Αφισάκι – Οι πεσόντες μας είναι παρόντες στη συνέχιση του κοινωνικού πολέμου

Είναι φορές που δε νιώθουμε τα χεληδόνια
πώς πετούν πάνω απ’ τα σκυφτά κεφάλια μας.

Είναι φορές που δε νιώθουμε τις σφαίρες
πώς πετούν δίπλα απ’ τα πρόσωπά μας τα μουντά.

Κάπου κάπου δεν κατανοούμε το βάρος του κορμιού
που πέφτει κι αγκαλιάζει το χώμα όπως οι ρίζες των ψηλότερων δέντρων.

Και πόσο μοιάζουν οι σταγόνες του αίματος μ’ αυτές της καταιγίδας.

Είναι η σκιά των πεύκων κι αυτός ο ήλιος από πίσω που μας γαληνεύουν, κι αυτό το αίμα κι αυτή η σιωπή που σπέρνουν ρίγη και θύελλες, κι αυτός ο θάνατος που, όσο μας τυραννά, άλλο τόσο μας λευτερώνει.

Γιατί τη στιγμή που κοιτάς κατάματα τον θάνατο,
είναι κι η στιγμή που τον καθαιρείς.

Και τότε, τα πιο ψηλά βουνά δε φτάνουν να σμιλέψουν τ’ όνομά σου, οι πιο βροντερές ιαχές δεν είναι ικανές να αντηχήσουν το μεγαλείο σου, η λέξη Ζωή φαντάζει μικρή για να χαρακτηρίσει την ύπαρξή σου, κι ο πιο περίτεχνος λόγος φτωχότατος για να περιγράψει το σθένος και την ομορφιά σου.

Χρήστος Τσουτσουβής – 15/05/1985
Mauricio Morales – 22/05/2009
Σπύρος Δραβίλας – 29/05/2015

ΟΙ ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΝΤΕΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Consumimur Igni
Συμβούλιο για τη διατήρηση της μνήμης

Τσακίστε τους όπου τους βρίσκετε – Κείμενο και αφίσα ενάντια στον κατασταλτικό μηχανισμό

Τσάκισε τους μπάτσους όπου τους συναντάς.
Δεν έχει σημασία να ξέρεις τον λόγο, τον ξέρουν αυτοί.

Δυστυχώς, όμως, οι αποκτηνωμένοι υποτακτικοί της καπιταλιστικής αυτοκρατορίας δε γαλουχούνται να κατανοούν και να διαπιστώνουν ό,τι δε σχετίζεται άμεσα με την ταυτοποίηση υπόπτων και την εξόντωση παραβατικών -για το κυρίαρχο δικαϊκό σύστημα- ανθρώπων. Το κατεργασμένο και εύπλαστο εγκεφαλικά φύραμα που καταχρηστικά τούς κατατάσσει στους νοήμονες οργανισμούς, είναι η απαραίτητη πρώτη ύλη όταν ο κόσμος του κεφαλαίου μηχανεύεται μεθόδους υπεράσπισης της παραδεδεγμένης κοινωνικής του οργάνωσης. Δεν εξυπηρετεί στον αναστοχασμό και την καλλιέργεια της αυτοσυνείδησης, αλλά στην άμεση και τελεσφόρα κατάπνιξη όσων στοχάζονται και καλλιεργούν τη δική τους σε ένα αντίξοο περιβάλλον αφανισμού εν μέσω κρίσης. Δεν είναι εφικτό γι’ αυτούς να προσεγγίσουν στοχαστικά τον αντίκτυπο των επιλογών τους σε κοινωνική κλίμακα, άρα εξίσου ανέφικτη είναι και η ανάλυση οποιουδήποτε παράγοντα θίγει και διαταράσσει τη σαθρή διανοητική δομή της σκέψης τους, ικανή να τους εξασφαλίζει μόλις μία υποτυπώδη βιολογική συνέχεια. Αντιθέτως, αναρίθμητοι ανά την πλούσια σε αίσχη ιστορία των κρατικών οντοτήτων, δέκτες των συνεπειών του κοινωνικού τους ρόλου (χαρακτηριζόμενου ως επάγγελμα κεφαλαιώδους σημασίας μόνον απ’ όσους αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε ό,τι επιτείνει την παρακμή του ανθρώπου), μπορούν να επιβεβαιώσουν ήδη ότι καθεμιά και καθένας μας, πάντα επηρεασμένος από τις διαφορετικές αφετηρίες, επιθυμίες και στοχεύσεις του, γνωρίζει έστω επιφανειακά: Ο μπάτσος δεν έχει πρόσωπο, και όποιος αγωνίζεται να αποκτήσει πρόσωπο δε γίνεται μπάτσος. Οι μπάτσοι, μια αξιολύπητη ασπίδα επιστρατευμένη ανέκαθεν για την προστασία όσων προσώπων ευδαιμονούν κάνοντας τα δικά μας να συνοφρυώνονται, έχουν -εφόσον εκτελούν μια ενιαία λειτουργία- την ίδια μούρη, και μοναδικός μας ευσεβής και διαχρονικός στόχος: να την κάνουμε να ματώνει.

Δεν πρόκειται, όπως ήδη αναγράφηκε, για δικό μας προνομιακό συμπέρασμα. Όλα τα πληθυσμιακά σύνολα -πάντα λαμβάνοντας υπόψιν τις κοινωνικές τους καταβολές και ατομικές ιδιαιτερότητες- γνωρίζουν ασυναίσθητα πως ο μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από άνθρωπος, και εμείς θα προσθέταμε -επηρεασμένοι σαφώς απ’ τα δικά μας κίνητρα- ίσως λίγο λιγότερο από έμβια ύλη. Είναι πρωτίστως μηχανισμός, και οι μηχανισμοί κρίνονται πάντα σε σχέση με τη χρησιμότητα και την αποδοτικότητά τους.

Εδώ, οι άνθρωποι και τα διαφορετικά συλλογικά σώματα ξεκινούν να βαδίζουν σε πολύ διαφορετικά μονοπάτια αποτίμησης. Οι μπάτσοι, εν είδει ενός δαπανηρού και πολυέξοδου μηχανισμού, συγκεντρώνουν πάνω τους το άχθος ποικίλων αξιολογήσεων, προσδοκιών και χρήσεων. Ανταγωνιστικών πολλές φορές, μα πάντα υπό την κοινή θέαση πως η αστυνομία μαζί με όσους την επανδρώνουν συνιστά, στην καλύτερη περίπτωση, έναν θεσμό ζωτικό για την ομαλή συνέχεια της κυρίαρχης κοινωνικής οργάνωσης. Θεσμός · όχι πλάσμα ή ανθρώπινο ον. Ακόμα και ο μέσος φιλήσυχος νοικοκοιραίος γνωρίζει ότι την αστυνομία θα καλέσει εφόσον απειληθούν τα θεσμικά του δικαιώματα, όπως γνωρίζει πως την αστυνομία πρέπει ν’ αποφύγει όταν παρκάρει παράνομα ή όταν λογομαχεί με κάποιον παραβιάζοντας τους κανόνες κοινής ευπρέπειας. Ας αναλογιστούμε πως μέχρι κι οι οργανωμένοι φασίστες προσαρμόζουν την άποψή τους για την αστυνομία και τους μπάτσους αναλόγως τη συγκυρία: Είναι απαραίτητοι και πολύτιμοι όταν αξιοποιούνται για την αναχαίτιση κατατρεγμένων στα σύνορα ή την εξολόθρευση πολιτικών τους αντιπάλων, αλλά τους επιτίθενται χυδαία όταν το ίδιο σώμα επιστρατεύεται για την καταστολή τους σε στιγμές όπου υπερβαίνουν τα όρια ενός επιτρεπόμενου -στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας- ακτιβισμού. Όλοι συμφωνούν πως οι μπάτσοι -και όχι ο Τάσος, Ο Γρηγόρης και ο Βασίλης- κάνουν ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους, είναι χρήσιμοι ή επιβλαβείς, επικίνδυνοι ή ηρωικοί. Κρίνονται πάντα ως σώμα, ως μηχανισμός, ως ρόλος, βάσει του πώς αξιολογείται κοινωνικά η δουλειά τους και από ποιους. Η δουλειά τους είναι να πολεμούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου της καπιταλιστικής κοινωνίας, και όταν πολεμάς στην πρώτη γραμμή είναι φυσικό επακόλουθο να δέχεσαι και τα πρώτα βόλια του αντιπάλου.

Οι μπάτσοι δεν είναι άνθρωποι, δεν είναι ζωντανά πλάσματα, δεν είναι υποκείμενα με ιδιαιτερότητες, προτιμήσεις και ευαισθησίες. Είναι μηχανισμός. Ένας κοινωνικός αυτοματισμός οχύρωσης μιας κοινωνίας θεμελιωμένης στην υπαγωγή του ζωντανού στη μηχανή, ενός κόσμου βασισμένου στην αυτοματοποίηση και απομύζηση κάθε πτυχής του ανθρώπινου βίου και του φυσικού κόσμου.

Δεν είναι απλά ένας ακόμα ρόλος, απότοκος του εργασιακού καταμερισμού και της οργάνωσης της παραγωγής, αλλά ο προαπαιτούμενος για τη διαφύλαξη αμφότερων από τα βέλη της αμφισβήτησης και τις επαναστατικές απόπειρες. Σε μια κοινωνία συστηματικής καθυπόταξης κάθε ατόμου στον μισερό του ρόλο -συνέπεια της εξειδικευμένης εργασίας, της θεαματικής προώθησης απομιμήσεων ζωής, της αδιάκοπης κατασκευής πλασματικών αναγκών, του γενικευμένου διαχωρισμού του ανθρώπου από τις συνθήκες αναπαραγωγής της κοινωνικής του ύπαρξης, και της προώθησης ιδεοληψιών απαραίτητων για τη διαιώνιση των κυρίαρχων σχέσεων-, οι μπάτσοι είναι οι θεματοφύλακες της καθολικής απαξίωσης του ανθρώπινου προσώπου. Ο ρόλος τους, στον οποίο έχουν αφιερώσει τη ζωή τους και βασίσει την υλική αναπαραγωγή τους ως μισθωτά ανδράποδα, είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των υπολοίπων, καταστέλλοντας, τιμωρώντας και εξολοθρεύοντας όποιον θελήσει να αρνηθεί τον δικό του. Ο ρόλος τους αναπαριστά τον ρόλο της βαρύτητας στο καπιταλιστικό σύμπαν, θέτοντας όλους τους υπολοίπους σε τροχιά. Είναι το ειδοποιό χαρακτηριστικό των κρατικών ζωνών διαχείρισης της παραγωγής, αφού εκπροσωπούν τη βία που το κράτος εποφθαλμιά να μονοπωλήσει αναζητώντας την ολοκλήρωσή του, όντας τίποτα παραπάνω από οργανωμένη και συγκεντρωτική βία. Ο ρόλος τους καθορίζει τον τρόπο έκφρασης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε μεμονωμένου μπάτσου, και όχι το αντίστροφο. Ο μπάτσος είναι πάντα πρωτίστως μπάτσος, και αυτό τού υπενθυμίζει το υπηρεσιακό όπλο που φέρει μαζί του ακόμα και με την λήξη της βάρδιάς του.

