για εμάς χώρο, φυτεύοντας στις καρδιές τους τον σπόρο της εξέγερσης και της άρνησης των σχέσεων επιβολής και υποταγής. Παρατηρώντας πως εμείς οι ίδιοι στερούμαστε τη δυναμική να οξύνουμε την αντιπαράθεση με το κράτος, ας το απολαύσουμε τουλάχιστον να τρώει το ίδιο τα μούτρα του, χτίζοντας εκατοντάδες και χιλιάδες εν δυνάμει αρνητές και πολεμίους του.

Τι να πούμε και ποια να είναι η θέση μας στις κινητοποιήσεις ενάντια στο νέο πανεπιστήμιο, όταν απαρνηθήκαμε οριστικά τους ρόλους και τα πόστα μας στις τάξεις της εκπαιδευτικής εξημέρωσης; Όταν αυτομολήσαμε και αναζητήσαμε πρόθυμα θέση στα χαρακώματα του αναρχικού πολέμου, ποθώντας την καταστροφή του “νέου”, του “παλιού” και κάθε πανεπιστημίου; Δε μας βρίσκει σύμφωνους η ανάθρεψη της γραφικής γκρίνιας των κάθε λογής αγανακτισμένων εκπαιδευτικών σε μια προσπάθεια κατασκευής σαθρών δεσμών αλληλοϋποστήριξης με μοναδικό στόχο την πολιτική επιβίωση και την εξασφάλιση μιας προνομιακής μεταχείρισης, αποστερημένης από οποιονδήποτε σχεδιασμό ριζοσπαστικής ρήξης με τη βαθιά ριζωμένη εκπαιδευτική διαδικασία. Τη βρίσκουμε επιζήμια και αυτοϋπονομευτική, διότι αποφεύγει επιδέξια να χτυπήσει ουσιωδώς αντιλήψεις, συνήθειες και επιθυμίες ασυμβίβαστες με μία αναρχική επίθεση στα θεμέλια της αστικής κοινωνίας. Όταν ο στόχος των αναρχικών αναλύσεων και επιθέσεων εντοπίζεται σε μία σύλληψη της πραγματικότητας κατά πολύ εκτενέστερης από αυτής ενός συγκυριακού αγώνα απέναντι σε ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο, δεν μπορείς να συμμετέχεις σε αυτόν συντηρώντας τις αιτίες ενδυνάμωσης της πρώτης. Τουτέστιν, υπονομεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό όταν πολεμάς το νέο πανεπιστήμιο συμπράττοντας άκριτα και κατά περίπτωση, απενοχοποιώντας ό,τι συντηρούσε το παλιό, ενώ αυτό ήταν ο αδιαμφισβήτητος πρόδρομός του. Η πάγια θέση μας είναι πως η μαζική κοινωνική μηχανή με τον εργασιακό καταμερισμό, την προσιδιάζουσα σε αυτή γνώση και τους επακόλουθους κοινωνικούς ρόλους, οφείλει να καταστραφεί συθέμελα, ώστε ν’ ανθίσουν απρόσκοπτα οι ελεύθερες κοινοτικές ενώσεις μας. Αν δε σταθούμε στα πόδια μας, εκφράζοντας μια προταγματική και στρατηγική ολότητα, δεν μπορούμε να εμπνεύσουμε μια ολοκληρωμένη, ενιαία ανατροπή, σε μία εποχή όπου η απολυτότητα αναδεικνύεται ως προαπαιτούμενο γι’ αυτό.

Επ’ ουδενί δεν προάγουμε και δεν καλλιεργούμε μία λογική αναχωρητισμού από τους εν εξελίξει αγώνες, ούτε στηλιτεύουμε την όσμωση με ευρύτερα κοχλάζοντα κοινωνικά σύνολα. Η τοποθέτησή μας αυτή στοχεύει να αποτελέσει επιμέρους στιγμιότυπο μιας βαθιάς και ειλικρινούς αγωνιστικής όσμωσης. Μπουχτίσαμε όμως από την άκριτη έκφραση αγαθών προθέσεων και διεκδικούμε το αυτονόητο: Να τοποθετούμαστε ως αγέρωχος και συγκροτημένος επαναστατικός χώρος, όχι η αντιδραστική πιτσιρικαρία μιας πτυχιούχας πλέμπας. Η πολιτική μας στάση οφείλει να λαμβάνει πρόδηλη θέση ρήξης με την αστική κοινωνία, όχι διπλωματικής διαπραγμάτευσης των όρων εξανδραποδισμού μας με το κράτος. Ενόσω δεχόμαστε αλλεπάλληλες ήττες και αστοχίες, οφείλουμε να γίνουμε αμείλικτοι και επικριτικοί απέναντι -πρωτίστως- στους εαυτούς μας τους ίδιους, να παραδεχτούμε και να αναρωτηθούμε γιατί το κράτος βρίσκεται πάντα 3 βήματα μπροστά μας (ιδεολογικά, στρατιωτικά και επικοινωνιακά), ειδάλλως θα παραμείνουμε οι χρήσιμοι σάκοι εκτόνωσης του ένστολου σαδισμού.

Το πρώτο βήμα είναι η σαφής επίγνωση του ποιοι ακριβώς είμαστε, και έπειτα ακολουθεί η αλύγιστη πολιτική και αξιακή υποστήριξη των απόψεών μας αναφορικά με την εκπαίδευση και τους πανεπιστημιακούς χώρους. Ομολογώντας, για παράδειγμα, δίχως περιστροφές πως αυτή δεν είναι καθόλου αναδιαρθρωτική. Γνωρίζουμε, εξάλλου, καλά πως τα περισσότερα συντρόφια μας ενήργησαν εντός των πανεπιστημίων, και πως θα συνεχίσουν να αξιοποιούν το παραμικρό χιλιοστό ελευθερίας κερδισμένο από την τανάλια της καταστολής, δίχως να κατατρύχωνται για την ασφάλεια και την ευταξία της εκπαίδευσης στις αίθουσες της πλήξης. Και αυτό είναι το δέον, μαζί με όλες τις αξιέπαινες στιγμές, τις αστοχίες και τα εκρεμμή ακόμη στοιχήματα, εφόσον η αναρχική εξέγερση δε συμβιβάζεται με την αναζήτηση θέσης περιωπής σε αυτόν τον χρεοκοπημένο κόσμο. Είμαστε κασταλαγμένοι σχετικά με το τι χρειαζόμαστε στη φαρέτρα μας και τι επιθυμούμε ν’ αποβάλλουμε, και γι’ αυτό προτείνουμε σε όσους διέπονται από την ανάγκη να αφομοιωθούν ευκαιριακά στον υπόλοιπο αγανακτισμένο όχλο με τις “αγνές φοιτητικές προθέσεις” του να επανεξετάσουν την πολιτική τους ταυτότητα. Όλες και όλοι μας έχουμε υπάρξει ανήσυχα και αφελή παιδιά, μεγαλωμένα στο αβροδίαιτο αστικό περιβάλλον, αλλά όταν με την πάροδο των χρόνων δεν έρχεται ο άνεμος της επαναστατικής ωρίμανσης, τότε αναπόδραστα θα σβήσουμε στον πνιγηρό καπνό της απογοήτευσης, της μεμψιμοιρίας και του συμβιβασμού με ό,τι κοινότοπα και επιφανειακά μισήσαμε.

Ο αναρχικός χώρος, με τις διάφορες τάσεις του, τις διαφωνίες, τις αντιθέσεις, τις ελλείψεις, τις αγκυλώσεις και τις παθογένειές του, αποτελεί -καλώς ή κακώς- σταθερά τη μήτρα όσων διαθέτουν την αποφασιστικότητα και τη συνέπεια να αντιταχθούν βαθιά και ουσιαστικά, έστω και μειοψηφικά, στον καπιταλιστικό κόσμο. Είναι, λοιπόν, κομβικό να φροντίσουμε το επερχόμενο πολυτάραχο και συγκρουσιακό διάστημα, καθείς απ’ το μετερίζι του και όπου μπορούμε και πιο (δια)συλλογικά, να μετατραπούμε σε καταλύτη εξεγερσιακών εκτροπών και εκπόνησης επαναστατικών σχεδιασμών, αποφεύγοντας να καταντήσουμε ένα στείρο ηθικό αντίβαρο του εξόφθαλμου κυβερνητικού αυταρχισμού, επικουρώντας τοιουτοτρόπως στην επάνοδο της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό θα επιτευχθεί διαμέσου της καθημερινής, αδιάκοπης προσπάθειας ριζοσπαστικοποίησης των εστιών κοινωνικού αναβρασμού, όπως το εκπαιδευτικό, και τη μετατόπιση του διαλόγου από τα υποκριτικά αμφιθέατρα της πολιτικής στην άμεση δράση και την αντάρτικη πάλη έναντι στο σύνολο του κρατικού μηχανισμού.

Αν δε σταθούμε σε όλα τα μέτωπα συντεταγμένα, ρηξιακά και επιθετικά, ως μια υλική δύναμη για την κατάργηση της αστικής κοινωνίας και την καταστροφή ενός πολιτισμού αποικισμένου από τα παράσιτα του κεφαλαίου και της αλλοτρίωσης, τότε σε τι ακριβώς ελπίζουμε; Όχι πάντως στην επάνοδο ενός πανεπιστημίου αφοσιωμένου στην ενίσχυση των δομών αφομοίωσης και εκπολιτισμού, ενός πανεπιστημίου ικανού να παράγει ιδεολογία εφάμιλλης ποσότητας με τη γνώση που επιστρατεύει για να απορροφά πιθανούς κραδασμούς αμφισβήτησης. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε σήμερα πως τα ρήγματα και οι πληγές στο σώμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας -καθώς επιχειρείται η αναδιάρθρωση και ο ανασχηματισμός της- αποτελούν ιδανική ευκαιρία για εμάς να επέμβουμε, επεκτείνοντας την επιμέρους κριτική σε ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο ως την ολική αποδόμηση της βιομηχανίας της γνώσης, ως τη συνολική αναρχική επίθεση στον κόσμο του κεφαλαίου και των κρατών.

Ο όψιμος καπιταλισμός ολοκληρώνεται, μεταμορφώνοντας τον κόσμο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, οικοδομώντας τη δυστοπική αθλιότητα του 21ου αιώνα: Κατάρτιση, (τηλε-)εργασία, ψυχαγωγία και διαρκής αύξηση της ταχύτητας εναλλαγής των αποδεκτών αυτών καταστάσεων, σε σημείο να θολώνουν τα όρια μεταξύ τους. Στην προσπάθεια επίλυσης δομικών αντιφάσεών του και ευόδωσης των αναγκαίων διαδικασιών αναπαραγωγής του, εισέρχεται στο στάδιο του πλέον δυσεπίλυτου προβλήματος στον δρόμο για την οικουμενοποίηση του κόσμου κάτω από τις προσταγές του: Την καταστροφή όσων κοινωνικών σχέσεων και τρόπων υποκειμενοποίησης του επέτρεπαν να αναβάλλει την κατάρρευσή του απάνθρωπα σε έναν ακόμα ανθρώπινο κόσμο. Τον τεχνοκρατικό μηδενισμό και την πνευματική αποσύνθεση. Το παραπάνω πρόβλημα φαίνεται συνυφασμένο με τον δομικό τρόπο διαιώνισης της κοινωνίας του κεφαλαίου, καθώς η επέκτασή του σε πλανητικό επίπεδο εξαρτάται αναμφίλεκτα από την αποτελεσματικότητα με την οποία μπορούν να θυσιάζονται μορφές ζωής, τρόποι σκέψης, ιδανικά, αξίες, έθιμα και ανθρώπινες ιδιότητες στον Μολώχ της αξιοποίησης. Ο απαράκαμπτος αυτός μηδενισμός -οποιασδήποτε επίφασης- μπορούσε να εξασφαλίσει στους στρατοκόπους της παραγωγής απολογίες υπέρ της οσφιοκαμψίας τους, ενοποιώντας τα θεαματικώς διαχωρισμένα πεδία της κοινωνικής σήψης  στον ολοκληρωμένο εφιάλτη που ήδη υπέβοσκε στους κόλπους της καπιταλιστικής κοσμοαντίληψης. Η μόρφωση, με τα ιδρύματά της, εντός ενός παρηκμασμένου και αξιακά κενού κόσμου, εξαπλώνουν μόνο τον εκμαυλισμό και την αποσύνθεση του ανθρώπου. Ας μη γίνουμε λοιπόν απολογητές μιας εκμηδενισμένης κοινωνίας, ας μην καταλήξουμε με στειρότητα “μπροστάρηδες” της σπουδάζουσας νεολαίας, διεκδικώντας απλώς την επιμήκυνση των αιώνιων αλυσίδων μας.