Η αστυνομία είναι επιπλέον το πρότυπο, ο ιδανικός σύμβουλος και ο οδοδείκτης για όλα τα υπόλοιπα επαγγέλματα και τους κοινωνικούς ρόλους. Η στρατιωτική πειθαρχία κατά τη διάρκεια του καθήκοντος και η απόλυτη υποχώρηση του προσώπου μπροστά στις επιταγές του επαγγέλματος αποκαλύπτει εμφατικά τον δέοντα δρόμο για σύνολη την κοινωνική αναπαραγωγή. Δεν είναι διόλου παράξενο το γεγονός ότι τεχνικές πειθάρχησης εφαρμοσμένες στον στρατό και την αστυνομία από τα πρώιμα χρόνια των καπιταλιστικών εθνών-κρατών, τεχνικές όπως η εξάλειψη της ιδιωτικότητας του υποκειμένου, η ιδεολογική κατήχηση στο εκμαγείο των κυρίαρχων ιδεών, η αυστηρή ενστάλαξη του σεβασμού της ιεραρχίας, και η ταύτιση του ατομικού συμφέροντος με αυτό του συλλογικού σώματος, πλέον υιοθετούνται πιστά από τους επιχειρηματικούς ομίλους και τις δεξαμενές σκέψης τους σε μια προσπάθεια εντατικοποίησης της παραγωγής και κατάπνιξης των ατομικών και συλλογικών αντιστάσεων. Στον δρόμο που χάραξε το παράδειγμα της αστυνομίας, ένα επίκαιρο στοίχημα για την οργάνωση της παραγωγής αποτελεί το εγχείρημα απόλυτης ταύτισης του κάθε προσώπου με τις κοινωνικές του λειτουργίες. Από το επάγγελμα μέχρι τις καταναλωτικές του προτιμήσεις εντός μιας καθημερινότητας πλήρως υποταγμένης στην οικονομική αξιολόγηση του κόσμου, στόχος είναι ο άνθρωπος να καθίσταται φορέας του συμβόλου της λειτουργίας του κάθε ώρα και στιγμή.

Αν ως αναρχικές κι αναρχικοί αρνούμαστε πεισματικά την περιχαράκωση της ζωής μας στα στενά πλαίσια των χρήσιμων για την κυρίαρχη πραγματικότητα κοινωνικών ρόλων, αν αναζητούμε διακαώς τους αποτελεσματικότερους τρόπους να τους σαμποτάρουμε, επιφέροντας από τη μία πλήγματα στην κυριαρχία, και διανοίγοντας από την άλλη απελευθερωτικές προοπτικές μέσω των τερπνών στιγμών σύγκρουσης με ό,τι μας καθυποτάσσει, τότε πόσο μίσος πρέπει δικαιολογημένα να υποθάλπτουμε για όσους επέλεξαν να φορέσουν τη στολή της ντροπής και να παραταχθούν απέναντί μας αναλαμβάνοντας τις πιο βρώμικες υπηρεσίες στο όνομα προστασίας της καθεστηκύιας τάξης;

Ρητορικό το ερώτημα αφού σε όποια γωνία υποχώρησης των δημοκρατικών ιδεολογικών προφάσεων κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα, η αποφορά από τα ένστολα περιττώματα είναι ανυπόφορη. Ξεχειλίζει όταν τους βλέπουμε στους δρόμους να περιπολούν υπάκουα, σε επαγρύπνηση για ό,τι απειλεί με την παρουσία του να ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις αυτής την κοινωνίας εκθέτοντας την παρακμή της. Όταν τους βλέπουμε στα σύνορα να σακατεύουν κολασμένους. Όταν τους βλέπουμε στις πορείες ξαμολημένους να χτυπούν και να εξευτελίζουν με τις πλάτες του νόμου. Όταν τους βλέπουμε με τα παραχωρημένα όπλα τους να δολοφονούν νόμιμα, αδιαφορώντας για την προέλευση και την ταυτότητα του θύματός τους, αφού αυτοί δεν αναγνωρίζουν στους παραβατικούς το προνόμιο να είσαι άνθρωπος. Όταν τους βλέπουμε να μολύνουν όλο και περισσότερο τους δρόμους της πόλης με την ποταπή παρουσία τους, παρενοχλώντας κατατρεγμένους και εκτονώνοντας τους κτηνώδεις συμπλεγματισμούς τους σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, προασπίζοντας τα συμφέροντα και την περιουσία κάθε αφεντικού ή πολιτικού, όσο οι αποφάσεις τους μαζί με το βάθεμα των ταξικών χασμάτων και την περαιτέρω υποβάθμιση της ζωής συνυπογράφουν τη συνέχεια του αστυνομικού κράτους ως απάντηση στις παραπάνω συνέπειες. Όταν τους βλέπουμε στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης να αναχαιτίζουν τους αγώνες των εγκλείστων, φροντίζοντας εν συνεχεία την εκτέλεση οποιασδήποτε εκδικητικής διοικητικής απόφασης. Όταν τους βλέπουμε να φρουρούν με σθένος κάθε εμπορικό, καταναλωτικό και χρηματιστηριακό ναό, αποτρέποντας οποιαδήποτε υποτίμηση των θεμελιωδών για την κοινωνία του εμπορεύματος (που καθιστά τον παρασιτισμό τους απαραίτητο) κατηγοριών μέσω απαλλοτριώσεων, βανδαλισμών, λεηλασιών και άλλων επιθέσεων. Και τους βλέπουμε παντού, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους: να φαίνονται στη θέση όσων αποτελούν τα πραγματικά διαχειριστικά και οργανωτικά εξαρτήματα του νόμου και της αγοράς. Όπου αυτά προσκρούουν σε σκοπέλους αντίστασης, οι μπάτσοι είναι εκεί να εκτελέσουν το λειτούργημά τους. Και όταν αυτό επιτελείται, κανένας και καμιά απέναντί τους δεν αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό πρόσωπο, μα ως αφαίρεση δεσποτικά εξομοιωμένη από τις τεχνικές ποινικοποίησης και καταστολής.

Το παράδοξο εντοπίζεται στο ότι, ενώ οι μπάτσοι υπάρχουν ώστε να τους βλέπουμε -καθώς στην επιβλητική παρουσία τους παίζεται η αποτελεσματικότητα της δραστηριότητάς τους-, τείνουμε καμιά φορά παράλληλα να τους παραβλέπουμε, έμφορτοι από ανθρωπιστικά ιδεώδη και λοιπούς ρομαντικούς εξωραϊσμούς. Τους αντιμετωπίζουμε σαν ανθρώπους, σαν νοήμοντα όντα, σαν πρόσωπα, ξεχνώντας πως οι μηχανές δεν έχουν πρόσωπο, και πως, όταν χρησιμοποιούνται για την καταστολή, την καθυπόταξη και τον έλεγχό μας (ζημιώνοντάς μας), οφείλουμε να τους διαλύουμε.

Ο εξανθρωπισμός της αστυνομικής μηχανής πραγματοποιείται απ’ όσους πιστεύουν ακόμα πως μπορούν να μεταχειριστούν τη σκόπιμα καλοκουρδισμένη αυτή μηχανή παραγωγής δυστυχίας, απόγνωσης, φτώχιας, ασχήμιας, βίας και ταπείνωσης προς το συμφέρον και τους σκοπούς τους, ή προς το συμφέρον και τους σκοπούς όσων ποδηγετούν τη συνείδησή τους. Αυτοί, ενώ μετέρχονται την αστυνομική μηχανή και, κατ’ επέκταση, τους μπάτσους ως απλά όργανα του νόμου και εξυπηρετικούς για τις επιδιώξεις τους εκτελεστές θεσμικών αποφάσεων, επιχειρούν να καταστήσουν οικεία και προσιτή στην υπόλοιπη κοινωνία μία μηχανή υποτίμησης του ανθρώπου, εξανθρωπίζοντάς την. Εμείς, κομμάτι μιας πολιτικής παράδοσης εναντίωσης σε κάθε υπαγωγή του ανθρώπου στους κοινωνικούς αυτοματισμούς, καθώς και όσες και όσοι δεν προσδοκούν ν’ αποκτήσουν θέση περιωπής εντός μιας τάξης ολοκληρωτικής καθυπόταξης του υποκειμένου στον ρόλο και την λειτουργία του, αντιλαμβανόμαστε τους μπάτσους ως έναν στυγνό μηχανισμό εξουσίας, έχοντας απομακρυνθεί από κάθε ανθρωπιστική πρόφαση που θολώνει το πεδίο κατανόησης της καθημερινής μας εμπειρίας. Εξάλλου, κάθε παραμορφωτικό φτιασίδωμα απόκρυψης ενός ωμού μηχανισμού καταστολής προσιδιάζει στην ψυχοσύνθεση όσων αυτο-θυματοποιούνται και δικαιολογούν την απραξία τους μπροστά στην ισχύ και τα όργανα του νόμου.

Όσο λοιπόν προσπαθούν να μας πείσουν ότι κάθε ξεχωριστός μπάτσος είναι κάτι περισσότερο από μία στολή, όλα τα επιχειρήματα και οι λογικοί συνειρμοί δίχως στρεψοδικίες διαφωνούν. Αν υποχρεωτικά συρθούμε στη θέση να ποσοτικοποιήσουμε τη σύγκριση, τότε ενδείκνυται να ομολογήσουμε πως ο κάθε μεμονωμένος μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από μία στολή. Γιατί η ζωή ενός ανδρείκελου πρόθυμου να εκποιήσει την ατομικότητά του με αντάλλαγμα έναν χωλό μισθό και μία θέση υποτυπώδους εξουσίας, είναι από μόνη της ενδεικτική των προτεραιοτήτων του κάθε ενστόλου, και δεν πρόκειται να διαφωνήσουμε στην προκειμένη μαζί τους.

Η ζωή κάθε μεμονωμένου μπάτσου αξίζει λιγότερο από την επονείδιστη στολή του, άρα είναι αποτελεσματικότερο για όλες και όλους μας να προτιμάμε τη συμπλοκή μαζί τους όταν βρίσκονται εκτός υπηρεσίας. Το καλό είναι πως, μαζί με τα καθημερινά τους ρούχα, δεν ανακτούν και την ξεπουλημένη τους ανθρωπινότητα. Όπως εμείς δεν είμαστε αναρχικές κι αναρχικοί μόνο όταν φοράμε κουκούλα, όταν επιτιθόμαστε στην έννομη τάξη ή κατεβαίνουμε σε συνελεύσεις, έτσι κι αυτοί δε σταματούν να είναι μπάτσοι όταν περιδιαβαίνουν δίχως τη στολή, όταν μοιράζονται χρόνο με όσους έχουν το θράσος να είναι φίλοι τους ή αράζουν στα εξαγορασμένα από τον μισθό της ξεφτίλας σπίτια τους. Δεν είναι λιγότερο μπάτσοι, απλά είναι μπάτσοι ανυπεράσπιστοι, ανυποψίαστοι κι ευάλωτοι μπρος στις ξαφνικές εμπνεύσεις μας. Ας μην τους παραδώσουμε αμαχητί το προνόμιο να μας αποσπούν από την “οικιακή γαλήνη” όποτε αυτοί θελήσουν, επειδή δεν αναγνωρίζουν στην εξόντωσή μας κάτι πέραν της δικαιολόγησης του μισθού τους. Ας τους το ανταποδώσουμε επιστρέφοντάς τους ό,τι προέκυψε από την συνειδητοποίηση των αιτιών του άλγους μας. Κάθε αποσυναρμολογημένο εξάρτημα της αστυνομικής μηχανής αποτελεί κερδισμένο έδαφος από την ασφυκτική καπιταλιστική κανονικότητα. Συνεπάγεται περισσότερες ελεύθερες πνοές στο πνιγηρό περιβάλλον της αυτοματοποιημένης μητρόπολης.

Γι’ αυτό τσακίστε τους όπου τους βρείτε. Σακατέψτε τους τις πιο ευάλωτες κι απρόσμενες στιγμές, και μαζί τους κάθε όνειρο να γαλουχήσουν μόμολα τα οποία καρτερούν να μπουν σε μπατσοσχολές ενισχύοντας τις άμυνες του κυρίαρχου συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Ένας τραυματισμένος ή αποσυρμένος μπάτσος, εκτός της συμβολικής του αξίας, είναι επίσης ένας ένστολος εκτελεστής των κατασταλτικών πολιτικών λιγότερος, ένα πετυχημένο σαμποτάζ όπως όλα τα άλλα στην καπιταλιστική μηχανή. Πολλές φορές μάλιστα, το ίδιο το σύστημα πρόσληψης και τροφοδότησής τους αποδεικνύει πόσο κοστίζει η ζωή και η ακεραιότητά τους, όταν τους εκθέτει προκειμένου ν’ αποτρέψει πιθανές καταστροφές άλλων κοινωνικών δομών, όπως εμπορικά κέντρα, πολιτικά μέγαρα, γραφεία εταιρειών, λεωφόροι. Κάποιος μάλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τους σεβόμαστε περισσότερο από το σύστημα χρηματοδότησης που υπηρετούν, όταν ως ανθρώπινους στόχους τούς ιεραρχούμε πιο ψηλά από τα κέντρα κυριαρχίας που καλούνται να προστατέψουν ως μέρος του επαγγέλματός τους. Αφού συμφωνούμε όμως πως όντως ένας μπάτσος αξίζει λιγότερο από ένα άδειο ταμείο ή έναν πυρπολημένο στόχο, και αφού γνωρίζουμε πως όπου κι αν κινηθούμε θα τους βρούμε απέναντί μας, ας ξεκινήσουμε το σμπαράλιασμά τους για να χαράξουμε ρότα προς πιο ουσιώδεις κι ευγενείς σκοπούς.

Τσακίστε τους στα σπίτια, στις γειτονιές και στις εξόδους τους. Σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους. Με παρέα ή μόνους τους. Με στολή ή χωρίς. Όλοι μας έχουμε έναν γνωστό μπάτσο, έναν συγγενή ή έναν γνωστό γνωστού. Τα μιάσματα κυκλοφορούν ανάμεσά μας ως επί το πλείστον αφύλακτα κι ανυποψίαστα. Αν διστάζουμε οι ίδιοι να αναλάβουμε δράση και πρωτοβουλίες, ας μιλήσουμε σε όσες δε συγκρατούνται από ενδοιασμούς κι αδημονούν ν’ αξιοποιήσουν δημιουργικά τις πληροφορίες. Στο εξωτερικό έχουν ήδη ξεκινήσει οι μαζικές εκθέσεις προσωπικών δεδομένων μπάτσων σε αντιεξουσιαστικά μέσα αντιπληροφόρησης, και κάτι τέτοιο σίγουρα συνιστά παράδειγμα προς μίμηση. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για αδύναμα, θρασύδειλα, απρόσωπα σκουπίδια που, δίχως τη στολή και την προστασία των υπερεξοπλισμένων από το κράτος συναδέλφων τους, θα τρέκλιζαν από φόβο αντιμέτωπα με τις ερεθισμένες από την άθλια δράση τους ορέξεις μας. Η αύξηση των περιστατικών επιθέσεων σε αστυνομικούς είναι προσέτι ο ενδεδειγμένος τρόπος να υπερφορτώσουμε τον μηχανισμό πρόληψης και αντιμετώπισης εγκλήματος, πολλαπλασιάζοντας τις πιθανότητες οι δράστες να μην προλαβαίνουν να ταυτοποιηθούν και να συλληφθούν από τους εύθικτους γραφειάτους ερευνητές.

Ξύλο, μηχανισμοί, στοχοποίηση, όπλα, αναλόγως τα ευκταία επίπεδα βίας των ενδιαφερομένων, όλα είναι χρήσιμα και επιθυμητά για την καταστροφή όσων καταστέλλουν επί μισθώση. Καθώς η τεχνολογία, οι πολιτικές ηγεμονίες και οι κυρίαρχες δεξαμενές σκέψης αφιερώνουν σταδιακά όλο και περισσότερο χρόνο στην αναβάθμιση του οπλοστασίου της κρατικής μηχανής υλικά και ιδεολογικά, είναι θανάσιμη παγίδα η υιοθέτηση στάσης οίκτου απέναντι στους φρουρούς της όψιμης καπιταλιστικής δυστοπίας. Ειδικά μάλιστα όταν καταντάει να συνεισφέρει στην αποσιώπηση της διόλου τυχαίας αύξησης των κρουσμάτων αστυνομικής βίας και κατάχρησης εξουσίας, συγκαλύπτοντας υποκριτικά τα αίτιά της.

Κλείνοντας, οφείλουμε ν’ αποδεχτούμε μία δυσοίωνη πρόβλεψη. Όσο δεν επιτιθόμαστε στα οπλισμένα χέρια που υπερασπίζονται τα τείχη της φιλελεύθερης δημοκρατικής αυτοκρατορίας, αυτή θα τα ενισχύει, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα ανατροπής της με υλικούς όρους σε ένα υποθετικό μέλλον. Το θέμα δυστυχώς καθίσταται ολοένα και πιο απλό: Ή θα τσακίσουμε την αστυνομική μηχανή μαζί με τα εξαρτήματά της ή θα χάσουμε σύντομα κάθε ευκαιρία να αρθρώνουμε λόγο πάνω στη λειτουργία και τις μεθόδους της, αποκλεισμένες και αποκλεισμένοι βίαια εντελώς από τις δυνατότητες διαχείρισης των ζωών μας.

Επίθεση, εκδίκηση και μνήμη πάντα ακονισμένη.

Να χαράξουμε την προοπτική της ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού κόσμου, περνώντας πάνω απ’ την πρώτη γραμμή της πολεμικής του μηχανής.

Δεν ξεχνάμε τον George Floyd, και τον κάθε George Floyd που έπεσε κάτω απ’ την μπότα των σύγχρονων πραιτωριανών.

Δεν ξεχνάμε τα έγκλειστα αναρχικά συντρόφια μας, και κάθε άνθρωπο που βιώνει τη βίαιη συνθήκη της αιχμαλωσίας.

Δεν ξεχνάμε τα 2 συντρόφια μας στη Θεσσαλονίκη που συνελήφθησαν στις 27/5 λόγω υποθέσεων των μπάτσων περί στοχοποίησης του Δ. Σταμάτη, πρώην υπουργού της Ν.Δ. και νυν προέδρου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.

Δεν ξεχνάμε τα συντρόφια μας στην Ιταλία που διώχθηκαν και αφέθηκαν με περιοριστικούς όρους στα πλαίσια της επιχείρησης “Ritrovo”, όπως επίσης και τα συντρόφια που συνελήφθησαν στα πλαίσια της επιχείρησης “Bialystock” στις 12/6, 5 εκ των οποίων φυλακίστηκαν και 2 τέθηκαν υπό κατ’ οίκον κράτηση.

Consumimur Igni
Απρόσωπη πρωτοβουλία ενάντια στη μηχανή παραγωγής βίας και θανάτου

Για τον Σπύρο Δραβίλα, 4 χρόνια μετά

Είναι φορές που δε νιώθουμε τα χεληδόνια
πώς πετούν πάνω απ’ τα σκυφτά κεφάλια μας.

Είναι φορές που δε νιώθουμε τις σφαίρες
πώς πετούν δίπλα απ’ τα πρόσωπά μας τα μουντά.