Όστις εθελοτυφλεί μπρος στην ιστορική έλευση του μηδενισμού, εφόσον ο καπιταλισμός και οι γεννεσιουργές αιτίες του δεν ανατράπηκαν κατά τα προγηούμενα στάδια ανάπτυξής του, αδυνατεί να αντικρίσει και τις -προσαρμοσμένες στα σημερινά δεδομένα- δυνατότητες απαλλαγής μας από το εκμαγείο του ειδώλου του. Από πλευράς μας, όσο περνά απ’ το χέρι μας, πασχίζουμε να αποτελούμε ανάχωμα στην αντεπαναστατική οικοδόμηση μιας κατάπτυστης προοπτικής επιστροφής σε οιονδήποτε νοσταλγικά εξωραϊσμένο καπιταλιστικό παράδεισο. Διότι καμία ανάμνηση περασμένων μεγαλείων δεν οδηγεί πέρα από το δίλημμα “έρημος ή διαφυγή από αυτήν”, ανεξαρτήτως του απαιτούμενου καταστροφικού κόστους. Κανένα εκσυγχρονισμένο και δήθεν υγιές πανεπιστήμιο δε θα προσφέρει τίποτα περισσότερο από τρόπους να υπηρετήσεις τη δικτατορία των αριθμών, ή αφορμές να την ισοπεδώσεις. Βρήκαμε τις αιτίες να αποστατήσουμε καιρό τώρα σε ό,τι πολλοί επιμένουν να βλέπουν ως γραμμές διαφυγής από τη δυστοπία του σήμερα. Αν έστω και αργοπορημένα αισθανθούν ακμαίο τον αντίκτυπο του καλέσματος να μας συναντήσουν, έχουμε ανοίξει τις πληγωμένες αγκαλιές μας και περιμένουμε με αδημονία. Δε διατιθέμεθα όμως να απαξιώσουμε τις θέσεις μας, προσεγγίζοντας μέσω της ατραπού των βολικών υπεκφυγών τις άνυδρες ξέρες του αυτοεγκλωβισμού και της αυτοεξαπάτησης, εκεί που διαρκώς αναβάλλεται η γνωριμία με τον πραγματικό κόσμο, εκεί όπου ο αναρχικός πόλεμος περιττεύει.

Κοντοστέκομαι και κοιτάζω πίσω μου,
μαθητικά θρανία, κοινωνικοποίηση στην υποκρισία,
προαυλισμός για την εξοικείωση με το ρολόι,
καταξιωτικές σπουδές και μεγάλα ηθικοπλαστικά διδάγματα
πριν ακόμα λερώσω τα χέρια μου για μία αγαπημένη γαρδένια.
Πριν καν μάθω να τη φροντίζω στην καρδιά μου.
Όποιος ακόμα δεν καταλαβαίνει γιατί οι σημερινοί οίκοι
της λαμπρής μόρφωσης αξίζουν να παραδωθούν στη φωτιά,
γίνεται αφορμή να το αντιληφθούν όσοι βρήκαν
έναν ολόκληρο κήπο από γαρδένιες στη ζωή τους.

Είτε με νέο, είτε με παλιό πανεπιστήμιο, αδιάλλακτη επίθεση στην εκπαιδευτική μηχανή

Λύσσα και Συνείδηση

Consumimur Igni – Συμβούλιο μετεξεταστέων

Γιατί το δοκιμαζόμενο σώμα του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι και δικό μας

Ο έγκλειστος κομμουνιστής επαναστάτης, Δημήτρης Κουφοντίνας, ξεκίνησε στις 8 Ιανουαρίου απεργία πείνας, διεκδικώντας με όπλο το σώμα του τη μεταγωγή του στις φυλακές Κορυδαλλού. Ο σύντροφος εξέτιε στον Κορυδαλλό για χρόνια την ποινή του για τη συμμετοχή του στην Ε.Ο. 17 Νοέμβρη. Μεταφέρθηκε στις αγροτικές φυλακές Βόλου, όπου και παρέμεινε για δυόμιση χρόνια. Στις 22 Δεκεμβρίου του 2020, έπειτα από εντολή του εμετικού καθάρματος που ακούει στο όνομα Σοφία Νικολάου, γ.γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής, απήχθη και οδηγήθηκε στις πειθαρχικές φυλακές Δομοκού.

Ως κίνηση έμπρακτης αλληλεγγύης προς τον Δημήτρη Κουφοντίνα, στις 16 Ιανουαρίου ξεκίνησαν απεργία πείνας οι σύντροφοι Νίκος Μαζιώτης και Γιάννης Δημητράκης, κρατούμενοι στις φυλακές Δομοκού, και στις 18 Ιανουαρίου οι σύντροφοι Βαγγέλης Σταθόπουλος και Πολύκαρπος Γεωργιάδης, κρατούμενοι στις φυλακές Λάρισας.

Η παρούσα απεργία πείνας είναι συνολικά η πέμπτη που διεξάγει ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Η κατάσταση υγείας του είναι ιδιαίτερα βεβαρυμένη. Και οι κρατικοί ιθύνοντες επιστρατεύουν τη ρητορική: «Η δημοκρατία δεν εκβιάζεται, ο Κουφοντίνας ζητά ειδική, προνομιακή μεταχείριση» · γεγονός που σαφέστατα ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη. Για την παρούσα κυβέρνηση, ειδικά, και τον θλιβερό ρεβανσισμό της, ο σύντροφος αποτελεί ιστορικό στοίχημα, και η ενδεχόμενη εξόντωσή του αποτελεί παράσημο και δικαίωση. Κατανοώντας πως οι μέρες περνούν, πως τα περιθώρια στενεύουν και τα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά των πολιτικών, κοινωνικών και κινηματικών φορέων είναι περιορισμένα και δε δύνανται να παράξουν επαρκή πίεση στο κράτος για να ικανοποιήσει το αίτημα του συντρόφου, θεωρούμε καθήκον μας να βγούμε μπροστά, να δημιουργήσουμε γεγονότα, να ριζοσπαστικοποιήσουμε τις βλέψεις και τις απαντήσεις μας, να οικειοποιηθούμε επιθετικές πρακτικές, να προκαλέσουμε κόστος.

«ἄν εἶν᾿ ὁ λάκκος σου πολύ βαθύς,
χρέος μὲ τὰ χέρια σου νὰ σηκωθεῖς»
Κώστας Βάρναλης

Η φυλακή στον σύγχρονο κόσμο αποτελεί έναν μη-τόπο. Μία κόγχη βαρβαρότητας αρχαϊκής φύσης εντός ενός κόσμου τυφλωμένου από την έπαρση της προόδου, έτοιμου να υποδεχτεί τις συνέπειες των τελεολογικών του οραμάτων. Οι φυλακισμένοι και οι φυλακισμένες, μολονότι δέχονται διαρκώς μια θεσμικά νομιμοποιημένη απανθρωποποίηση, γίνονται κοινωνοί των δήθεν ανθρωπιστικών αφηγημάτων μέσω μιας ψευδούς τυπικής αβρότητας, η οποία εν τέλει υποτιμά τη θέση τους και αμαυρώνει την περηφάνια τους. Τα πολιτικά και κοινωνικά τους δικαιώματα φυλάσσονται σχολαστικά στον κόρφο τους ως σύμβολα μιας δυνητικής ανάκτησης της υπόληψής τους και της ανθρωπινότητάς τους. Παράλληλα, ο κρατικός μηχανισμός αρέσκεται να επιδεικνύει ευθαρσώς στα εμετικά μέσα διασποράς του λόγου του την κατοχύρωση αυτών των δικαιωμάτων ως ακλόνητη ένδειξη της παντοδυναμίας του, διαθέτοντας πλήρη εξουσία πάνω στο ανθρώπινο σώμα και την ηθική του ποδηγέτηση. Μπρος στην καθολική ισχύ του κρατικού λεβιάθαν και του σωφρονιστικού του συστήματος να ενοχοποιεί, να αθωώνει, να τιμωρεί και να συγχωρεί, η πραγματική συγκρουσιακή δομή της κοινωνίας αποκρύβεται και λησμονείται. Οι φυλακισμένοι φαντάζουν απλώς τα απολωλότα πρόβατα, τα εξαχρειωμένα κτήνη, το ξένο σώμα το οποίο θα φροντίσει να αξιολογήσει και να διαχειριστεί ο ένδοξος κρατικός μηχανισμός. Η φυλακή καταχωρείται στη συνείδηση των περισσοτέρων ως ένας παρά φύσιν τόπος, ξένος, απροσπέλαστος για το υγιές και εύρυθμο κοινωνικό σώμα, ενώ οι φυλακισμένοι καθίστανται τα μιάσματα μιας άχραντης “συλλογικότητας” από την οποία ξέπεσαν, είτε από λάθος, είτε ένεκα της “φύσης” τους. Μοναδικός τρόπος επανένταξης: η διαρκής μετάνοια.

Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις των πολιτικών κρατουμένων; Ακριβέστερα, τι γίνεται στις περιπτώσεις των αμετανόητων ειλικρινών εχθρών του καθεστώτος; Των συνειδητοποιημένων υπονομευτών του; Ήτοι, όσων εκλαμβάνουν την αιχμαλωσία τους ως μια ακόμη συνέπεια του προσωπικού τους αγώνα, και όχι ως αποτέλεσμα μιας κακιάς στιγμής ή μιας φευγαλέας τρέλας; Τι γίνεται με όσους και όσες από την πρώτη στιγμή της φυλάκισής τους γνώριζαν πως βρίσκονται στα χέρια ενός εχθρού, και όχι ενός “αυστηρού πατέρα”; Με όσες και όσους θέλησαν, παίζοντας στα ζάρια της μοίρας την καταδίκη τους, να επιτύχουν την καταδίκη των κυρίαρχων αφηγήσεων; Τι ανασύρει στο φως της δημοσιότητας η αδιάψευστη εικόνα ενός αιχμαλώτου πολέμου -και όχι ενός τυχαίου φυλακισμένου- και τι σημαίνει αυτή για ένα κοινωνικό σύστημα ερειδόμενο στις αυτάρεσκες διακηρύξεις περί “τέλους της ιστορίας και των επαναστατικών προοπτικών”; Τι σημαίνει σήμερα η υπόθεση του Δημήτρη Κουφοντίνα, και πώς βαραίνει στα ενδότερα του αναρχικού χώρου, του πιο σταθερού και μαχητικού, τα τελευταία χρόνια, υπονομευτή της αστικής κοινωνίας;

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας έχει κατορθώσει, εν μέσω γενικευμένης εξάλειψης των οποιωνδήποτε εναπομεινάντων συγκρουσιακών στοιχείων και επαναστατικών επιδιώξεων του μεγαλύτερου τμήματος της αριστεράς και ευρύτερα των κοινωνικών κινημάτων, να θυμίζει -δια της αμετανόητης στάσης του- το εφικτό του αγώνα για έναν κόσμο διαφορετικό. Η περίπτωσή του επαναφέρει συχνά στις αντιλήψεις των ανθρώπων την πραγματική, παρότι άφατη στο υπάρχον πλαίσιο, φύση του εγκλεισμού. Διατρανώνει πως επρόκειτο περί ενός πρωταρχικά πολεμικού μέσου, επιστρατευμένου για την κατάπνιξη, πειθάρχηση και τιμωρία όσων αντιδρούν ενάντια στο εκάστοτε καθεστώς, και ύστερα ακολουθεί ο οποιοσδήποτε άλλος καλλωπιστικός ορισμός της. Ενώ οι έγκριτοι έμμισθοι παπαγάλοι ιδρώνουν καθημερινά να διαφημίζουν διαπιστευτήρια αναφορικά με την ανθρώπινη και μη εκδικητική λειτουργία του πολιτεύματος, ο Δημήτρης Κουφοντίνας εξακολουθεί να αποδεικνύει τι σημαίνει να είναι κάποιος αιχμάλωτος πολέμου. Αντιστρέφει τους όρους, μετατρέποντας τη δική του επιμελημένη εξόντωση σε εξόντωση των επιμελημένων ψεμάτων των παραδεδεγμένων κυρίαρχων λόγων περί ξεπεράσματος δήθεν παρωχημένων ανταγωνισμών και συγκρουσιακών ροπών.

Επαναστάτες κρατούμενοι, όπως ο Δημήτρης Κουφοντίνας, είναι εδώ για να θυμίζουν πως δεν έχουν παραδωθεί ακόμα όλα τα όπλα στα χέρια του κράτους. Πως οι μητροπολιτικές ζούγκλες φιλοξενούν αγνές μαχήτριες και πιστούς πολεμιστές που αρνούνται να ενδώσουν στις διαδιδόμενες ειδήσεις ότι “ο κοινωνικός πόλεμος τελείωσε”. Διακηρύτουν σε απαράκαμπτους τόνους πως οι φυλακές δε χτίστηκαν μόνο για να τρομοκρατήσουν διαμέσου της αφτιασίδωτης προβολής του πόνου και της περιθωριοποίησης, αλλά περισσότερο για να αποσιωπήσουν πίσω από το θέαμα της τιμωρίας κάτι ιδιαίτερα άβολο για τους διακόνους της Τάξης: ότι δεν παίζουν μπάλα μόνοι τους, ότι οι ανταγωνισμοί συνεχίζονται και ότι δεν είναι οι μόνοι με αυτήν την επίγνωση. Γι’ αυτό θέλουν να εξοντώσουν και να βασανίσουν τον επαναστάτη Δημήτρη Κουφοντίνα · όχι ως έγκλειστο, αλλά ως εχθρό και μισητό αιχμάλωτό τους. Επειδή ο πόλεμος για την ανατροπή του καπιταλισμού παραμένει πάντα επίκαιρος και ζωντανός όσο υπάρχουν σώματα έτοιμα να ριχθούν στη φωτιά ως προσάναμμα για την καταστροφή του.