Κάπου κάπου δεν κατανοούμε το βάρος του κορμιού
που πέφτει κι αγκαλιάζει το χώμα όπως οι ρίζες των ψηλότερων δέντρων.

Και πόσο μοιάζουν οι σταγόνες του αίματος μ’ αυτές της καταιγίδας.

Είναι η σκιά των πεύκων κι αυτός ο ήλιος από πίσω που μας γαληνεύουν,
κι αυτό το αίμα κι αυτή η σιωπή που σπέρνουν ρίγη και θύελλες,
κι αυτός ο θάνατος που, όσο μας τυραννά, άλλο τόσο μας λευτερώνει.

Γιατί τη στιγμή που κοιτάς κατάματα τον θάνατο,
είναι κι η στιγμή που τον καθαιρείς.

Και τότε, τα πιο ψηλά βουνά δε φτάνουν να σμιλέψουν τ’ όνομά σου,
οι πιο βροντερές ιαχές δεν είναι ικανές να αντηχήσουν το μεγαλείο σου,
η λέξη Ζωή φαντάζει μικρή για να χαρακτηρίσει την ύπαρξή σου,
κι ο πιο περίτεχνος λόγος φτωχότατος για να περιγράψει το σθένος και την ομορφιά σου.

Στις 29 Μάη του 2015, ο Σπύρος Δραβίλας πέταξε μακριά μας. Κι αναρωτιόμαστε από τότε, πώς γίνεται να μας συντροφεύει συνεχώς. Το ίδιο που αναρωτηθήκαμε και για τον Λάμπρο, και για τον Μάουρι, και για τον Σεμπάστιαν, και για όλες αυτές τις πανέμορφες άγριες υπάρξεις που τραβήξανε τον δρόμο χωρίς επιστροφή, για όλες αυτές τις ευγενείς ψυχές που έπεσαν επιστρατεύοντας όλη τους τη δύναμη στη διελκυστίνδα του κοινωνικού πολέμου.

Ο Σπύρος Δραβίλας έζησε ως απαλλοτριωτής, ως αρνητής της μισθωτής σκλαβιάς. Μπροστά στην επιλογή του να πουλήσει το σώμα και τον χρόνο του για ψίχουλα και να ενταχθεί αρμονικά στη σχέση υποτιμημένης μίσθωσης της ανθρώπινης εργασίας, επέλεξε να οργανωθεί και να δράσει αντιπαραγωγικά, απαλλοτριώνοντας τον πλούτο απ’ τα χέρια των εκμεταλλευτών. Η απαλλοτρίωση πόρων είναι επί της ουσίας απαλλοτρίωση του προσωπικού χρόνου και της προσωπικής κίνησης, απελευθέρωση στιγμών ζωής. Μιας ζωής που ο Σπύρος αρνήθηκε να παραδόσει σιδεροδέσμια στα ένοπλα καθάρματα της κρατικής καταστολής, που τον περικύκλωσαν σε σπίτι στη Νέα Αγχίαλο Βόλου, παρέα με τον Σπύρο Χριστοδούλου και τον Γρηγόρη Τσιρώνη, σε οργανωμένη επιχείρηση για τη σύλληψή τους. Δραπέτευσε, ανηφόρησε τα σκαλοπάτια της αιώνιας λύτρωσης, έφυγε με το κεφάλι ψηλά πατώντας τη σκανδάλη.

Η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε προηγουμένως -πώς γίνεται τα αδέρφια που φύγανε μακριά μας να μας συντροφεύουν συνεχώς- είναι απλή: Το σώμα αυτών των ανθρώπων είναι και σώμα μας, τα συναισθήματά τους είναι και δικά μας. Ο πόνος τους για τον πόνο που γεννά αυτός ο κόσμος είναι και πόνος δικός μας. Ο θάνατός τους είναι και θάνατός μας, κι η Ζωή τους είναι και ζωή μας. Οι ταπεινές πατημασιές μας στα ξέφωτα που βαδίσαμε, καταπίνουν η μία την άλλη, γίνονται ένα. Κι οι συνειδήσεις μας συναντιούνται εκεί που ανθίζει η εξεγερμένη αξιοπρέπεια. Ενάντια στην επιβολή, την υποτέλεια, την ιδιώτευση, τον φιλοτομαρισμό, την έσχατη αποξένωση. Ενάντια στην Οικονομία, τα Κράτη και κάθε μορφή διάχυτης εξουσίας.

Εκείνο το μεσημέρι, 4 χρόνια πριν, ο Σπύρος δεν έδωσε τέλος στη ζωή του. Μόνο άρπαξε την πένα της ιστορίας, την πότισε στο αίμα του και χάραξε τ’ όνομά του στην επαναστατική μνήμη. Σπύρο, δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Ούτε και τους λόγους που όπλισαν το χέρι σου. Η 29η Μάη είναι μέρα μνήμης. Κάθε μέρα είναι μέρα πολέμου. Και η τιμή στη μνήμη των πεσόντων μας είναι η συνεπής συνέχιση του πολέμου αυτού.

Μια τεράστια αγκαλιά στον Σπύρο Χριστοδούλου

Δύναμη και συντροφικούς χαιρετισμούς στον Γρηγόρη Τσιρώνη

ΔΡΑΒΙΛΑΣ ΠΑΡΩΝ ΣΕ ΚΑΘΕ ΟΔΟΜΑΧΙΑ,
ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΜΠΡΗΣΜΟ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΛΗΣΤΕΙΑ

Consumimur Igni
Συμβούλιο για τους σκοπούς της ανάφλεξης

Πανό για τον Mauricio Morales

Για τον Mauricio Morales (PDF)

“Los insurrectos no se olvidan / Οι εξεγερμένοι δε σε ξεχνούν / Mauri presente”

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,
δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι…

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,
σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,
τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,
μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία…

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.
Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,
μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει…

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει
κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,
τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη…
Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει…

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Πριν 10 χρόνια σαν σήμερα, μετρώντας πάντα στο κυκλικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο του κυριευμένου από τα ωράρια εργασίας χρόνου, ο σύντροφος Mauricio Morales, ο Πάνκης Mauri για τα κοντινά του πρόσωπα, μας άφησε ιππεύοντας το πάθος του για άγρια ελευθερία. Η ακροτελεύτια νύχτα μιας ζωής έμπλεης συναισθημάτων, συγκινήσεων, παθών, ενθουσιασμών, εντάσεων και σημασιών ήρθε να ολοκληρώσει το φιλοτέχνημα των επιλογών του.

Γιατί ο αδερφός Μauri, όπως και τόσοι άλλοι εραστές της αγέρωχης ανθρώπινης περηφάνιας, συνοδοιπόροι του στα ίδια βαθύσκιωτα μονοπάτια των έκλυτων διαθέσεων, κατέστησε τον εαυτό του κύριο και δημιουργό της ζωής του την στιγμή επιλογής του δρόμου μόνιμης σύγκρουσης με την κοινωνία.

Γι’ αυτό δεν θα πέσουμε στο σοβαρό παράπτωμα να χαρακτηρίσουμε την έκρηξη του μηχανισμού που μας το έκλεψε, καθώς πήγαινε να τον τοποθετήσει στην σχολή δεσμοφυλάκων, ένα ατύχημα. Οι αντάρτες της ζωής δεν αποποιούνται την αναμενόμενη κατάληξη των επιλογών τους. Όχι γιατί η εν λόγω κατάληξη είναι ο σκοπός της διαδρομής αλλά γιατί καμία διαδρομή δεν συναντά τον σκοπό της αν δεν προϋπαντήσει την κατάληξη της.

Ατύχημα δεν είναι ο σαν αναμενόμενος από καιρό και διαλεγμένος θάνατος ενός αναρχικού αντάρτη σε μια εμπόλεμη συγκυρία αλλά η αναίσχυντη παράδοση της ζωής στην κρεατομηχανή παραγωγής υπεραξίας έως το άθλιο και άδειο από περιεχόμενα κουφάρι να πεταχτεί σε κάποια χωμάτινη τρύπα και να αντικατασταθεί από ένα εξίσου ευκαταφρόνητο αποδοτικό κέλυφος. Εμείς εξάρουμε και καλωσορίζουμε κάθε θάνατο συντρόφου ως μια αδιάσπαστη και φυσική συνέχεια μιας υψιπετούς ζωής επιλεγμένης συνειδητά έναντι των παραδεδεγμένων επίσημων οδών. Και θυμόμενοι τα λόγια του Φ. Νίτσε αναφωνούμε: ” Η σοφή ρύθμιση και διάθεση του θανάτου ανήκει σε μία ηθική του μέλλοντος που είναι ασύλληπτη επί του παρόντος και μοιάζει ανήθικη. Είναι μια ηθική που η θέαση της χαραυγής της θα πρέπει να προκαλέσει απερίγραπτη ευτυχία. “

Μauri, οι εξεγερμένοι δεν σε ξεχνάνε. Θα βρίσκεσαι πάντα στις σκέψεις μας καθώς θα εξαπολύουμε την βέβηλη αγάπη μας για ζωή στους πυλώνες της μηχανικής κοινωνίας. Όχι μόνο ο Μάης, ούτε ο χρόνος, μαύρη είναι η μνήμη μας και πυρήνες της φωτιάς οι καρδιές μας.

“Και καλύτερα να κοιμηθούμε σε αυτόν τον λεκιασμένο τάφο
με τη γύρη των δικών μας λουλουδιών.”

Consumimur Igni
Συμβούλιο για τους σκοπούς της ανάφλεξης

 

Σκέψεις με αφορμή τον θάνατο του Mikhail Zhlobitsky

Με αφορμή το νέο κύμα συλλήψεων αναρχικών στην Ρωσία αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε το παρακάτω κείμενο, γραμμένο μετά τον θάνατο του Mikhail Zhlobitsky ως μια ελάχιστη προσπάθεια να γεφυρώσουμε τις αγωνιστικές πραγματικότητες μας με τις εξελίξεις σε απόμακρα γεωγραφικά μέρη που θέλουμε να πλησιάσουμε και να αισθανθούμε διαμέσου των κοινών μας υποθέσεων. Το κείμενο αυτό επιπλέον εν είδη υπόσχεσης αποζητά να διαβεβαιώσει πως τίποτα δεν θα μείνει αναπάντητο καθώς οι απειλές της καταστολής σήμερα μας προμηθεύουν τα απαραίτητα σύνεργα για τις μάχες του αύριο.

Αναρχική σύμπραξη Consumimur Igni
για τη λέσχη φίλων του εξτρεμισμού

*

Κι ο θάνατος δεν θά’ χει πια εξουσία.
Όσους βαθιά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ΄αφανίσει ανεμοστρόβιλος΄
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους πεδεύουν δεν θα τους συντρίψουν΄
Στα σπασμένα τα χέρια τους θά’ ναι η πίστη διπλή,
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί΄
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν΄
Κι ο θάνατος δεν θά’ χει πια εξουσία.”
Ντύλαν Τόμας

Σύντροφοι, μια τρομοκρατική ενέργεια θα πραγματοποιηθεί στο κτήριο της FSB στο Αρχάνγκελσκ. Αναλαμβάνω την ευθύνη γι’αυτήν. Τα κίνητρα είναι ξεκάθαρα: Το FSB κατασκευάζει υποθέσεις και βασανίζει ανθρώπους. Αποφάσισα να το κάνω. Κατά μεγάλη πιθανότητα θα πεθάνω στην έκρηξη διότι ο εκρηκτικός μηχανισμός ενεργοποιείται με ένα κουμπί στο πώμα της βόμβας.”

Στις 31/10/2018 στην περιοχή Αρχάνγκελσκ της Ρωσίας ο 17χρονός αναρχικός Mikhail Zhlobitsky επιλέγει ως κύκνειο άσμα του μια επίθεση στα κεντρικά της FSB ( Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας ) αφήνοντας πίσω του, παρεκτός των τριών τραυματιών μπάτσων, την θρασομανούσα αδολεσχία γνωστών πτωματοβόρων αρπακτικών. Απέχοντας χιλιόμετρα από τον νεαρό σύντροφο αλλά και από τον περίγυρο του, συγκρατούμε την ορμή των απισχνασμένων μας συγκινησιακών αναγκών προτιμώντας να αδράξουμε την ευκαιρία μιας επισταμένης διείσδυσης στις αλλαγές ισορροπιών που θεμιτώς ίσως πυροδοτεί το συμβάν, σε αντιδιαστολή με τις άφθονες υποκριτικές και δακρύβρεχτες ελεγείες ή τις βεβιασμένες αποκηρύξεις από μεγάλη μερίδα του ενδιαφερόμενου εσμού.

Γνωρίζουμε πλέον καταλεπτώς τα επίπεδα ευερεθιστότητας του καταρτισμένου στην θεαματική εποχή κοινού. Οι παλινδρομήσεις της πληκτικής ζωής του μεταξύ ανίας και παραληρήματος μας αηδιάζει και μας φοβίζει. Η αναζήτηση ηρώων, μαρτύρων, ηγετικών προτύπων και πούρων καλόγερων στην υπηρεσία ανώτερων σκοπών φτάνει σε πρωτόγνωρα επίπεδα στην πρόσφατη ιστορία ως απότοκο μιας αδήριτης ανάγκης αντιστροφής της επελαύνουσας απομυθοποίησης και υποβάθμισης της ζωής. Ως πιστοί κληρονόμοι του χριστιανικού εκφυλισμού που τους εξέθρεψε, τα σύγχρονα ανδράποδα τοποθετώντας στην μία πλευρά του ζυγού λίτρα αίματος αποβλέπουν σε μία αντίστοιχη αύξηση της αξίας της ζωής στην αντίθετη πλευρά. Δεν είναι η πρώτη φορά εξάλλου, που επιχειρείται επίρρωση των παραδεδεγμένων συνηθειών διαμέσου του πόνου και της καρτερικότητας.

Η λατρεία των νεκρών είναι απλά μια προσβολή στον αληθινό πόνο. Το να κρατάς ένα μικρό κήπο, να ντύνεσαι στα μαύρα και να φοράς βέλο, δεν αποδεικνύουν την ειλικρίνεια της θλίψης. Πρέπει και η θλίψη να εξαφανιστεί, τα άτομα πρέπει να αντιδρούν στο τέλος των πραγμάτων και αναπόφευκτα στο θάνατο. Πρέπει να πολεμήσουμε ενάντια στο να υποφέρουμε αντί να το επιδεικνύουμε, αντί να πορευόμαστε σε γκροτέσκες λιτανείες και με ψεύτικες ευχές. Πρέπει να ανατρέψουμε τις πυραμίδες, τους τύμβους, τους τάφους· πρέπει να περάσουμε το άροτρο μέσα από τους τοίχους του νεκροταφείου για να απαλλάξουμε την ανθρωπότητα από αυτό που ονομάζεται σεβασμός στους νεκρούς αλλά είναι η λατρεία των πτωμάτων.”

Η λατρεία των πτωμάτων συναντά εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη της στο πλεόνασμα αναιμικών ιδεολογημάτων, ανίκανων ακόμα και να στρεβλώσουν την ούτως ή άλλως καθημαγμένη συνείδηση αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικών στην διασκέδαση του συμβιβασμένου πλήθους, ιδίως όταν η συγκινησιακή πανούκλα του δημοσίου λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας. Επόμενο λοιπόν η σχολαστικότητα και η καλλιέπεια στους λόγους περιγραφής του επιτιθέμενου, η παλιλλογία διαξιφισμών περί των κινήτρων του, η εμμονή στα συναισθήματα του, τα οποία συνήθως μάλιστα δεν αισχύνονται να συμπληρώνουν αυθαίρετα διάφοροι αλχημιστές των σκανδαλιστικών δελτίων ψυχαγωγίας, η εμμονή στην αποσπασμένη εκ του συνόλου στιγμή της θεαματικής ολοκλήρωσης της επίθεσης, η σπασμωδική συναισθηματική ταύτιση του καθενός στερημένου καταναλωτή με τον ήρωα της νέας Ρωσικής νουβέλας να έρχεται να ολοκληρώσει ένα σκηνικό αναμφίλεκτα βδελυρό, αν όχι εχθρικό, σε μια αναρχική θεώρηση. Η εστίαση στις απευθυνόμενες στο θυμικό διαστάσεις της υπόθεσης αντικαθιστά την αναγκαιότητα εξαγωγής τακτικών συμπερασμάτων. Τα δάκρυα και τα αναφιλητά προτιμούνται έναντι μιας ψυχρής και εναργούς εκτίμησης των γεγονότων· προϋπόθεση για μια λελογισμένη προετοιμασία αντίδρασης και αναδιοργάνωσης. Η ζήτηση για ήρωες εξοβελίζει την απαίτηση για απαγκίστρωση από πρότυπα και ειδύλλια, ήτοι την δυνατότητα της αυτονομίας. Οι λιτανείες μαζί με τις νεκρώσιμες ακολουθίες δεν αφήνουν περιθώρια στον στοχασμό για αναβάθμιση των μέσων επίθεσης.

Η νεκροφιλία, αμέριστο στοιχείο της επιπολάζουσας συγκινησιακής πανούκλας, της ολοένα εντεινόμενης απαίτησης ισχυρών ερεθισμών προσήκει απόλυτα σε μια εποχή μετατροπής του ζώντος σε λειτουργική και αποδοτική μηχανή. Τροφοδοτώντας άκρως ευκαταφρόνητα ενστικτώδη αντανακλαστικά το οργανωμένο θέαμα των διαφημίσεων, των ψευδών ειδήσεων, του ηθικού σχετικισμού, του ευυπόληπτου, ευκολοχώνευτου λόγου και των φτηνών εντυπώσεων προλειαίνει το έδαφος για την κανονικοποίηση μιας υποβάθμισης της συνείδησης σε εργαλείο αναζήτησης συναισθηματικών τέρψεων του εύθικτου και συνεσταλμένου μα συνάμα ανεπανάληπτα αδιάφορου και απαθούς μητροπολιτικού κοινού. Η μάζα δειλών, στην οποία αναφερόταν η Emma Goldman, δεν έχει προοδεύσει καθόλου σε αντίθεση με τα προσήκοντα, για την κατασκευή του περιβάλλοντος της κυριαρχίας της, μέσα. Η εν λόγω πρόοδος, ελέω μιας περαιτέρω ομογενοποίησης των επιθυμιών, της επιτρέπει την απρόσκοπτη επιτάχυνση της κατασκευής ηρώων και προτύπων σε βιομηχανική κλίμακα.

Η διαδικασία αυτή απέχει πόρρω από την έστω και υποτυπώδη συναισθηματική εγγύτητα, την άμεση ενσυναίσθηση κάθε σπασμού ενός συντρόφου στον πόλεμο, την αμοιβαία εκτίμηση μπροστά στον κοινό σκοπό. Με φαντασία όμοια μισθωτών υπαλληλίσκων στην υπηρεσία καναλιών, άπαντες οι συγκαιρινοί μας διαπρέπουν στην τέχνη μετατροπής κάθε γεγονότος σε μιμίδιο. Επιδεικνύουν αλόγιστα τα αριστεία τους στην τέχνη της χαύνωσης, του εξωραϊσμού, της παραπλάνησης και της εξαπάτησης. Όταν ο εκάστοτε ταρτούφος αποσκοπεί να κερδίσει τα τιμαλφή λίγα λεπτά δημοσιότητας του υποδυόμενος τον σπουδαίο χρησιμοποιώντας ως άμβωνα τα πτώματα των ευτελισμένων νεκρών ( νωπή στην εγχώρια μνήμη είναι ακόμα η περίπτωση του Ζακ ), τα συμβάντα προτιμότερο είναι να θολώνουν δια του παραπετάσματος της σποδού του νεκρού καθώς αναφορικά με τους τόπους και τους άμεσα εμπλεκόμενους φροντίζουν οι μηχανισμοί καταστολής για την αποστείρωση των πρώτων και την φίμωση των δεύτερων.