Γνωρίζοντας λοιπόν πως ο Δημήτρης Κουφοντίνας αποτελεί έναν αιχμάλωτο πολέμου, και όχι ένα παραστρατημένο παιδί έτοιμο να δεχτεί τον “στοργικό” σωφρονισμό των διεστραμμένων ειδημόνων της κρατικής μηχανής, πώς θα μπορούσαμε να μη σταθούμε δίπλα του και σε αυτόν τον αγώνα ενάντια στους αναξιοπρεπείς τιμωρούς του; Το δοκιμαζόμενο σώμα του αποτελεί προέκταση του δικού μας, για δύο λόγους, άρρηκτα συνυφασμένους μεταξύ τους: Αφενός, η απεργία πείνας, όντας το μοναδικό και ύστατο μέσο ενός φυλακισμένου μαχητή, αποκτά δύναμη από την κινητοποίηση που είναι σε θέση να δημιουργήσει εκτός των τειχών προκειμένου να ασκήσει πίεση στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αφετέρου, η δύναμή μας ως πόλος εκτός των τειχών εξαρτάται ζωτικά από τον σεβασμό, τη στήριξη και την αλληλεγγύη που είμαστε σε θέση να εξασφαλίσουμε στους φυλακισμένους και τις φυλακισμένες αυτής της μετωπικής σύγκρουσης. Εξάλλου, μην ξεχνώντας πως η διαμόρφωση των κοινωνικών συσχετισμών αποτελεί έναν αδιάκοπο πόλεμο, επιβάλλεται να καταλαβαίνουμε πως η δύναμη μιας στρατιάς κρίνεται από τη δυνατότητά της να υπερασπιστεί τους πεσόντες και τους αιχμάλωτους της. Αντιμαχόμενες πλευρές εν καιρώ πολέμου διατηρούσαν προσχηματικές ευγένειες και αμοιβαίο σεβασμό μόνο με την επίγνωση της τροτώτητάς τους και την ανασφάλεια μπρος στο ενδεχόμενο της ήττας τους. Αντιθέτως, κάθε πρόσχημα κατέρρεε συνήθως μόλις μία πλευρά αισθανόταν πως έσφιγγε με βεβαιότητα την νίκη στα χέρια της.

Η κρισιμότητα του παρόντος διαδραματιζόμενου αγώνα οφείλει να τοποθετήσει σε μια απόμερη άκρη τα όποια πιθανά θεωρησιακά και/ή στρατηγικά χάσματα που πιθανώς να υφίστανται σε σχέση με τον κομμουνιστή επαναστάτη Δημήτρη Κουφοντίνα. Οι διεκδικήσεις του είναι και δικές μας. Το σώμα του είναι και δικό μας. Διότι γνωρίζουμε πως κάθε ενεργό υποκείμενο στον πόλεμο για τη συντριβή του κόσμου του κεφαλαίου, δύναται να βρεθεί στη θέση του Δημήτρη Κουφοντίνα, δύναται να βρεθεί αιχμάλωτη ή αιχμάλωτος στα χέρια του εχθρού και της στρατιωτικής του μηχανής. Δε θα υπήρχε λοιπόν μεγαλύτερο λάθος από το να επιβεβαιώσουμε στο κράτος πως έχει την ευχέρεια και την άνεση να εξασκεί απρόσκοπτα την εκδικητική του μανία πάνω στους πολέμιούς του. Μόνο ανάχωμα απέναντι σε μια τέτοια δυστοπική εξέλιξη: ο φόβος που είμαστε σε θέση να προκαλέσουμε στις τάξεις των εχθρών μας.

Να αλλάξει στρατόπεδο ο φόβος, να νιώσουν τα καθάρματα του αστυνομοδικαστικού συμπλέγματος την οργισμένη μας ανάσα.

Νίκη στην απεργία πείνας του κομμουνιστή επαναστάτη Δημήτρη Κουφοντίνα.

Να ικανοποιηθεί άμεσα το αίτημά του για μεταγωγή στις φυλακές Κορυδαλλού.

Σινιάλα δύναμης και αλληλεγγύης στους Ν. Μαζιώτη, Γ. Δημητράκη, Π. Γεωργιάδη και Β. Σταθόπουλο.

ΠΙΣΤΗ ΣΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΑΣ

ΕΠΙΘΕΣΗ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ

Consumimur Igni
Σύμπραξη για την οργάνωση της εκδίκησης

Τσακίστε τους όπου τους βρίσκετε – Κείμενο και αφίσα ενάντια στον κατασταλτικό μηχανισμό

Τσάκισε τους μπάτσους όπου τους συναντάς.
Δεν έχει σημασία να ξέρεις τον λόγο, τον ξέρουν αυτοί.

Δυστυχώς, όμως, οι αποκτηνωμένοι υποτακτικοί της καπιταλιστικής αυτοκρατορίας δε γαλουχούνται να κατανοούν και να διαπιστώνουν ό,τι δε σχετίζεται άμεσα με την ταυτοποίηση υπόπτων και την εξόντωση παραβατικών -για το κυρίαρχο δικαϊκό σύστημα- ανθρώπων. Το κατεργασμένο και εύπλαστο εγκεφαλικά φύραμα που καταχρηστικά τούς κατατάσσει στους νοήμονες οργανισμούς, είναι η απαραίτητη πρώτη ύλη όταν ο κόσμος του κεφαλαίου μηχανεύεται μεθόδους υπεράσπισης της παραδεδεγμένης κοινωνικής του οργάνωσης. Δεν εξυπηρετεί στον αναστοχασμό και την καλλιέργεια της αυτοσυνείδησης, αλλά στην άμεση και τελεσφόρα κατάπνιξη όσων στοχάζονται και καλλιεργούν τη δική τους σε ένα αντίξοο περιβάλλον αφανισμού εν μέσω κρίσης. Δεν είναι εφικτό γι’ αυτούς να προσεγγίσουν στοχαστικά τον αντίκτυπο των επιλογών τους σε κοινωνική κλίμακα, άρα εξίσου ανέφικτη είναι και η ανάλυση οποιουδήποτε παράγοντα θίγει και διαταράσσει τη σαθρή διανοητική δομή της σκέψης τους, ικανή να τους εξασφαλίζει μόλις μία υποτυπώδη βιολογική συνέχεια. Αντιθέτως, αναρίθμητοι ανά την πλούσια σε αίσχη ιστορία των κρατικών οντοτήτων, δέκτες των συνεπειών του κοινωνικού τους ρόλου (χαρακτηριζόμενου ως επάγγελμα κεφαλαιώδους σημασίας μόνον απ’ όσους αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε ό,τι επιτείνει την παρακμή του ανθρώπου), μπορούν να επιβεβαιώσουν ήδη ότι καθεμιά και καθένας μας, πάντα επηρεασμένος από τις διαφορετικές αφετηρίες, επιθυμίες και στοχεύσεις του, γνωρίζει έστω επιφανειακά: Ο μπάτσος δεν έχει πρόσωπο, και όποιος αγωνίζεται να αποκτήσει πρόσωπο δε γίνεται μπάτσος. Οι μπάτσοι, μια αξιολύπητη ασπίδα επιστρατευμένη ανέκαθεν για την προστασία όσων προσώπων ευδαιμονούν κάνοντας τα δικά μας να συνοφρυώνονται, έχουν -εφόσον εκτελούν μια ενιαία λειτουργία- την ίδια μούρη, και μοναδικός μας ευσεβής και διαχρονικός στόχος: να την κάνουμε να ματώνει.

Δεν πρόκειται, όπως ήδη αναγράφηκε, για δικό μας προνομιακό συμπέρασμα. Όλα τα πληθυσμιακά σύνολα -πάντα λαμβάνοντας υπόψιν τις κοινωνικές τους καταβολές και ατομικές ιδιαιτερότητες- γνωρίζουν ασυναίσθητα πως ο μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από άνθρωπος, και εμείς θα προσθέταμε -επηρεασμένοι σαφώς απ’ τα δικά μας κίνητρα- ίσως λίγο λιγότερο από έμβια ύλη. Είναι πρωτίστως μηχανισμός, και οι μηχανισμοί κρίνονται πάντα σε σχέση με τη χρησιμότητα και την αποδοτικότητά τους.

Εδώ, οι άνθρωποι και τα διαφορετικά συλλογικά σώματα ξεκινούν να βαδίζουν σε πολύ διαφορετικά μονοπάτια αποτίμησης. Οι μπάτσοι, εν είδει ενός δαπανηρού και πολυέξοδου μηχανισμού, συγκεντρώνουν πάνω τους το άχθος ποικίλων αξιολογήσεων, προσδοκιών και χρήσεων. Ανταγωνιστικών πολλές φορές, μα πάντα υπό την κοινή θέαση πως η αστυνομία μαζί με όσους την επανδρώνουν συνιστά, στην καλύτερη περίπτωση, έναν θεσμό ζωτικό για την ομαλή συνέχεια της κυρίαρχης κοινωνικής οργάνωσης. Θεσμός · όχι πλάσμα ή ανθρώπινο ον. Ακόμα και ο μέσος φιλήσυχος νοικοκοιραίος γνωρίζει ότι την αστυνομία θα καλέσει εφόσον απειληθούν τα θεσμικά του δικαιώματα, όπως γνωρίζει πως την αστυνομία πρέπει ν’ αποφύγει όταν παρκάρει παράνομα ή όταν λογομαχεί με κάποιον παραβιάζοντας τους κανόνες κοινής ευπρέπειας. Ας αναλογιστούμε πως μέχρι κι οι οργανωμένοι φασίστες προσαρμόζουν την άποψή τους για την αστυνομία και τους μπάτσους αναλόγως τη συγκυρία: Είναι απαραίτητοι και πολύτιμοι όταν αξιοποιούνται για την αναχαίτιση κατατρεγμένων στα σύνορα ή την εξολόθρευση πολιτικών τους αντιπάλων, αλλά τους επιτίθενται χυδαία όταν το ίδιο σώμα επιστρατεύεται για την καταστολή τους σε στιγμές όπου υπερβαίνουν τα όρια ενός επιτρεπόμενου -στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας- ακτιβισμού. Όλοι συμφωνούν πως οι μπάτσοι -και όχι ο Τάσος, Ο Γρηγόρης και ο Βασίλης- κάνουν ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους, είναι χρήσιμοι ή επιβλαβείς, επικίνδυνοι ή ηρωικοί. Κρίνονται πάντα ως σώμα, ως μηχανισμός, ως ρόλος, βάσει του πώς αξιολογείται κοινωνικά η δουλειά τους και από ποιους. Η δουλειά τους είναι να πολεμούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου της καπιταλιστικής κοινωνίας, και όταν πολεμάς στην πρώτη γραμμή είναι φυσικό επακόλουθο να δέχεσαι και τα πρώτα βόλια του αντιπάλου.

Οι μπάτσοι δεν είναι άνθρωποι, δεν είναι ζωντανά πλάσματα, δεν είναι υποκείμενα με ιδιαιτερότητες, προτιμήσεις και ευαισθησίες. Είναι μηχανισμός. Ένας κοινωνικός αυτοματισμός οχύρωσης μιας κοινωνίας θεμελιωμένης στην υπαγωγή του ζωντανού στη μηχανή, ενός κόσμου βασισμένου στην αυτοματοποίηση και απομύζηση κάθε πτυχής του ανθρώπινου βίου και του φυσικού κόσμου.

Δεν είναι απλά ένας ακόμα ρόλος, απότοκος του εργασιακού καταμερισμού και της οργάνωσης της παραγωγής, αλλά ο προαπαιτούμενος για τη διαφύλαξη αμφότερων από τα βέλη της αμφισβήτησης και τις επαναστατικές απόπειρες. Σε μια κοινωνία συστηματικής καθυπόταξης κάθε ατόμου στον μισερό του ρόλο -συνέπεια της εξειδικευμένης εργασίας, της θεαματικής προώθησης απομιμήσεων ζωής, της αδιάκοπης κατασκευής πλασματικών αναγκών, του γενικευμένου διαχωρισμού του ανθρώπου από τις συνθήκες αναπαραγωγής της κοινωνικής του ύπαρξης, και της προώθησης ιδεοληψιών απαραίτητων για τη διαιώνιση των κυρίαρχων σχέσεων-, οι μπάτσοι είναι οι θεματοφύλακες της καθολικής απαξίωσης του ανθρώπινου προσώπου. Ο ρόλος τους, στον οποίο έχουν αφιερώσει τη ζωή τους και βασίσει την υλική αναπαραγωγή τους ως μισθωτά ανδράποδα, είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των υπολοίπων, καταστέλλοντας, τιμωρώντας και εξολοθρεύοντας όποιον θελήσει να αρνηθεί τον δικό του. Ο ρόλος τους αναπαριστά τον ρόλο της βαρύτητας στο καπιταλιστικό σύμπαν, θέτοντας όλους τους υπολοίπους σε τροχιά. Είναι το ειδοποιό χαρακτηριστικό των κρατικών ζωνών διαχείρισης της παραγωγής, αφού εκπροσωπούν τη βία που το κράτος εποφθαλμιά να μονοπωλήσει αναζητώντας την ολοκλήρωσή του, όντας τίποτα παραπάνω από οργανωμένη και συγκεντρωτική βία. Ο ρόλος τους καθορίζει τον τρόπο έκφρασης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε μεμονωμένου μπάτσου, και όχι το αντίστροφο. Ο μπάτσος είναι πάντα πρωτίστως μπάτσος, και αυτό τού υπενθυμίζει το υπηρεσιακό όπλο που φέρει μαζί του ακόμα και με την λήξη της βάρδιάς του.

Η αστυνομία είναι επιπλέον το πρότυπο, ο ιδανικός σύμβουλος και ο οδοδείκτης για όλα τα υπόλοιπα επαγγέλματα και τους κοινωνικούς ρόλους. Η στρατιωτική πειθαρχία κατά τη διάρκεια του καθήκοντος και η απόλυτη υποχώρηση του προσώπου μπροστά στις επιταγές του επαγγέλματος αποκαλύπτει εμφατικά τον δέοντα δρόμο για σύνολη την κοινωνική αναπαραγωγή. Δεν είναι διόλου παράξενο το γεγονός ότι τεχνικές πειθάρχησης εφαρμοσμένες στον στρατό και την αστυνομία από τα πρώιμα χρόνια των καπιταλιστικών εθνών-κρατών, τεχνικές όπως η εξάλειψη της ιδιωτικότητας του υποκειμένου, η ιδεολογική κατήχηση στο εκμαγείο των κυρίαρχων ιδεών, η αυστηρή ενστάλαξη του σεβασμού της ιεραρχίας, και η ταύτιση του ατομικού συμφέροντος με αυτό του συλλογικού σώματος, πλέον υιοθετούνται πιστά από τους επιχειρηματικούς ομίλους και τις δεξαμενές σκέψης τους σε μια προσπάθεια εντατικοποίησης της παραγωγής και κατάπνιξης των ατομικών και συλλογικών αντιστάσεων. Στον δρόμο που χάραξε το παράδειγμα της αστυνομίας, ένα επίκαιρο στοίχημα για την οργάνωση της παραγωγής αποτελεί το εγχείρημα απόλυτης ταύτισης του κάθε προσώπου με τις κοινωνικές του λειτουργίες. Από το επάγγελμα μέχρι τις καταναλωτικές του προτιμήσεις εντός μιας καθημερινότητας πλήρως υποταγμένης στην οικονομική αξιολόγηση του κόσμου, στόχος είναι ο άνθρωπος να καθίσταται φορέας του συμβόλου της λειτουργίας του κάθε ώρα και στιγμή.

Αν ως αναρχικές κι αναρχικοί αρνούμαστε πεισματικά την περιχαράκωση της ζωής μας στα στενά πλαίσια των χρήσιμων για την κυρίαρχη πραγματικότητα κοινωνικών ρόλων, αν αναζητούμε διακαώς τους αποτελεσματικότερους τρόπους να τους σαμποτάρουμε, επιφέροντας από τη μία πλήγματα στην κυριαρχία, και διανοίγοντας από την άλλη απελευθερωτικές προοπτικές μέσω των τερπνών στιγμών σύγκρουσης με ό,τι μας καθυποτάσσει, τότε πόσο μίσος πρέπει δικαιολογημένα να υποθάλπτουμε για όσους επέλεξαν να φορέσουν τη στολή της ντροπής και να παραταχθούν απέναντί μας αναλαμβάνοντας τις πιο βρώμικες υπηρεσίες στο όνομα προστασίας της καθεστηκύιας τάξης;

Ρητορικό το ερώτημα αφού σε όποια γωνία υποχώρησης των δημοκρατικών ιδεολογικών προφάσεων κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα, η αποφορά από τα ένστολα περιττώματα είναι ανυπόφορη. Ξεχειλίζει όταν τους βλέπουμε στους δρόμους να περιπολούν υπάκουα, σε επαγρύπνηση για ό,τι απειλεί με την παρουσία του να ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις αυτής την κοινωνίας εκθέτοντας την παρακμή της. Όταν τους βλέπουμε στα σύνορα να σακατεύουν κολασμένους. Όταν τους βλέπουμε στις πορείες ξαμολημένους να χτυπούν και να εξευτελίζουν με τις πλάτες του νόμου. Όταν τους βλέπουμε με τα παραχωρημένα όπλα τους να δολοφονούν νόμιμα, αδιαφορώντας για την προέλευση και την ταυτότητα του θύματός τους, αφού αυτοί δεν αναγνωρίζουν στους παραβατικούς το προνόμιο να είσαι άνθρωπος. Όταν τους βλέπουμε να μολύνουν όλο και περισσότερο τους δρόμους της πόλης με την ποταπή παρουσία τους, παρενοχλώντας κατατρεγμένους και εκτονώνοντας τους κτηνώδεις συμπλεγματισμούς τους σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, προασπίζοντας τα συμφέροντα και την περιουσία κάθε αφεντικού ή πολιτικού, όσο οι αποφάσεις τους μαζί με το βάθεμα των ταξικών χασμάτων και την περαιτέρω υποβάθμιση της ζωής συνυπογράφουν τη συνέχεια του αστυνομικού κράτους ως απάντηση στις παραπάνω συνέπειες. Όταν τους βλέπουμε στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης να αναχαιτίζουν τους αγώνες των εγκλείστων, φροντίζοντας εν συνεχεία την εκτέλεση οποιασδήποτε εκδικητικής διοικητικής απόφασης. Όταν τους βλέπουμε να φρουρούν με σθένος κάθε εμπορικό, καταναλωτικό και χρηματιστηριακό ναό, αποτρέποντας οποιαδήποτε υποτίμηση των θεμελιωδών για την κοινωνία του εμπορεύματος (που καθιστά τον παρασιτισμό τους απαραίτητο) κατηγοριών μέσω απαλλοτριώσεων, βανδαλισμών, λεηλασιών και άλλων επιθέσεων. Και τους βλέπουμε παντού, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους: να φαίνονται στη θέση όσων αποτελούν τα πραγματικά διαχειριστικά και οργανωτικά εξαρτήματα του νόμου και της αγοράς. Όπου αυτά προσκρούουν σε σκοπέλους αντίστασης, οι μπάτσοι είναι εκεί να εκτελέσουν το λειτούργημά τους. Και όταν αυτό επιτελείται, κανένας και καμιά απέναντί τους δεν αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό πρόσωπο, μα ως αφαίρεση δεσποτικά εξομοιωμένη από τις τεχνικές ποινικοποίησης και καταστολής.

Το παράδοξο εντοπίζεται στο ότι, ενώ οι μπάτσοι υπάρχουν ώστε να τους βλέπουμε -καθώς στην επιβλητική παρουσία τους παίζεται η αποτελεσματικότητα της δραστηριότητάς τους-, τείνουμε καμιά φορά παράλληλα να τους παραβλέπουμε, έμφορτοι από ανθρωπιστικά ιδεώδη και λοιπούς ρομαντικούς εξωραϊσμούς. Τους αντιμετωπίζουμε σαν ανθρώπους, σαν νοήμοντα όντα, σαν πρόσωπα, ξεχνώντας πως οι μηχανές δεν έχουν πρόσωπο, και πως, όταν χρησιμοποιούνται για την καταστολή, την καθυπόταξη και τον έλεγχό μας (ζημιώνοντάς μας), οφείλουμε να τους διαλύουμε.

Ο εξανθρωπισμός της αστυνομικής μηχανής πραγματοποιείται απ’ όσους πιστεύουν ακόμα πως μπορούν να μεταχειριστούν τη σκόπιμα καλοκουρδισμένη αυτή μηχανή παραγωγής δυστυχίας, απόγνωσης, φτώχιας, ασχήμιας, βίας και ταπείνωσης προς το συμφέρον και τους σκοπούς τους, ή προς το συμφέρον και τους σκοπούς όσων ποδηγετούν τη συνείδησή τους. Αυτοί, ενώ μετέρχονται την αστυνομική μηχανή και, κατ’ επέκταση, τους μπάτσους ως απλά όργανα του νόμου και εξυπηρετικούς για τις επιδιώξεις τους εκτελεστές θεσμικών αποφάσεων, επιχειρούν να καταστήσουν οικεία και προσιτή στην υπόλοιπη κοινωνία μία μηχανή υποτίμησης του ανθρώπου, εξανθρωπίζοντάς την. Εμείς, κομμάτι μιας πολιτικής παράδοσης εναντίωσης σε κάθε υπαγωγή του ανθρώπου στους κοινωνικούς αυτοματισμούς, καθώς και όσες και όσοι δεν προσδοκούν ν’ αποκτήσουν θέση περιωπής εντός μιας τάξης ολοκληρωτικής καθυπόταξης του υποκειμένου στον ρόλο και την λειτουργία του, αντιλαμβανόμαστε τους μπάτσους ως έναν στυγνό μηχανισμό εξουσίας, έχοντας απομακρυνθεί από κάθε ανθρωπιστική πρόφαση που θολώνει το πεδίο κατανόησης της καθημερινής μας εμπειρίας. Εξάλλου, κάθε παραμορφωτικό φτιασίδωμα απόκρυψης ενός ωμού μηχανισμού καταστολής προσιδιάζει στην ψυχοσύνθεση όσων αυτο-θυματοποιούνται και δικαιολογούν την απραξία τους μπροστά στην ισχύ και τα όργανα του νόμου.

Όσο λοιπόν προσπαθούν να μας πείσουν ότι κάθε ξεχωριστός μπάτσος είναι κάτι περισσότερο από μία στολή, όλα τα επιχειρήματα και οι λογικοί συνειρμοί δίχως στρεψοδικίες διαφωνούν. Αν υποχρεωτικά συρθούμε στη θέση να ποσοτικοποιήσουμε τη σύγκριση, τότε ενδείκνυται να ομολογήσουμε πως ο κάθε μεμονωμένος μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από μία στολή. Γιατί η ζωή ενός ανδρείκελου πρόθυμου να εκποιήσει την ατομικότητά του με αντάλλαγμα έναν χωλό μισθό και μία θέση υποτυπώδους εξουσίας, είναι από μόνη της ενδεικτική των προτεραιοτήτων του κάθε ενστόλου, και δεν πρόκειται να διαφωνήσουμε στην προκειμένη μαζί τους.

Η ζωή κάθε μεμονωμένου μπάτσου αξίζει λιγότερο από την επονείδιστη στολή του, άρα είναι αποτελεσματικότερο για όλες και όλους μας να προτιμάμε τη συμπλοκή μαζί τους όταν βρίσκονται εκτός υπηρεσίας. Το καλό είναι πως, μαζί με τα καθημερινά τους ρούχα, δεν ανακτούν και την ξεπουλημένη τους ανθρωπινότητα. Όπως εμείς δεν είμαστε αναρχικές κι αναρχικοί μόνο όταν φοράμε κουκούλα, όταν επιτιθόμαστε στην έννομη τάξη ή κατεβαίνουμε σε συνελεύσεις, έτσι κι αυτοί δε σταματούν να είναι μπάτσοι όταν περιδιαβαίνουν δίχως τη στολή, όταν μοιράζονται χρόνο με όσους έχουν το θράσος να είναι φίλοι τους ή αράζουν στα εξαγορασμένα από τον μισθό της ξεφτίλας σπίτια τους. Δεν είναι λιγότερο μπάτσοι, απλά είναι μπάτσοι ανυπεράσπιστοι, ανυποψίαστοι κι ευάλωτοι μπρος στις ξαφνικές εμπνεύσεις μας. Ας μην τους παραδώσουμε αμαχητί το προνόμιο να μας αποσπούν από την “οικιακή γαλήνη” όποτε αυτοί θελήσουν, επειδή δεν αναγνωρίζουν στην εξόντωσή μας κάτι πέραν της δικαιολόγησης του μισθού τους. Ας τους το ανταποδώσουμε επιστρέφοντάς τους ό,τι προέκυψε από την συνειδητοποίηση των αιτιών του άλγους μας. Κάθε αποσυναρμολογημένο εξάρτημα της αστυνομικής μηχανής αποτελεί κερδισμένο έδαφος από την ασφυκτική καπιταλιστική κανονικότητα. Συνεπάγεται περισσότερες ελεύθερες πνοές στο πνιγηρό περιβάλλον της αυτοματοποιημένης μητρόπολης.