Αξιοποιώντας την αμφίδρομη σχέση μεταξύ κοινού και ηθοποιού που η νέα πληροφορική εποχή με δαψίλεια εξασφαλίζει, απεγνωσμένοι αντικρίζουμε τις άφθονες υποσχέσεις πως οι αφορμές για διασκέδαση της παρακμής μας ποτέ δεν θα στερέψουν. Δεν θα εκλείψουν γιατί το φτηνό ίντερνετ, η αστραπιαία μα και ελλειμματική σε ανθρώπινο παράγοντα πληροφόρηση, η αδηφαγία του πλήθους για εγκεφαλικές τέρψεις, ο ναρκισσισμός των απομονωμένων ανδρείκελων και η υποδαύλιση της επικοινωνίας δια της εξάλειψης της βιωματικής ανάγκης για σφαιρική εμπειρία καθησυχάζουν τους μακάριους καταναλωτές πως τίποτα δεν θα αναστατώσει τον βολονταριστικό τους λήθαργο.

Ανάθεμα σε αυτούς, τις ορέξεις τους, τους ήρωες τους, τις συνήθειες τους και τους βαυκαλισμούς τους. Ολοκληρώνοντας την σύντομη αυτή επίπληξη, εκτοξεύουμε το ύστατο κατηγορώ μας ενάντια στα πνευματικώς στείρα ματαιόδοξα θρεφτάρια των στιλπνών θεαματικών φακών, γνωστοποιώντας την φαντασιοκοπία μας ο Μιχαήλ να πέθανε έχοντας μαζί μύχια στην καρδιά του την επιθυμία να απαλλαχτεί από τα αδιάκριτα και αδίστακτα βλέμματα του εξίσου πνιγηρού περίγυρου του. Γιατί αν κάτι αντιλαμβανόμαστε με βεβαιότητα είναι πως το εξεταστικό μάτι της εποχής δεν περιορίζεται από σύνορα, ιδιότητες και ηλικίες. Δεν θα κατρακυλήσουμε στο επίπεδο της εικοτολογίας όμως διευκρινίζοντας πως θα επιλέξουμε να παραθέσουμε στρατηγικές σκέψεις με αφορμή ένα συμβάν ανεπίδεκτο εξωραϊσμών, μυθευμάτων, ύμνων και λοιπών κενόδοξων πρακτικών. Τα κίνητρα μας λογοδοτούν αποκλειστικά στις εστίες ταραχής που θέλουμε να εξαπλώσουμε θραύοντας την κοινωνική νηνεμία, τουτέστιν, όχι σε όσους πιστά διακονούν στις τάξεις της καταναλώνοντας στον σολιψιστικό τους παράδεισο το πρωτεϊκό κυρίαρχο ψέμα.

Όταν είσαι σε δύσκολο έδαφος μην στήνεις στρατόπεδο. Να συναντάς τους συμμάχους σου σε περιοχή όπου διασταυρώνονται μεγάλοι δρόμοι. Μη χρονοτριβείς σε επικίνδυνα απομονωμένες περιοχές. Όταν είσαι περικυκλωμένος να καταφεύγεις σε τεχνάσματα. Όταν βρίσκεσαι σε απελπιστική θέση να πολεμάς.”
Σουν Τζου

Απομακρυσμένοι από τα χαρακώματα, οχυρωμένοι στην ασφάλεια μιας χειρουργικά εφαρμοσμένης εποπτείας των κινήσεων μας συνοδευόμενης από τις δέουσες αβρές μεθόδους καταστολής προσήκουσες σε ένα δημοκρατικό κράτος φλύαρο αναφορικά με τον σεβασμό του απέναντι στ’ ανθρώπινα δικαιώματα κρίνεται δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, μία εμπεριστατωμένη κατανόηση των συνεπειών και των απαιτήσεων μιας ενέργειας ομόλογου χαρακτήρα. Αλήθεια όμως, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: Πόσοι στοχάστηκαν τις πιθανές αλλαγές στις ισορροπίες των τακτοποιημένων καθημερινών τους συνηθειών από μία αντίστοιχη τομή στην ομαλή διάταξη του επιπέδου βίας; Πόσοι στωμύλοι καυχηματίες δήθεν μπαρουτοκαπνισμένοι αριβίστες του κοινωνικού πολέμου, που ολοένα πλησιάζει αλλά παραδόξως εντείνεται μονομερώς από την πλευρά των εχθρικών παρατάξεων, έχουν βασίσει τις προσδοκίες και τις προοπτικές τους στην αέναη ισχυροποίηση της κοινωνικής ειρήνης μολονότι τόσο ευθαρσώς επιδίδονται στην στηλίτευση της; Πόσοι ειλικρινά προετοιμάζουν και εργάζονται για την όξυνση του κοινωνικού πολέμου οργανώνοντας με συνέπεια μόνιμες αποδράσεις από τους θυσάνους της επιβίωσης; Πόσοι εκπονούν οριστικές ρήξεις με το μίζερο περιβάλλον του κοινωνικού τους κύκλου; Μία απαγκίστρωση από τις περιδιαβάσεις στα συνεργατικά μαγαζάκια, από τους αποπληκτικούς έρωτες της μετριότητας, από τα χαριεντίσματα με το θελξικάρδιο πλήθος, από τις τετριμμένες χαυνώσεις στην κουλτούρα του netflix and chill και των σειρών, από την αυτοαναφορική περιστασιακή ημιπαρανομία; Πόσοι στοχάστηκαν όχι μόνο την αναλυόμενη πράξη αλλά και τις κριτικές τους στον απόηχο της ως πράξη πολέμου;

Υπάρχει άραγε η υποτυπώδης κατανόηση του τι συνεπάγεται μια ενέργεια βομβιστικής αυτοκτονίας εκτός από αφορμές για αίνους της συμφοράς και απερίσκεπτες δηλώσεις υποστήριξης έμφορτες με ανέμπνευστα ποιητικά ποικίλματα; Παραδείγματα επιθέσεων βομβιστικών αυτοκτονιών δεν είναι διόλου τυχαίο που έχουν εκλείψει από τις τάξεις του μεταπολεμικού αναρχικού κινήματος. Σε σύμπνοια με την ανάπτυξη των ανθρωπιστικών αξιών στην φιλελεύθερη δύση καθώς και των νομικών επιπτώσεων της ανάπτυξης αυτής στην δικαιική σφαίρα το αναρχικό κίνημα ρίζωσε βαθιά και καθορίστηκε πλήρως η δράση του από την υιοθέτηση της εν λόγω παράδοσης. Μια παράδοση η οποία πραγματοποιεί μια αυστηρή ιεράρχηση της ηθικής ζωής αναμοχλεύοντας την χύτρα των κατηγορικών προσταγών δίνοντας προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή, στα ατομικά δικαιώματα, στις διάφορες διαμάχες γύρω από το φάντασμα της ελευθερίας, στην εκκοσμίκευση και τον ορθολογικό ωφελιμισμό, στην αποδόμηση της μεταφυσικής και των μεγάλων αφηγήσεων. Η παρέκκλιση μιας βομβιστικής αυτοκτονίας εγκυμονεί την εισβολή νέων αντιλήψεων στην παράδοση αυτή, δίχως βέβαια να παραβλέπουμε πως ο ίδιος ο διαφωτισμός τείνει να αυτοαναιρείται υπό το χάραμα της κυβερνητικής δυστοπίας αμφισβητώντας πρώτος ο ίδιος τα θεμέλια του. Ωστόσο, η συστράτευση με ανάλογες ενέργειες και στην συνέχεια η πιθανή υιοθέτηση τους από επαναστάτες σηματοδοτεί, παρεκτός ενός μη τελεολογικού ολισθήματος της αντίστασης στις ορέξεις της θανατοπολιτικής, μια βαθιά απαίτηση για αναβάθμιση και βελτίωση των μεθόδων δράσης. Η νέα πρακτική θεωρία του σύγχρονου εξτρεμισμού κάνει τις πρώτες τις δειλές σκέψεις.

Βρισκόμαστε σε οριακή στιγμή. Είναι εύκολο να το διαπιστώσουμε όταν στρέφουμε το βλέμμα μας ερευνητικά στις υπάρχουσες διαμάχες και τους έκδηλους ανταγωνισμούς εντός της μεταμοντέρνας κοινωνίας. Με το επίχρισμα του ανθρωπισμού να ξεθωριάζει και με το χαμόγελο του όλο και πιο πελιδνό δεν είναι λίγοι όσοι αναζητούν στις αξίες, στα ήθη και τα έθη του παρελθόντος ρετσέτες επιβίωσης και κατευθυντήριες αρχές. Η ραγδαία άνοδος της κρατικής καταστολής σε επικράτειες πολιτικά ολοένα και πιο ασταθείς, η καταστρατήγηση των κεκτημένων, η μονιμοποίηση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης ως νέα τάξη πραγμάτων, το περίσσιο αίσθημα ματαιότητας, η αμφισβήτηση και η αποδόμηση καθοριστικών έως σήμερα βεβαιοτήτων, η ακόρεστη τεχνολογική πρόοδος ειδικά στις μεθόδους πρόληψης, ελέγχου και καταστολής ως η μόνη εγγυητήρια δύναμη διατήρησης του status quo, η εξάλειψη των μεσοβέζικων στάσεων κυρίαρχων σε μετριοπαθέστερες εποχές υπό την ασφυκτική πίεση του διλήμματος παραίτηση ή αγώνας με κάθε μέσο. Όλα τα παραπάνω και ακόμα περισσότερα ηχούν στα αυτιά μας ως απόλυτη, επιτακτική αναγκαιότητα να συνδέσουμε το τέλος μιας εποχής με την δική μας επαναφορά. Η αναπόδραστη, προϊούσα ομογενοποίηση του πλήθους, αποκύημα των προαναφερθέντων πρωτόφαντων εξελίξεων, ωθεί τον κοινωνικό πόλεμο σε παρθένες έως τώρα οδούς προσδίδοντας του δεσπόζουσα στρατηγική σημασία στις στρατηγικές ερμηνείες των μοναδικών που ανήγαγαν σε προσωπικό τους στοίχημα την πτώση του δημοκρατικού κτηνοτροφείου. Η στεγανοποίηση της σύγχρονης μεγάλης ιδέας που μονοπωλεί τον τίτλο σε βαθμό απόκλισης κάθε διαφορετικής ιδέας με την προσδοκία να τον οικειοποιηθεί διεκδικώντας κομμάτι από την αίγλη της, υποχρεώνει τις αντιστάσεις, αν ειλικρινώς ερείδονται σε ρίζωμα της επιθυμίας στο πραγματικό, να αναζητήσουν με πάθος μια ομόλογη συνεκτικότητα των αρνήσεων ως ακροτελεύτια ευκαιρία να επιβεβαιώσουν την υπόσταση τους. Ο πραγματικός συγκεντρωτισμός του θεαματικά πολύμορφου θετικού εξαναγκάζει το αρνητικό σε μία πραγματική συγκέντρωση των πολύμορφων, θεαματικών του έως τώρα εκδηλώσεων. Αν λοιπόν η κοινωνία αυτή παρουσιάζεται πολυσχιδής ώστε να επιρρώσει την μονολιθικότητα της, τότε οι συνεπείς πολέμιοι της, ενώ οφείλουν να εμφανιστούν συνεκτικοί πατώντας στο συνταίριασμα των επιμέρους μορφών δράσης τους, θα ριζοσπαστικοποιήσουν τις ουσιαστικές ιδιαιτερότητες τους.