Γι’ αυτό τσακίστε τους όπου τους βρείτε. Σακατέψτε τους τις πιο ευάλωτες κι απρόσμενες στιγμές, και μαζί τους κάθε όνειρο να γαλουχήσουν μόμολα τα οποία καρτερούν να μπουν σε μπατσοσχολές ενισχύοντας τις άμυνες του κυρίαρχου συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Ένας τραυματισμένος ή αποσυρμένος μπάτσος, εκτός της συμβολικής του αξίας, είναι επίσης ένας ένστολος εκτελεστής των κατασταλτικών πολιτικών λιγότερος, ένα πετυχημένο σαμποτάζ όπως όλα τα άλλα στην καπιταλιστική μηχανή. Πολλές φορές μάλιστα, το ίδιο το σύστημα πρόσληψης και τροφοδότησής τους αποδεικνύει πόσο κοστίζει η ζωή και η ακεραιότητά τους, όταν τους εκθέτει προκειμένου ν’ αποτρέψει πιθανές καταστροφές άλλων κοινωνικών δομών, όπως εμπορικά κέντρα, πολιτικά μέγαρα, γραφεία εταιρειών, λεωφόροι. Κάποιος μάλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τους σεβόμαστε περισσότερο από το σύστημα χρηματοδότησης που υπηρετούν, όταν ως ανθρώπινους στόχους τούς ιεραρχούμε πιο ψηλά από τα κέντρα κυριαρχίας που καλούνται να προστατέψουν ως μέρος του επαγγέλματός τους. Αφού συμφωνούμε όμως πως όντως ένας μπάτσος αξίζει λιγότερο από ένα άδειο ταμείο ή έναν πυρπολημένο στόχο, και αφού γνωρίζουμε πως όπου κι αν κινηθούμε θα τους βρούμε απέναντί μας, ας ξεκινήσουμε το σμπαράλιασμά τους για να χαράξουμε ρότα προς πιο ουσιώδεις κι ευγενείς σκοπούς.

Τσακίστε τους στα σπίτια, στις γειτονιές και στις εξόδους τους. Σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους. Με παρέα ή μόνους τους. Με στολή ή χωρίς. Όλοι μας έχουμε έναν γνωστό μπάτσο, έναν συγγενή ή έναν γνωστό γνωστού. Τα μιάσματα κυκλοφορούν ανάμεσά μας ως επί το πλείστον αφύλακτα κι ανυποψίαστα. Αν διστάζουμε οι ίδιοι να αναλάβουμε δράση και πρωτοβουλίες, ας μιλήσουμε σε όσες δε συγκρατούνται από ενδοιασμούς κι αδημονούν ν’ αξιοποιήσουν δημιουργικά τις πληροφορίες. Στο εξωτερικό έχουν ήδη ξεκινήσει οι μαζικές εκθέσεις προσωπικών δεδομένων μπάτσων σε αντιεξουσιαστικά μέσα αντιπληροφόρησης, και κάτι τέτοιο σίγουρα συνιστά παράδειγμα προς μίμηση. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για αδύναμα, θρασύδειλα, απρόσωπα σκουπίδια που, δίχως τη στολή και την προστασία των υπερεξοπλισμένων από το κράτος συναδέλφων τους, θα τρέκλιζαν από φόβο αντιμέτωπα με τις ερεθισμένες από την άθλια δράση τους ορέξεις μας. Η αύξηση των περιστατικών επιθέσεων σε αστυνομικούς είναι προσέτι ο ενδεδειγμένος τρόπος να υπερφορτώσουμε τον μηχανισμό πρόληψης και αντιμετώπισης εγκλήματος, πολλαπλασιάζοντας τις πιθανότητες οι δράστες να μην προλαβαίνουν να ταυτοποιηθούν και να συλληφθούν από τους εύθικτους γραφειάτους ερευνητές.

Ξύλο, μηχανισμοί, στοχοποίηση, όπλα, αναλόγως τα ευκταία επίπεδα βίας των ενδιαφερομένων, όλα είναι χρήσιμα και επιθυμητά για την καταστροφή όσων καταστέλλουν επί μισθώση. Καθώς η τεχνολογία, οι πολιτικές ηγεμονίες και οι κυρίαρχες δεξαμενές σκέψης αφιερώνουν σταδιακά όλο και περισσότερο χρόνο στην αναβάθμιση του οπλοστασίου της κρατικής μηχανής υλικά και ιδεολογικά, είναι θανάσιμη παγίδα η υιοθέτηση στάσης οίκτου απέναντι στους φρουρούς της όψιμης καπιταλιστικής δυστοπίας. Ειδικά μάλιστα όταν καταντάει να συνεισφέρει στην αποσιώπηση της διόλου τυχαίας αύξησης των κρουσμάτων αστυνομικής βίας και κατάχρησης εξουσίας, συγκαλύπτοντας υποκριτικά τα αίτιά της.

Κλείνοντας, οφείλουμε ν’ αποδεχτούμε μία δυσοίωνη πρόβλεψη. Όσο δεν επιτιθόμαστε στα οπλισμένα χέρια που υπερασπίζονται τα τείχη της φιλελεύθερης δημοκρατικής αυτοκρατορίας, αυτή θα τα ενισχύει, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα ανατροπής της με υλικούς όρους σε ένα υποθετικό μέλλον. Το θέμα δυστυχώς καθίσταται ολοένα και πιο απλό: Ή θα τσακίσουμε την αστυνομική μηχανή μαζί με τα εξαρτήματά της ή θα χάσουμε σύντομα κάθε ευκαιρία να αρθρώνουμε λόγο πάνω στη λειτουργία και τις μεθόδους της, αποκλεισμένες και αποκλεισμένοι βίαια εντελώς από τις δυνατότητες διαχείρισης των ζωών μας.

Επίθεση, εκδίκηση και μνήμη πάντα ακονισμένη.

Να χαράξουμε την προοπτική της ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού κόσμου, περνώντας πάνω απ’ την πρώτη γραμμή της πολεμικής του μηχανής.

Δεν ξεχνάμε τον George Floyd, και τον κάθε George Floyd που έπεσε κάτω απ’ την μπότα των σύγχρονων πραιτωριανών.

Δεν ξεχνάμε τα έγκλειστα αναρχικά συντρόφια μας, και κάθε άνθρωπο που βιώνει τη βίαιη συνθήκη της αιχμαλωσίας.

Δεν ξεχνάμε τα 2 συντρόφια μας στη Θεσσαλονίκη που συνελήφθησαν στις 27/5 λόγω υποθέσεων των μπάτσων περί στοχοποίησης του Δ. Σταμάτη, πρώην υπουργού της Ν.Δ. και νυν προέδρου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.

Δεν ξεχνάμε τα συντρόφια μας στην Ιταλία που διώχθηκαν και αφέθηκαν με περιοριστικούς όρους στα πλαίσια της επιχείρησης “Ritrovo”, όπως επίσης και τα συντρόφια που συνελήφθησαν στα πλαίσια της επιχείρησης “Bialystock” στις 12/6, 5 εκ των οποίων φυλακίστηκαν και 2 τέθηκαν υπό κατ’ οίκον κράτηση.

Consumimur Igni
Απρόσωπη πρωτοβουλία ενάντια στη μηχανή παραγωγής βίας και θανάτου

Σκέψεις με αφορμή την πρόσφατη δίωξη τεσσάρων αναρχικών για σωρεία επιθέσεων με την υπογραφή ”Σύντροφοι-Συντρόφισσες”

Η πιο ανίκανη πολιτικά κυβέρνηση στα ιστορικά, μετά την αδυναμία της να διαχειριστεί κομβικά ζητήματα για την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης -στο όνομα της οποίας τόσο επιμελώς αγωνίστηκε το σκυλολόι του ΣΥΡΙΖΑ- προχωράει, φαίνεται, σε κινήσεις απελπισίας. Είναι βέβαιο πως αν το φιλήσυχο πλήθος δεν ήταν απασχολημένο να παραμένει αδρανές, μπουκώνοντας την απάνεμη μακαριότητά του με τρόμο και θεάματα, οι κινήσεις αυτές θα έμεναν αρχειοθετημένες σε κάποια γωνία των κρυμμένων του Indymedia. Σήμερα όμως έχει διαφορετικά. Σήμερα, εν μέσω απανωτών πολιτικών και διπλωματικών αποτυχιών, οι αξιολύπητες μηχανορραφίες κυβερνόντων γελωτοποιών, αντιπροσωπευτικών των υποστηριχτών τους, καλούνται να επουλώσουν τις πληγές των διάσπαρτων πανολεθριών διευρύνοντας το μέτωπο στον πόλεμο με τον εσωτερικό εχθρό.

Τη Δευτέρα 9/3, το έμμισθο μπούγιο ηλίθιων μπάτσων εισέβαλε στα σπίτια τεσσάρων αναρχικών, συλλαμβάνοντας 4 άτομα με κατηγορίες συμμετοχής στην περιβόητη τρομοκρατική ομάδα “σύντροφοι-συντρόφισσες”. Ναι, καλά ακούσατε, οι 4 αναρχικοί διώκονται μέσω του 187Α για 54 επιθέσεις από το 2017, ανειλημμένες και υπογεγραμμένες με την τετριμμένη αυτή υπογραφή που έχουν χρησιμοποιήσει άνθρωποι μέχρι και για να εκφράσουν την άποψή τους πάνω σε γεγονότα μέσω δημοσίων κειμένων. Ευελπιστούμε ότι όλοι αυτοί θα έχουν προνοήσει να εκπονήσουν σχέδιο επιβίωσης ως φυγάδες, αφού πλέον ξεκίνησε η ομηρική αυτή εξάρθρωση της πιο συχνοεμφανιζόμενης τρομοκρατικής ομάδας στα χρονικά. Όσοι δικαιολογημένα ενδίδουν στα αυθόρμητα γέλια, ως απόρροια της κατάστασης, συνετό θα ήταν να συγκρατηθούν παρατηρώντας το γεγονός κάπως πιο ψύχραιμα, γιατί όταν το πρόσφατο προανάκρουσμα με τους 2 αντιφασίστες κατηγορούμενους για ό,τι επίθεση έχει αναληφθεί με την λέξη “ταξιαρχία” ως υπογραφή αποκτά συνέχεια, δε μιλάμε απλά για φάρσα αλλά για προμελετημένη τακτική.

Στην τελική διαγράφονται μπροστά μας 2 σενάρια: Ή τα σαΐνια της ασφάλειας ήταν σε θέση να εξιχνιάσουν επιτυχώς 54 επιθέσεις από το 2017 με τη συγκεκριμένη ασυνήθιστη υπογραφή, συλλαμβάνοντας εύστοχα τους υπεύθυνους γι’ αυτές, πράγμα δύσκολο όταν κάθε βδομάδα οι νύχτες μοσχοβολούν βενζίνη κάτω απ’ τη μύτη τους. Ή, δεύτερον και πιθανότερο, η δίωξη είναι στημένη και οφείλει να μεταφραστεί ως πολεμική επιχείρηση εναντίον του αναρχικού χώρου. Εξάλλου, στην απόρριψη του πρώτου σεναρίου συνηγορεί και το γεγονός ότι οι τρεις εκ των τεσσάρων συλληφθέντων επιβαρύνθηκαν αρκετές ώρες κατόπιν της σύλληψής τους με τον θεάρεστο 187Α.

Ασφαλώς δεν είμαστε και ούτε θα γίνουμε τμήμα του απολογητικού συρφετού που σε κάθε σύλληψη ανθρώπων σπεύδει να κλαψουρίσει για στημένες υποθέσεις, δικαστικές σκευωρίες και αθώα παιδιά διωκόμενα για τις αντιλήψεις τους. Για εμάς είναι αναμφίλεκτο πως παρεκτός του θεάματος δεν τίθεται κανένας διαχωρισμός μεταξύ αναρχικής θεωρίας και πράξης, οπότε, όταν προτάσσουμε και επικροτούμε τη βία και την ένοπλη πάλη, ας έχουμε επίγνωση και εμείς αλλά και οι εχθροί μας πως οι λέξεις μας μπορούν να τους σπάσουν τα φτιασιδωμένα μούτρα ή να μας στερήσουν τη ζωή και την ελευθερία. Όλα τα υπόλοιπα είναι υπεκφυγές και ενδείξεις ενός κακοσυγκροτημένου χώρου δίχως σθένος και νικηφόρα προοπτική. Ωστόσο, δε θα παραστήσουμε τους μαλάκες. Δεν προκαταλαμβάνουμε τα γεγονότα και τη μη εκπεφρασμένη ακόμα θέση των εμπλεκόμενων αναρχικών, αλλά, στο κομμάτι που μας αναλογεί και μας αφορά, επιβάλλεται να αναλύσουμε τις υποβόσκουσες στοχεύσεις της διόλου τυχαίας αυτής κρατικής τακτικής.