Απαραίτητο και ζωτικό στοιχείο γι’αυτήν την ποιοτική αναβάθμιση καθώς και την επικαιροποίηση των μεθοδεύσεων του αρνητικού κρίνεται η αδρή ενίσχυση των ενεργειών ένοπλης πάλης. Σε αυτήν την στόχευση συμπεριλαμβάνεται σαφώς η οργάνωση και η ιεράρχηση πάσας δραστηριότητας αναρχομηδενιστικού χαρακτήρα με βάση την υποστήριξη, τον πολλαπλασιασμό και την προετοιμασία βίαιων ενεργειών, αφού συγκριτικά με το πραγματικό επίδικο του σύγχρονου εξτρεμισμού, ήτοι την υλική θανάτωση του καταναλωτικού κόσμου, οποιαδήποτε άλλη έκφανση του αγώνα αποκτά επουσιώδη σημασία. Τα πάντα επιβάλλεται να αξιολογούνται σε σχέση με τον βαθμό καταστροφής και ταραχής που είναι σε θέση να δημιουργήσουν στις αυστηρά φυλασσόμενες ζώνες οργάνωσης της εμπορευματικής ζωής και εμφύσησης της ηθικής της. Ακόμα και οι νόμιμες μορφές δράσης ακροβατώντας στα ασταθή – ειδικά σήμερα- όρια της νομιμότητας, οφείλουν να εργάζονται πυρετωδώς για την κατάργηση της εν λόγω διάκρισης, αφού εξαναγκάζοντας την θεσμική, επίσημη έκφραση της κοινωνική έριδας να αναγνωρίσει ιδιώνυμα την μηδενιστική αναρχία ως κατεξοχήν απειλή για την ευταξία της αστικής ζωής, επιτυγχάνουμε τον πλέον μύχιο στόχο μας: Tον εναγκαλισμό του χεριού που γράφει με αυτό που πυροβολεί διαμέσου ενός κοινού σώματος υπό συνεχή διωγμό από τους έμμισθους εκπροσώπους της δικαστικής εξουσίας. Για τους νέους διάκονους του εξτρεμισμού καμία τέρψη, καμία απόλαυση, καμία επιθυμία δεν μπορεί να φτάσει στην ολοκλήρωση της εφόσον δεν απαντά συνολικά την εκτόνωση της σε μια ολομέτωπη επίθεση απέναντι στους πολλαπλούς εκφραστές του ισχύωντως συστήματος αξιών. Παραδεχόμαστε την ελλειπή μας φύση και την ανικανότητα μας να προτείνουμε έναν καλύτερο κόσμο ως γνήσια θρεφτάρια της παρακμής, εξού και η εγρήγορση μας ώστε σε κάθε εκφώνημα εκμαυλισμού να αναφωνούμε Μηδενισμός. Μηδενισμός!

Ο ίδιος ο φυσικός θάνατος για τον οποίο τόσο θρηνούν στον κόσμο του θανάτου είναι λιγότερο ολέθριος από τον θάνατο που διακινείται ως ζωή”
Αλφρέντο Μποννάνο

Δεν υπάρχει θεωρία. Δεν υπάρχει κίνημα, ρεύμα, χώρος ή όπως αλλιώς έχουμε μάθει να διακρίνουμε αυτό το αμάλγαμα αποσπασματικών ιστορικών πληροφοριών, ασυνάρτητων μεταξύ τους γνώσεων και ατελέσφορων πρακτικών στερουμένων σκοπού από τα υπόλοιπα εκμαγεία υποκουλτούρας της θεαματικής κοινωνίας. Μολονότι ξυπνήσαμε καταμεσής μιας μεγάλης σκάλας με αμέτρητα σκαλοπάτια διαθέσιμα να τα πατήσουμε πλησιάζοντας ασύλληπτα έως τώρα ύψη, μουδιασμένοι αρκούμαστε στο αίσθημα του ιλίγγου εμπνεόμενο από την ρέμβη στο αχανές των πιθανοτήτων λησμονώντας να απαντήσουμε στο κρισιμότερο ερώτημα: και μετά τι; Κατήφεια, νωχελικότητα και ραθυμία ως παραπλήρωμα της ευδιαθεσίας των θεατών. Γιατί μόνο οι θεατές εξακολουθούν να στέκουν όλβιοι στον κόσμο των έξυπνων μηχανών και των προκαλούντων επιληψία γρήγορων οθονών. Η θεωρία όμως προκειμένου να γραφτεί απαιτεί δράση, βίωμα, γνωριμία και πειραματισμό. Αναστάτωση και ταραχή λόγω της εγγενούς αδυναμίας ενός θαλερού πνεύματος να προσαρμοστεί στην πνιγηρή ασφάλεια παραδεδεγμένων εγγυήσεων. Η αποστασία από τις πεπατημένες είναι ο τρόπος της θεωρίας να εφεύρει την ουσία και την αλήθεια της. Δίχως την έριδα και το νείκος δεν υπάρχει θεωρία, μα βεβαιότητα, αποτελμάτωση και παράλυση με τις κατεστημένες κοινοτοπίες να σαπίζουν διαιωνίζοντας στο διηνεκές την ερμηνεία και την έποψη τους για το επιστητό μαζί με τα εκάστοτε συμπαρομαρτούντα. Η θεωρία δοκιμάζεται και δημιουργείται αδιαλείπτως ενώ οι βεβαιότητες καταναλώνονται και βαυκαλίζονται πως τίποτα δεν θα αλλάξει διαμέσου των πολλαπλών στομάτων που τις επαναλαμβάνουν ανεξαρτήτως γλώσσας. Η νέα θεωρία της αναρχικής εξέγερσης δεν θα γραφτεί από ακαδημαϊκούς τυφλοπόντικες, τεμπέληδες, μακάριους βιβλιοφάγους των πανεπιστημιακών εδράνων, ανέραστα ανθρωπάρια στερημένα την εμπειρία της ζαφλεγούς διονυσιακής θέλησης για ανανέωση της ανθρωπότητας. Τραβάμε την γραμμή ανάμεσα σε μας και αυτούς με το αίμα όσων απονενοημένα μπορεί να μίσησαν αυτόν τον κόσμο μέχρι τα σπλάχνα τους να εκραγούν. Διαχωρίζουμε τους εαυτούς μας από τους στωμύλους φανφαρόνους μηρυκαστές διανοητικών ακαθαρσιών. Η μεγαλύτερη μας προπέτεια εναντίον τους θα είναι η απαλλοτρίωση και η εφαρμογή των πνευματικών αθυρμάτων τους στον καθημερινό πόλεμο μας εναντίον αυτών και της κοινωνίας που ευνοεί την ύπαρξη τους.

H τέρψη με την ανάγνωση και την αποστήθιση προσιδιάζει σε άτομα ικανοποιημένα με το υπαρκτό, απρόθυμα να μεταβάλουν τις έξεις τους. Όμως, η θεωρία μιας κίνησης φέρουσας έναν ανατρεπτικό χαρακτήρα προϋποθέτει την δυσκαμψία και την απροθυμία προσαρμογής του εκφραστή της στο περιβάλλον σύλληψης της, την ασυμβατότητα των επιθυμιών του με τις προσφερόμενες καταστάσεις προς επένδυση τους. Ότι βρίσκει την θέση του σε συνήθειες, θεσμούς, επίσημες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, νόμιμες και αποδεκτές δραστηριότητες, λόγους υπεράσπισης του από τους συνηγόρους του εμπορευματικού κύκλου δεν δύναται να συνεισφέρει στην συγκρότηση της σύγχρονης αναρχικής πρακτικής θεωρίας. Όσοι ολοκληρώνονται στα πλαίσια των υφιστάμενων θεωρητικών κοινοτοπιών δεν κατατρίβονται από την ανάγκη κατασκευής μιας θεωρίας για την ολοκλήρωση των κατακερματισμένων τους κοινών τόπων. Όσοι δεν καταλήφθηκαν έστω και στιγμιαία από την διόραση πως ο θάνατος είναι μονόδρομος για την επανοικειοποίηση των διασυρμένων ζωών τους θα περισσέψουν σύντομα από τις ποιοτικές καταμετρήσεις των λιγοστών μα άξιων εραστών της ολικής άρνησης. Αυτοί, στον αντίποδα, που δεν κατόρθωσαν να χαλιναγωγήσουν το κοχλάζον αίσθημα του ανικανοποίητου οδηγούμενοι συχνά σε ενέργειες αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα διέπονται από την ανάγκη σμίλευσης της ενοποιητικής πρακτικής θεωρίας. Πρώτο τους μέλημα η ακόρεστη εργασία για την έλευση στιγμών κλήτευσης του καθενός στο προσωπικό του συνειδησιακό δικαστήριο με κατήγορο την πρόθεση της νέας θεωρίας να αναβαθμίσει σε κάθε επίπεδο τους όρους σύγκρουσης. Κανένας δεν θα μπορεί να παραμείνει αμέτοχος κωχεύοντας στις ίδιες δικαιολογίες-απολογίες να συνεχίσει τον χιμαιρικό του λήθαργο. Ο κόσμος για όποιον δεν φορά ιδεολογικές διόπτρες σίγουρα δεν χωρίζεται σε στρατόπεδα. Στοίχημα και όχι κεκτημένο μας είναι να τον πολώσουμε κόντρα αφενός σε όσους θέλουν να τον παρουσιάζουν ως ήδη πολωμένο,  αφετέρου στους υπόλοιπους που εναντιώνονται στα δίπολα των πρώτων, ενώ αμφότεροι υπηρετούν ευφρόσυνα την ίδια κυρίαρχη φαινομενικότητα.