Συμπεραίνουμε λοιπόν πως αποσκοπεί:

  1. Στην ανάκτηση κοινωνικής υποστήριξης διαμέσου της επίθεσης σε έναν διαχρονικό, κατασκευασμένο πόλο, αντίθετο σε ό,τι η κυριαρχία καναλιζάρει τις συνειδήσεις να προβάλλουν ως ιδεατή κοινωνική εικόνα. Καθώς η γκροτέσκα κυβέρνηση τρεκλίζει έτοιμη να καταρρεύσει με ποικίλλους τρόπους, ανίκανη να ικανοποιήσει οποιοδήποτε ακροατήριο, αριστερό ή δεξιό, προκαλώντας μονάχα τομές και οξύνοντας περαιτέρω την πόλωση, καταφεύγει ως λύση επιβίωσης στη μοναδική τακτική που φαίνεται να της εξασφαλίζει ακόμα μια νομιμοποίηση. Την εξάλειψη της ανομίας και των αναρχικών ως τον προμαχώνα της. Δεν είναι άγνωστη άλλωστε -σε όποιον δεν εθελοτυφλεί- η μιαρότητα όσων αμφισβητούν εμπράκτως θεμελιώδεις κατηγορίες του πολιτισμού, όπως η ιδιοκτησία, η ζωή, ο νόμος και το κυριότερο όλων: η μαζική εγκόλπωση όλων των παραπάνω από την ανθρώπινη αγέλη. Συμπερασματικά, το αμάλγαμα νευρωτικών και πνευματικά γλίσχρων κυρ-Παντελήδων, ανίκανο να κατανοήσει έστω λειψά τον σύγχρονο κόσμο είναι τρομερά ευεπίφορο στις ενδοβολές της κρατικής προπαγάνδας “πολέμου ενάντια στην ανομία”. Ιδίως όταν ο κυρίαρχος λόγος το αποδευσμεύει από τον κάματο να τη στοχαστεί ως έννοια προσφέροντάς του έτοιμες ερμηνείες μέσω ειδησεογραφικών ρεπορτάζ. Μαντέψτε λοιπόν με ποιον από τους κατασκευασμένους πόλους θα ταυτιστεί ένας ομόλογος άνθρωπος, και αντίστοιχα ποιος θα επωφεληθεί πολιτικά από την επένδυση στη συντήρησή τους.

  2. Στην επιβάρυνση αναρχικών ή ενεργά πολιτικών αντιπάλων με δικογραφίες. Καθόλου πρωτότυπο ίσως -μα τρομερά αποτελεσματικό- όταν διάφοροι περιττοί “τουρίστες” κατακλύζουν τα πεδία επαναστατικής ζύμωσης αφήνοντας ελάχιστους δραστήριους ανθρώπους να σηκώσουν τα βάρη και τις ευθύνες μιας συνεκτικής εμπλοκής στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Σήμερα, καθώς η επιπόλαιη και επιδερμική επαφή με την αναρχική τάση αμφιρρέπει μεταξύ κοινότυπων κοσμικών συγχρωτισμών και χρήσης της ως πασπαρτού αποκούμπι, χρήσιμο για τον ναρκισσιστικό βαυκαλισμό κοινών ανδράποδων, είναι αναπόδραστο ο δικαστικός στιγματισμός των λίγων ουσιαστικά ενεργών ατομικοτήτων να αποβαίνει καίριο πλήγμα στην καρδιά τους. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η έκβαση των δικαστηρίων των εμπλεκομένων, αλλά το ότι η άτυπη δικαστική ομηρία αυτή καθαυτή δένει χέρια έτοιμα να λερωθούν στην αναρχική πρακτική, απομυζώντας ψυχολογικά και οικονομικά δηλωμένους εχθρούς του κράτους. Αναμενόμενο και ανθρώπινο είναι να κινείται κανείς πιο διστακτικά έχοντας δικογραφίες στην πλάτη, όσο κακοστημένες κι αν είναι. Ακριβέστερα, η προχειρότητα αυτών των δικογραφιών πολλές φορές επικουρεί την παράλυση όσων διώκονται. Σκοπίμως, διότι και μόνο οι πιθανότητες να βγει κάποιος άνθρωπος σχετικά αλώβητος από μια δικαστική ομηρία, αποφεύγουν την εξώθησή του στα άκρα. Αρχαίο συμπέρασμα, εξάλλου, πως ένα απονενοημένο θήραμα είναι πιο επικίνδυνο. Κλείνοντας, αναφέρουμε πως πρόδηλη είναι η τακτική του κράτους να εξοντώσει τους εχθρούς του εκμεταλλευόμενο τις χαρακτηριστικές σχέσεις εξάρτησης του αναρχικού χώρου την παρούσα στιγμή, αλλά και ευρύτερα κάθε ανατρεπτικού κινήματος. Μια μεγάλη μάζα αναρίθμητων και αναλώσιμων καταναλωτών σε μόνιμη προσμονή τροφοδότησής τους με απόψεις, πρωτοβουλίες και κινήσεις από μια μικρή μερίδα αφοσιωμένων ανθρώπων που, όταν πλήττονται οι πρώτοι, μουδιάζουν και υποχωρούν αβίαστα. Δυστυχώς, σε αντίθεση με τον κυρίαρχο πολιτισμό, ο αναρχικός χώρος διαθέτει “κέντρα εξουσίας”, και το κράτος το γνωρίζει πολύ καλά.

  3. Στην εκμετάλλευση της επικρατούσας κατάσταση εξαίρεσης ένεκα της επιδημίας. Δεν υπαινισσόμαστε προφανώς πως οι κυβερνήσεις κατασκευάζουν ιούς προκειμένου να εφαρμόσουν καταστάσεις εξαίρεσης, μολονότι -αν μη τι άλλο- τις αξιοποιούν προς όφελός τους. Εξάλλου, πιο προσοδοφόρος ιός από την διάχυτη αδιαφορία, την αδυναμία αντίστασης και τη συμμόρφωση με το υπάρχον δε νοείται, και αυτός έχει προ πολλού κατακλύσει κάθε πτυχή της γήινης ερημιάς. Σε αυτό το κλίμα, κάθε μικρή και ασήμαντη πληροφορία μετατρέπεται σε τηλεοπτικό παραπέτασμα ριγμένο πάνω στους δέκτες των δικαστικών αυθαιρεσιών. Ποιος έχει στην έγνοια του διωκόμενους αναρχικούς, όταν η στερημένη του ρουτίνα τέρπεται με αποκαλυπτικά σενάρια πανδημίας και με έναν προαναγγελθέντα πόλεμο από τον “μοχθηρό σουλτάνο”; Το κράτος φυσικά δε μουδιάζει και αδράττει κάθε ευκαιρία να πλήξει τους εχθρούς του όσο πιο αναίμακτα γίνεται, στοιχηματίζοντας στο ποιόν και το πύον του εθνικού κορμού του. Και πόσο εύστοχα, για κακή τύχη όσων ακόμα ελπίζουν στην αφύπνισή του.

Σύνολα όσα αναφέρθηκαν καθίστανται εφικτά για την κυριαρχία μέσα από την στόμωση των μέσων πάλης, την εξάπλωση της παραίτησης και την εγκαθίδρυση του τρόμου. Αν κάτι αποδεικνύουν περίτρανα όσοι άνθρωποι ρίχθηκαν στη μάχη, είναι πως ο εχθρός είναι εξαιρετικά προσβάσιμος όσο δεν αποποιούμαστε μόνοι μας -ενδίδοντας στις ορμηνείες των κυρίαρχων λόγων- τις πανέμορφες δυνατότητες μιας ολοκληρωμένης αναρχικής προσπάθειας για ενοποίηση της ζωής και των μέσων επίθεσης στην κοινωνία. Κανένας εξωτερικός δασμός δεν θα επηρρεάσει τους πολεμικούς συσχετισμούς. Καμία θεία πρόνοια δεν θα εμποδίσει τους κυρίαρχους από το να αξιολογούν και να μεταχειρίζονται τα σώματα μας κατά το δοκούν. Καμία χιλιαστική λύτρωση δεν συνοδεύει ως εχέγγυο την επιλογή κάποιου να αφιερώσει την ζωή του στην αναρχική εξέγερση. Κανένα τέλος δεν πρόκειται να γιατρέψει τις πληγές που αποκτήσαμε αναζητώντας τον δρόμο. Συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να μας υποσχεθεί ότι μία πραγματικότητα όσο παράλογη, ανοίκεια και εχθρική κι αν μας φαντάζει δεν πρόκειται να μας αλυσοδέσει δίχως την έμπρακτη, καθημερινή άρνηση μας. Μοναδικό όπλο του καθενός στον λυσσαλέο αυτό πόλεμο με το υπάρχον όσες αρνήσεις κατόρθωσε να σφυρηλατήσει και με αποφασιστικότητα να διαφυλάξει. Μαζί με αυτά τα εφόδια θα βρούμε ο ένας τον άλλον στην πλατιά λεωφόρο καθώς ο ήλιος θα μας κρατά από τις μασχάλες.

Consumimur Igni
Κύκλος αναρχικών για τη διάδοση της αταξίας

Χειρονομίες αλληλεγγύης στους 3 συλληφθέντες για την απαλλοτρίωση στο ΑΧΕΠΑ

“Η απαλλοτρίωση πόρων είναι απαλλοτρίωση στιγμών ζωής / Αλληλεγγύη σε Γ. Δημητράκη, Κ. Σακκά & Δ. Συριανού”

“Αναφερόμενοι στην άρνηση εργασίας, αυτή είναι που κάνει εφικτή την απαγκίστρωση του Επαναστάτη απο την συνθήκη της μισθωτής σκλαβιάς ωστε να είναι κύριος της ζωής του και να μπορεί να διαθέτει απερίσπαστα το χρόνο και όλο του το είναι στο πόλεμο ενάντια στο σύστημα. Είναι μια αντιπρόταση στο σήμερα, μια αξιοπρεπής επιλογή που δεν θα μπορούσε παρα να έβρισκε την θέση της ανάμεσα σε μια πλειάδα πρακτικών που χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν οι άνθρωποι του ευρύτερου ανατρεπτικού- επαναστατικού χώρου.”
Αντάρτικη Ομάδα Τερροριστών – Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς

Όταν το κεφάλαιο θεμελιώνει την οικουμενική του κυριαρχία στη διασπορά ενός αισθήματος σεβασμού για την ιδιοκτησία, και υποταγής στη μισθωτή εργασία (ως απαραβίαστη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ιδιοκτησίας), τότε η απαλλοτρίωση πόρων μετατρέπεται σε καίριο επαναστατικό πλήγμα ακριβώς στον πυρήνα του.

Όσοι μιλούν για επανάσταση χωρίς να επιτίθενται στον νόμο της αξίας, την ιερότητα της ιδιοκτησίας, την ευτέλεια της μισθωτής σκλαβιάς και την κανονικότητα της εμπορευματικής κυκλοφορίας, αυτοί οι άνθρωποι αφήνουν στο απυρόβλητο την καρδιά του κόσμου του κεφαλαίου. Η επίθεση στις παραπάνω πραγματικότητες, εντός των οποίων η τάση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης γίνεται πιο έκδηλη, διόλου τυχαία συνδέει ανθρώπους με πολύ διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες, οξύνοντας τις επαναστατικές προοπτικές. Δεν εκφράζουμε καμία εγγύτητα με άτομα που μνησίκακα συνταυτίζονται με θεσμικές ρητορικές, δικαιολογώντας την αυτομόλησή τους με γνωστές ευτράπελες προφάσεις, όπως «οι πρακτικές αυτές είναι μάταιες, αυτοκαταστροφικές και ατελέσφορες».

Η απαλλοτρίωση είναι η φωνή της εξέγερσης στο εδώ και στο τώρα. Αποτελεί μια μορφή συνολικής κριτικής και ρήξης με τις υπάρχουσες αξίες, και η εφαρμογή της θα συνεχίσει να συντονίζει τα βήματα των εξεγερμένων ανά τον κόσμο. Αν το κεφάλαιο μας διαχωρίζει, τότε μοναδική ευκαιρία να να το διαλύσουμε είναι η ενοποίηση των αρνήσεών μας σε κοινές προοπτικές.

Το μεσημέρι της 12ης Ιούνη 2019, σε απόπειρα απαλλοτρίωσης χρηματαποστολής που θα ανεφοδίαζε ΑΤΜ στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, στη Θεσσαλονίκη, αιχμαλωτίζονται οι σύντροφοι Γιάννης Δημητράκης και Κώστας Σακκάς, και η συντρόφισσα Δήμητρα Συριανού. Στα media αλωνίζουν τρομο-σενάρια περί «επαναστατικών ταμείων» ή «προπαρασκευαστικής κίνησης για τρομοκρατική ενέργεια», με την αντιτρομοκρατική να ενορχηστρώνει όλες αυτές τις ρητορικές. Ως μια ελάχιστη χειρονομία αλληλεγγύης με τα τρία αιχμάλωτα συντρόφια μας, κάποιο απ’ τα προηγούμενα βράδια κρεμάσαμε πανό και γράψαμε συνθήματα στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής.

Δύναμη στους αναρχικούς απαλλοτριωτές της χρηματαποστολής στο ΑΧΕΠΑ

Consumimur Igni
Συμβούλιο για τους σκοπούς της ανάφλεξης

ΥΓ.1: Να σταθούμε ανάχωμα στις φρονηματικές διώξεις που υφίστανται 20 πρώην και νυν πολιτικοί κρατούμενοι, με αφορμή την αλληλεγγύη που έδειξαν στον αναρχικό σύντροφο Ντίνο Γιαγτζόγλου, κατά τη βίαιη μεταγωγή του στη Λάρισα τον Φλεβάρη του 2018. Ο μαζικός ξεσηκωμός εντός του κολαστηρίου, καθώς και τα κείμενα που εξέφραζαν αλληλεγγύη, σηματοδότησαν την εκκίνηση δίωξης -έναν χρόνο αργότερα- με χαρακτηριστικά που ξεκάθαρα στοχοποιούν τα επαναστατικά φρονήματα. Στεκόμαστε δίπλα στα συντρόφια μας, ενάντια στα καθεστώτα εξαίρεσης.

ΥΓ.2: Γλυκιά λευτεριά και παντοτινή για τον αναρχικό δραπέτη Γιάννη Μιχαηλίδη. Κράτα γερά σύντροφε.

 

Χειρονομία αλληλεγγύης για τον απεργό πείνας-δίψας Ντίνο Γιαγτζόγλου

“Ο πόλεμος μαίνεται / Δύναμη στον αναρχικό Ντίνο Γιαγτζόγλου”

Ἀγάπη πάντοτε κι ἀγῶνας θὰ σὲ πλάθουν καὶ θὰ δίνουν
νόημα στὸν πυρετὸ τῆς ὕπαρξής σου
Βύρων Λεοντάρης

Θεωρώντας τα επίμαχα για μας γεγονότα ήδη γνωστά στο κοινό της απεύθυνσής μας, αποφεύγουμε την τόσο στείρα απλή καταγραφή τους. Εξάλλου ποτέ δεν έλειψαν οι επιτετραμμένοι για ομόλογες δραστηριότητες, έχοντας φθάσει σε σημείο πλέον να θεωρείται μία απαραίτητη ειδίκευση στη διαδικασία αναπαραγωγής της επικαιρότητας. Εμείς, δε ζηλέψαμε ποτέ τους συγκεκριμένους ρόλους, μιας και έναντι της ενημέρωσης ή της διάδοσης των ειδήσεων επιδείξαμε υπερβάλλοντα ζήλο στην ερμηνεία και την εκτροπή τους. Γνωρίζουμε πως ο σύντροφός μας Ντίνος Γιαγτζόγλου βρίσκεται σε απεργία πείνας από τις 21 και δίψας από τις 25 του μηνός, στον απόηχο εισβολής ανδρείκελων της ΕΚΑΜ στο κελί του και βίαιης μεταγωγής του στις φυλακές της Λάρισας. Τώρα θέλουμε να μάθουμε τον προσήκοντα τρόπο απάντησης. Επιθυμούμε να δώσουμε στα αστυνομικά δελτία, στα ειδησεογραφικά πρακτορεία και τα εμπρόθετα ρεπορτάζ των 8, άφθονο υλικό για επεξεργασία, ανάλυση και διακίνηση, παρότι εμείς θα αποφύγουμε περιτέχνως κάθε συνδρομή στο έργο τους. Στηρίζουμε τις αναρχικές δράσεις αλληλεγγύης και τα σινιάλα συνενοχής στον αιχμάλωτο σύντροφο και με περίσσεια περηφάνια χαιρετίζουμε όλους τους ανώνυμους αδερφούς που, εντείνοντας τις εχθροπραξίες, διατηρούν πυρακτωμένα τα σχέδιά μας, θωρακίζοντάς τα ενάντια στην πλημμυρίδα της ματαιότητας.

Κανείς δε θα μας σώσει απ΄την έρημο
Μόνον αυτή στον εαυτό μας την υπόσχεση
πως θα πεθάνουμε εχθροί
Όρκο στη ζωή
Όσο υπάρχουν εκείνοι που χάνονται
για τους σκοπούς εκείνης
που άλλοι είπαν υπόθεση
κι εμείς ανάφλεξη.

στις συνωμοσίες που πέθαναν στη γέννα
σε ‘κείνους που λείπουν
σ’ όσους αιχμαλωτίστηκαν
σε ‘κείνους που δεν ξεχνούν
το χρώμα της φωτιάς

Semper Fi

Consumimur Igni
Συμβούλιο για τους σκοπούς της ανάφλεξης

Υ.γ: Να στηρίξουμε την Πορεία της Τρίτης 27/2 στις 6.00μμ

Αντιδικαστική περιπλάνηση

Μία απ΄αυτές τις νύχτες του Ιούνη περιπλανηθήκαμε σε γειτονιές της Αθήνας στιγματίζοντας τους καμβάδες του σιγανού μητροπολιτικού πολέμου με συνθήματα, αχρηστεύοντας κάμερες βανδαλίζοντας εκκλησίες, κρεοπολεία, τράπεζες και λοιπά βδελυρά σημεία.

Οι απανταχού τυβενοφόροι λυσσάνε να μας πείσουν πως οι εξεγερμένοι βαδίζουν με το φτυάρι ταφής τους στην πλάτη. Δε μας ξενίζουν καθόλου οι καταδικαστικές αποφάσεις υπερβολής, τα αντιτρομοκρατικά νομοθετήματα και οι εκστρατείες διώξεων. Δεν είναι άλλωστε παρά μερικές ακόμη εκφάνσεις της κοινωνίας φυλακής, δίπλα στην πανοπτική εποπτεία των κινήσεων, ή την εθελούσια ταξινόμηση σε λίστες προσώπων. Ο δικαστής επικυρώνει πως όποιος δεν χωρά στον ολοκληρωτισμό της αφομοίωσης και της μαζικής, εξατομικευμένης ομοιογένειας αποπέμπεται στην ειρκτή. Εν τέλει αποδεικνύει πως και μόνο οι επιφάσεις σωφρονισμού αποτελούν υπερφίαλες δηλώσεις γελοιότητας. Τα βρώμικα στόματα των δικαστών μηρυκάζουν την παραίτηση ξερνώντας καταδίκες. Έμμισθα θύματα της πλέον άθλιας διανοητικής τους εξαχρείωσης, νυσταλέα κουρελιάζουν τις ημέρες τους αναζητώντας και κατασκευάζοντας ενόχους. Διαδικασία επικουρούμενη από την με νομική σφραγίδα, ποινικοποίηση της αξιοπρέπειας και την πανηγυρική αθώωση και καθαγίαση συνάμα της υποτέλειας.

Όταν η κατάσταση εξαίρεσης καθίσταται ο κανόνας, τότε κάθε κανόνας είναι εξαιρετέος. Η τρομουστερία της Δύσης απέναντι στον μπαμπούλα του Ισλαμικού Κράτους έχει παράξει τα κατάλληλα νομικά παραπετάσματα για την εξαπόλυση ενός κυνηγιού μαγισσών ενάντια στους εξεγερμένους αναρχικούς. Η προσπάθεια αυτή συντελείται υπό το φως μιας θεαματικής τρομοβόρας εξίσωσης κάθε μη κρατικής βίας με μια εξωγενή απειλή, αξιοποιήσιμη από το κράτος ως μέσο για την συσπείρωση του ανθρώπινου δυναμικού γύρω από την κλονισμένη νομιμότητα του.

Το νομικό οπλοστάσιο των κρατών επεκτείνεται ουσιαστικά με εγκλήματα λόγου. Το σύγχρονο ιδιώνυμο στην Ελλάδα ήλθε στο προσκήνιο στα μουλωχτά με πρόταση Κοντονή για πρόσθεση επιπλέον παραγράφων στις τρομοδιατάξεις 187,187Α κατευθυνόμενων στην κατηγορία της διέγερσης. Η κρυπτικότητα και η ταχεία εξαφάνιση από το προσκήνιο των νέων παραγράφων υπονοεί τη σιγουριά με την οποία θα επιστρέψουν σε χρόνο μυωπικό από πλευράς αντιδράσεων. Ταυτόχρονα οι υποθέσεις Hριάννας και Θεοφίλου αποδεικνύουν περίτρανα ακόμα και στους πιο δύσπιστους πως το δικαϊκό σύστημα μιμούμενο τους εντεινόμενους ρυθμούς κατασκευής κοινωνικής εργασίας χάριν της αξιοποίησης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, σπεύδει να αμβλύνει το πεδίο ελέγχου του προκειμένου να αξιοποιηθεί το ίδιο ως διαδικασία τιμωρίας. Μια διαδικασία τυφλή, σε διαρκή προσπάθεια να δηλώσει παρόν σε έναν κόσμο ετοιμόρροπο υπό το βάρος της μηδαμινότητας του. Τοιουτοτρόπως η γενικευμένη υποτίμηση κάθε επιμέρους, συγκεκριμένης δραστηριότητας, αναπόδραστα αποδίδει την υποβάθμιση της ανθρώπινης ζωής και του ζωντανού χρόνου διαμέσου της μετατροπής τους σε αφηρημένα κοινωνικά προϊόντα νεκρού χρόνου στα κάτεργα της δημοκρατίας.

Έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς στην επιχείρηση scripta manent στην Ιταλία κατά την διάρκεια των πρώτων διώξεων. Τώρα, το Ιταλικό κράτος στοχοποιεί με βάση τη διάταξη 270Α αλλά και το άρθρο 414 συντρόφους του Croce Nera Anarchica, Radioazione.org και Anarchia.info. Είναι φανερό πλέον πως στην Ιταλική επικράτεια, το κράτος έχοντας ξεμπερδέψει με τα ξεδοντιάρικα, ακίνδυνα εκθέματα του κοινωνικού αναρχισμού, έχει την δυνατότητα να συγκεντρώσει την προσοχή του στις επιθετικές επαναστατικές τάσεις και τις άτυπες αναρχικές δομές που παραμένουν με συνέπεια σε θέση μάχης έναντια στην κυριαρχία. Συνεχίζουμε, μονίμως σε επιφυλακή, να αναλύουμε τον εχθρό και να υπρασπίζουμε τις δομές μας πάντα στο πλάϊ των συντρόφων μας.

Mηδενιστική επίθεση στην κοινωνία του ελέγχου, στο δίκαιο της και τις αξίες που αυτή εκπροσωπεί.

Συνθέμελα να καεί η κάθε φυλακή.

Σύμπραξη Αναρχικών – Consumimur Igni

Κάποια από τα συνθήματα:

Πανό και κείμενο για την επιχείρηση Scripta Manent και τις συλλήψεις στην Ιταλία

Τετάρτη τις πρώτες πρωινές ώρες αναρτήσαμε δύο πανό για τους συλληφθέντες στην Ιταλία ως κατηγορούμενος για μέλη της FAI-IRF. Ένα στο Πολυτεχνείο και ένα στα Προπύλαια.

Ακολουθεί κείμενο κριτικής και στοχασμού με αφορμή τα γεγονότα.

“Λίγο πριν το τέλος”

Πρώτες πρωινές ώρες 6 Σεπτέμβρη με τα μαντρόσκυλα της Ιταλικής αστυνομίας στον γνωστό άθλιο, μα συνάμα τιμητικό σε σχέση με το ανάστημα τους, ρόλο, κρούουν ακάλεστοι τις πόρτες 30 διαφορετικών σπιτιών σε όλη την επικράτεια της Ιταλίας αναζητώντας ύποπτους για συμμετοχή σε δράσεις της FAI – IRF. Η αστυνομική επιχείρηση με την κωδική ονομασία “scripta manent” ( τα γραπτά μένουν ) καταλήγει στην φυλάκιση πέντε προσώπων(Αlessandro,Mario,Anna,Daniele,Danilo) πέρα από τις επιπλέον κατηγορίες με τις οποίες φορτώθηκαν οι Nicola Gai και Afredo Cospito έγκλειστοι ήδη από το Σεπτέμβρη του 2012 για τον τραυματισμό του Roberto Adinolfi, δράση την οποία είχαν αναλάβει ως πυρήνας Όλγα FAI – IRF.

Η θέση που διατηρούμε απέναντι στην κοινωνία και το κράτος ως διαμεσολαβητή και όργανο κωδικοποίησης των σχέσεων που αποτυπώνονται στο εσωτερικό της προηγούμενης δεν προδιαθέτει τον απαραίτητο χώρο για τον σχηματισμό αισθημάτων απορίας η αιφνιδιασμού ως απόρροια των κινήσεων της καταστολής. Παρόλ’ αυτά ορισμένες συνθήκες που λειτούργησαν ως στέρεο έδαφος για την ανάπτυξη της επιχείρησης αυτής δεν θα μπορούσαν παρά να μας αφήσουν εμβρόντητους απέναντι σε πρακτικές που έως τώρα, παρά την γνώση πάνω στην πιθανότητα εφαρμογής τους, δεν είχαμε κληθεί να αντιμετωπίσουμε ποτέ. Αυτές ακριβώς οι συνθήκες που ο κάθε εξεγερμένος οφείλει να θέσει στο μικροσκόπιο της κριτικής του και να αναλύσει διεξοδικά αποφεύγοντας την σύγκρουση με αερόλιθους γεγονότων και φτάνοντας στο προφανές και γι΄αυτό καλά συγκαλυμμένο από το σύγχρονο θέαμα γεγονός πως η αναδιάρθρωση των δομών του κεφαλαίου οδηγεί σε αδιέξοδο κλασσικούς μα συγχρόνως σκουριασμένους μηχανισμούς συσσώρευσης του, των οποίων η χρόνια φθορά απαιτεί για την λειτουργία τους όλο και μεγαλύτερες ποσότητες κρέατος. Η ιστορία τους στο κάτω κάτω είναι ικανή να μας προδιαθέσει για τους πρώτους στόχους που θα αποτελέσουν τα θηράματα για την αναβολή μιας αναπόφευκτης κατάρρευσης.

Με μια πρόχειρη ματιά στα γεγονότα παρατηρούμε πως οι κατηγορίες για τις οποίες ασκήθηκε δίωξη στους συλληφθέντες αφορούν επιθέσεις που είχαν πραγματοποιηθεί έως και 15 σχεδόν χρόνια στο παρελθόν, έχοντας πλέον φτάσει στους έσχατους μήνες του 2016. Με μία σπασμωδική, επιφανειακή και εμπρόθετη ματιά στα δρώμενα, που αναζητά μέσω της αφήγησης αναγνώριση στη σφαίρα της πολιτικής αξίας και των διαμεσολαβημένων ανταγωνισμών που εκφράζονται εντός της θα μας ήταν εύκολο να κάνουμε λόγο για αναβαθμισμένες κατασταλτικές επιχειρήσεις απέναντι στους ορκισμένους εχθρούς του κράτους ή για σύγχρονο ολοκληρωτισμό και απόλυτο αστυνομικό έλεγχο. Αυτές οι αναλύσεις όμως εμμένοντας στο αρχαϊκό δίπολο αντίσταση-καταστολή ενώ θα παρείχαν τον απαραίτητο χώρο για ρεμβασμούς στα αχανή πελάγη της θεαματικής υποκουλτούρας, δεν θα προσέθεταν κανένα εργαλείο στην φαρέτρα μας για μια ουσιαστική επίθεση στις δομές του κράτους και της κοινωνίας, αφού πέραν της φαινομενικότητας οι αναρχικοί δεν αποτελούν τον αιώνιο υπονομευτή του κράτους, ούτε το κράτος σε συνάρτηση με την καταστολή, την λυσσαλέα επίθεση ενάντια στους φορείς μιας αόριστης ελευθερίας που μόνο το ίδιο είναι ικανό να εγγυηθεί, μέσα από την διαρκή υπόσχεση της έκθλιψης του. “Πέρα από το κράτος υπάρχει η ελευθερία”. Μια ελευθερία σημασιοδοτημένη από την ιστορική ήττα του απελθόντως κυρίαρχου. Μια μελλοντική προοπτική εμφορούμενη από την παρούσα εποπτεία στον περιορισμό που σμιλεύουν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί απλοϊκά δια της παρουσίας τους. Μία ανάγκη για εγκατάσταση στα πλαίσια λόγου που προυποθέτουν την σύγκρουση και των δύο. Της καταστολής ως μονοπώλιο της βίας από το νομιμοποιημένο παρόν, το οποίο καλλιεργεί στους κόλπους του τον έτερο πόλο. Την αντίσταση ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Μιας ιστορίας που ποτέ δεν μας εμπεριέχει.

Δίχως όμως να επιθυμούμε να μακρηγορήσουμε, θα υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες των γεγονότων, στρέφοντας την προσοχή μας καθ΄ ολοκλήρου στους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνεται η καταστολή, προδιαθέτοντας μας για τις εξελίξεις που διαφαίνονται στο άμεσο μέλλον. Γραφολογικές ταυτοποιήσεις, τεχνολογικός έλεγχος, υπερμεγεθημένα και ταξινομημένα αρχεία σε αναβαθμισμένους υπολογιστές, προσωπικό ειδικευμένο στην εγκληματολογία και στην χαρακτηροανάλυση είναι λίγα μόνο από τα όπλα που το κράτος προτίθεται να εξαπολύσει ενάντια σε όποιον σκοπεύει να παρεκκλίνει από τα σύγχρονα ασταθή όρια της νομιμότητας. Παρατηρώντας όμως σχολαστικότερα τα μέσα που χρησιμοποιούν οι αστυνομικές υπηρεσίες και οι αντιτρομοκρατικές, διαβλέπουμε πως δεν πρόκειται για το στοιχείο εκείνο που θα μας αφήσει άφωνους, ξεπερνώντας τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις μας όσον αφορά τις δυνατότητες ενός τεχνικά εξοπλισμένου κράτους. Ο νέος παράγοντας στου οποίου την ανάλυση θα αναδυθούν οι πιθανότητες για μια ουσιαστικότερη ματιά στις συγκυρίες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, οφείλει να αναζητηθεί αλλού. Το επιζητούμενο αλλού είναι η ζέση και η επιμονή με τις οποίες οι αρχές τείνουν να διώκουν και στην συνέχεια να τιμωρούν τους παραβάτες που δεν καταβάλλονται από τις αδιάλειπτες απειλές, μένοντας αγέρωχοι απέναντι στα πλήγματα που δέχονται ως συνέπειες της επιλογής τους να αποστατήσουν. Η όλο και εντεινόμενη αυτή εμμονή μας οδηγεί σε δύο συμπεράσματα για τις τάσεις της καταστολής τα οποία αν και εκ πρώτης όψεως παρουσιάζονται αλληλοαποκλειόμενα ή αυτοαναιρούμενα, στην πραγματικότητα αλληλοσυμπληρώνονται υπό την στέγη της κρίσης του έθνους-κράτους ως μηχανισμού παραγωγής λόγου, με απότοκο τον κλυδωνισμό του από τις κρούσεις των απαιτήσεων συσσώρευσης επιμέρους κεφαλαίων. Από την μία πλευρά παρατάσσεται η ιστορικά αποδεικνυόμενη και διαρκώς επαληθευόμενη παραδοχή της επεκτατικής φύσης της καταστολής, η οποία τείνει να καταλαμβάνει το παραμικρό στρέμμα ανοχύρωτου χώρου από τον οποίο απουσιάζουν οι αντιστάσεις, ενώ στον αντίποδα παρατηρούμε τα ανερυθρίαστα αντίποινα της κρατικής μηχανής να ξεσπούν πάνω σε όσους τολμούν να προασπίσουν με οποιονδήποτε υπονομευτικό για την εξορθολογισμένη κοινωνία τρόπο, την επιθυμία τους για ανυπακοή και άρνηση.

Τι είναι αυτό που συμβαίνει; Το συμπέρασμα δεν επιδέχεται διάψευση. Η καταστολή επιτείνει την πίεση της ανεξαιρέτως των αντιδράσεων που συναντά. Συλλογισμός ο οποίος είναι προσιτός στον καθένα που δεν στοχεύει το υπάρχον χρησιμοποιώντας ιδεολογικούς διόπτρες ή δεν παραδίδει τον εαυτό του στις χιμαιρικές αφηγήσεις κινηματικών σκέλεθρων. Απομακρύνοντας τους συνήθεις βαυκαλισμούς που αρέσκονται να παρουσιάζουν το αυτοαποκαλούμενο αναρχικό κίνημα ως πρωταρχική πηγή κινδύνου για το κράτος, επαναφέρουμε στην μνήμη μας μια πρόταση του Μarcuse, ο οποίος το 1967 μελετώντας τα πρώτα δείγματα παρακμής του αρχετυπικού έθνους-κράτους, την ώρα που συντελούταν η μετάβαση του στη νέα του μορφή ουδετεροποιημένου κεφαλαίου και πλήρως εκκοσμικευμένου, απρόσωπου μηχανισμού. Αυτή η παρατήρηση τον είχε οδηγήσει στην διατύπωση προς υπεράσπιση της πολιτικής βίας πως: “Η ενίσχυση αυτή ( της βίας του κράτους ) γίνεται πάντα, ακόμα κι αν αποφεύγουμε την αντιμετώπιση.” Τι είναι αυτό όμως που μοιάζει να μας διαφεύγει και οδηγεί το κράτος σε μια απροϋπόθετη αναβάθμιση του κατασταλτικού του ρόλου; Η απάντηση είναι ίσως ιδιαίτερα απλή. Το έθνος-κράτος αποστερείται των ιδιωμάτων που το καθιστούσαν αποδεκτό μηχανισμό δια της εκπροσώπησης και προδήλως πλέον λαμβάνει τα χαρακτηριστικά ουδέτερου μηχανισμού, με τον ρόλο του να περιορίζεται σε μια τυπική δύναμη εγγύησης της ομαλής ροής του χρήματος και την θρέψη των προσδοκιών αριβιστών της επαγγελματικής πολιτικής οι οποίοι εναλλάσσονται ταχύρρυθμα βάσει των ονειρώξεων που διακατέχουν το ευνουχισμένο πλήθος. Ακόμα και το κράτος σαν κεφάλαιο συνθλίβεται στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, αξιοποιημένο σχεδόν αποκλειστικά ως πεδίο τζογαρίσματος, φιλοξενώντας τις προβλέψεις διεθνών οικονομικών οίκων και διατηρώντας το ελάχιστο κεφάλαιο που οφείλει να θυσιαστεί για την ενίσχυση κατασταλτικών μηχανισμών αλλά και την κυκλική καλλιέργεια ψευδών αμφισβητήσεων, στενά συνυφασμένων με τις ανάγκες συσσώρευσης και κίνησης του χρήματος. Αυτή η ουδετεροποίηση του ηθικά και αξιακά σε συνδυασμό με την έκδηλη μεροληψία του οικονομικά το φέρνουν στο χείλος της καταστροφής, αδυνατώντας πλέον να εκπροσωπήσει τον οποιονδήποτε καθώς μετατρέπεται σε έρμαιο χτικιάρικων αφηγήσεων, καταδικασμένων σε μια σύντομη κανιβαλιστική παρουσία για τις αναπαραστάσεις πολεμικών συρράξεων. Η καταστολή είναι η μόνη εναλλακτική που του απομένει ώστε να δηλώσει την πελιδνή του παρουσία. Σε αντιδιαστολή λοιπόν με του ανεκρίζωτους, θυμικούς ισχυρισμούς ανδρείκελων τα οποία νιώθουν την θλιβερή τους φύση να καταρρέει μαζί με ότι έως τώρα εξασφάλιζε και προυπόθετε την συνέχεια τους, η καταστολή και η τιμωρία είναι η άμυνα ενός πληγωμένου θηρίου ή με μεγαλύτερη ακρίβεια ο υπερκαινοφανής ενός άστρου καθώς σβήνει οριστικά.

Η αμείλικτη αντιμετώπιση που αναμένουμε από τα σύγχρονα κράτη δεν θα ‘πρεπε να μας ποδηγετήσει σε ταυτολογικές ατραπούς ενός νοήματος που είναι καταδικασμένο υπό οποιαδήποτε συγκυρία να διασώζεται. Οι αναρχικοί θα οπλιστούν και θα γίνουν επικίνδυνοι όχι για να ρίξουν το κράτος αλλά αντιθέτως το κράτος θα αδυνατεί να επιβιώσει εκτός του καθεστώτος πολιτικής υποπλασίας στο οποίο αναπαράγεται και το οποίο απειλείται όταν τα πρόσωπα αρνούνται έμπρακτα και ένοπλα την ετερονομία της μαζικής κοινωνίας έχοντας ως στόχο να κατασκευάσουν στο τώρα, στην καθημερινότητα, στην βιωμένη προσωπικά εμπειρία, σχέσεις που αποσαρθρώνουν τα θεμέλια της εξορθολογισμένης πολιτικής. Η μεταρσίωση που αποφέρει η ατομική μας εξέγερση, γνωρίζουμε πως αποτελεί την επιτομή μιας λησμονημένης επικοινωνίας και της χαμένης γλώσσας του κοινού, αυθεντικού βιώματος, αδιόρατης σύνδεσης με πολλούς ανώνυμους συντρόφους ανά τον κόσμο. Συντρόφους των οποίων η θέληση να μετατρέψουν τον αφηρημένο κυκλικό χρόνο της εμπορευματικής κοινωνίας σε έναν ωρολογιακό μηχανισμό, σε μια ρώσικη ρουλέτα μεταξύ θριάμβου της ζωής η την πλήρη καταδίκη της, σε ένα φλερτ με τις πιθανότητες που ακύμαντα επιπλέουν στην επιφάνεια της χλιαρής αστικής ζώνης, δεν θα μπορούσε να μας αφήσει ασυγκίνητους.

Ενάντια σε όλους και σε όλα, δύναμη σε όσους οπλίζουν τις αρνήσεις τους απέναντι στην κανονικότητα.

Δύναμη στους Alessandro, Marco, Nicola, Alfredo, Anna, Daniele και Danilo που διώκονται για υποθέσεις της FAI-IRF.

Για την πραγματοποίηση της κατάρρευσης

Αναρχική Σύμπραξη – Consumimur Igni