Εν κατακλείδι, αναλογιζόμενοι την χαρακτηριστική τραχύτητα των επιθέσεων των εκτελεστικών σωμάτων διασφάλισης των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων διαβλέπουμε σε τι συνοψίζεται η θεωρία μας, ποιοι την γράφουν, ποιοι την πολεμούν και αναμένουμε συμβάλλοντας τα μέγιστα με τον καθημερινό μας πόλεμο να δούμε πως θα εφαρμοστεί καθώς και σε τι θα οδηγήσει. Εξάλλου, αποδεικνύοντας διαρκώς με εικονοκλαστικές διαθέσεις ποιος είναι ο ρόλος της, δεν ποθήσαμε ποτέ μια αρτηριοσκληρωτική κρυστάλλωση της. Αν το κάναμε δεν θα ήμασταν σήμερα πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα να αντιστρέψουμε τις συνθήκες προς όφελος μας επιτιθέμενοι άγρια όσο ποτέ σε ήδη εχθρικές ιδέες αλλά συγχρόνως οριοθετώντας νέα πεδία πολέμου. Ας κάνουμε το επιπλέον βήμα μεταφέροντας τον πόλεμο στα ενδιαιτήματα των εχθρών μας. Στους χώρους που και μόνο η ύπαρξη τους μετατρέπει την ζωή μας σε τραγωδία. Στους κίβδηλους ναούς της κατανάλωσης, στα μαυσωλεία του εμπορεύματος, στους πανομοιότυπους δρόμους διάδοσης όλων των ειδεχθών αποστειρωμένων σχέσεων. Στις οικείες και στους τόπους συνάθροισης όσων έμμισθα ή μη αναπαράγουν, δίχως να ενδιαφέρονται για την εξόντωση μας, τον πολιτισμό της οικονομίας, των στατιστικών και της διαρκής αστυνόμευσης. Γιατί η ουτοπία τους είναι το προσωπικό μας μαρτύριο. Ας φοβούνται αυτοί για τις πιθανές καταλήξεις μιας τετριμμένης εργάσιμης μέρας τους. Ας διπλοκοιτάζουν αυτοί πίσω από την πλάτη τους καθώς περπατάνε προς τα αντιαισθητικά κλουβιά τους. Όσοι εξαρτούν τις άθλιες συνθήκες ζωής τους από τον υποβιβασμό μας σε προσομοίωση του οποιουδήποτε παραλύοντας τα συναισθήματα και ισοπεδώνοντας την δημιουργικότητα μας ας δουν τι σημαίνει να ζεις και να πεθαίνεις ως ο οποιοσδήποτε. Ίσως τότε προετοιμαστούν να υποδεχτούν τις ευθύνες, που πρόθυμα αποποιήθηκαν, να επιστρέφουν στις εξώπορτες τους. Νιώσαμε τον ίλιγγο του να ζούμε ως αριθμοί και αφαιρέσεις. Πελάτες, τουρίστες, φυλακισμένοι, εργαζόμενοι, διαβάτες. Όσοι χώροι μας υποβαθμίζουν σε ιδιότητες ας απολέσουν δια του φόβου την κανονικότητα τους. Εκεί που επιτελούνται μηχανικά τα καθήκοντα του εκάστοτε ρόλου ας επανακτήσουμε την κυριότητα μας. Εκεί που απεκδύονται τους εαυτούς τους ας βρούμε τον δικό μας. Εκεί που μαθαίνουμε να ζούμε ως νεκροί ας πεθάνουμε μια φορά ως ζωντανοί.

Ιερό: Ορίστε το πιο τερατώδες και τρομερό φάντασμα μπροστά στο οποίο μέχρι σήμερα όλοι έχουν νιώσει τρόμο. Να το παλιό και φθαρμένο τραπέζι που πρέπει να συντρίψουν οι άνθρωποι”
Ρέντζο Νοβατόρε

Επιλέγοντας την κατάθεση συλλογισμών εμφορούμενοι από τις έμπλεες ρηγμάτων εξελίξεις στην Ρωσία δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την έστω και ακροθιγώς κριτική ενασχόληση με ζητήματα στιγματισμένα αδίκως ως αμιγώς φιλοσοφικά. Ελπίζουμε τα ανήσυχα πνεύματα του μητροπολιτικού πολέμου να άρουν σταδιακά αυτήν την χίμαιρα. Το σημαντικότερο εξ αυτών πιστεύουμε αναμφίλεκτα πως συνοψίζεται σε μια μετωπική επίθεση στην ιερότητα του σκοπού και την ηθική του μάρτυρα. Αφενός, γιατί μια απότομη αναβάθμιση των μέσων πάλης θα εγείρει αναπόδραστα νέους προβληματισμούς σχετικά με την φύση του αγώνα και τα μέσα υπεράσπισης του, αφετέρου γιατί καθ αυτός ο προβληματισμός αναφορικά με τις ακόμα διαχωρισμένες φιλοσοφικές αφετηρίες του αγώνα αποτελεί δεσπόζουσα προϋπόθεση για την επανεξέταση της υφιστάμενης πάλης αλλά προσέτι, επικουρεί καταλυτικά την πολυπόθητη υπέρβαση του παραπάνω διανοητικού διαχωρισμού. Συνεπώς, αν στοχεύουμε στην χάλκευση νέων προτύπων, ειδυλλίων και ηρώων οφείλουμε να διυλίσουμε σχολαστικά τις επιθυμίες μας μεταστρέφοντας την ίδια την φύση των εννοιών, πράγμα δυνατό μόνο συμμετέχοντας ενεργά στα χαρακώματα των αναρχικών εφόδων στην ιστορία.

Κατανοώντας την αναρχία διαμέσου της μακράς ιστορίας μιας ατομικιστικής φιλοσοφικής παράδοσης στους κόλπους της και μη μπορώντας να συλλάβουμε τις δύο έννοιες αποσπασμένες παρά με την μία ως προϋπόθεση της άλλης, εκκινούμε την επίθεση μας στα επιπολάζοντα κατάλοιπα πολλών μακραίωνων κοινωνικών αλυσίδων στοχοποιώντας την υποταγή μπροστά στο ιερό. Ακριβέστερα, κρίνουμε χρειώδη την ολοκληρωτική συντριβή των ψυχολογικών, φιλοσοφικών και πολιτισμικών ερεισμάτων του θρησκευτικού αισθήματος κατάνυξης απέναντι στον όσιο, καθαγιασμένο σκοπό αναγνωρίζοντας πως στο παρασκήνιο των μεγαλόστομων του διακηρύξεων μιλά σαγηνευτικά το ανθρώπινο ένστικτο της αγέλης στην προσπάθεια του να ομογενοποιήσει υπό το κέλευσμα ενός ανώτερου ιδανικού. Υποδαυλίζοντας το ενυπάρχον σε κάθε μαρτυρική πράξη τυφλής αφοσίωσης σε έναν αλλότριο σκοπό, αίσθημα τυφλής θρησκευτικής ευλάβειας ασφαλώς, δεν αντιμαχόμαστε τις ατομικές ή συλλογικές προσπάθειες απεμπλοκής του θυμικού από το σύνηθες και τις εκδηλώσεις της θέλησης για ισχυροποίηση που οδηγούν την επιθυμία στην επένδυση της σε ποικίλα εγχειρήματα, σχέδια και καταστάσεις. Εξάλλου, υπεραμυνόμαστε πως κάθε μας ενέργημα συνιστά μια ομόλογη προσπάθεια μεταρσίωσης, με σαφή εγωκεντρικά κίνητρα. Το πρόβλημα επιβάλλεται να τεθεί σε διαφορετική βάση ούτως ώστε να τελεσφορήσει μία αναρχική επίθεση στο ιερό.

Το ζητούμενο κρηπίδωμα για έναν συνεκτικό αναρχικό στοχασμό του ιερού εντοπίζεται στην υποβόσκουσα, ανεπαίσθητη διαμάχη αντιτιθέμενων μορφών ιδιοτέλειας για την διεκδίκηση ζωτικού χώρου σε ένα περιβάλλον απροσμέτρητων αλληλοεξαρτήσεων. Ως ατομικιστές δεν διαγράφουμε μία εκδήλωση λατρείας στο ιερό ως μη εγωιστική πράξη αλτρουισμού, ασυνάρτητη και διαφέρουσα αναφορικά με τα κίνητρα της από μια εικονοκλαστική διάθεση καταστροφής των υφιστάμενων αναπαραστάσεων. Αμφότερες διέπονται κατ’ εμάς από αδιόρατα στην ολότητα τους εγωτικά και ιδιοτελή κίνητρα με μόνη ποιοτική απόκλιση ικανή να τα φέρει σε σύγκρουση την διαφορετική πρυτανεύουσα προοπτική. Αυτό σημαίνει ατομικισμός. Να επινοείς το πρόσωπο ακόμα και όταν το ίδιο δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία του ή ακόμα και όταν απουσιάζει παντελώς. Συνεπώς, ο ατομικισμός δεν αντιπαραβάλει εγωιστικά με μη-εγωιστικά ενεργήματα αλλά αναδεικνύει ένα πρωτόφαντο ερμηνευτικό υπόβαθρο κατανόησης των εν εξελίξει γεγονότων αποσκοπώντας σε μια άνευ προηγουμένου ενίσχυση του αισθήματος της θέλησης, της ευθύνης, της δύναμης, της προσωπική αυθαιρεσίας, της υποκειμενικής αλήθειας, του αξιώματος για δημιουργία, της ανεξαρτησίας. Παραδεχόμενοι και μόνο την επενέργεια ατομικών κινήτρων στα κοινωνικά τεκταινόμενα επιρρώνουμε την διάθεση μας να παρέμβουμε σε αυτά αλλά το σημαντικότερο, παρεμβαίνουμε ήδη γελοιοποιώντας ιερόσυλα κάθε απρόσβλητο υπολανθάνον ιερό που μας έντυνε με το ιδεολογικό του κρέπι.

Συμπερασματικά, δεν θα μπορούσαμε παρά να ήμασταν σφοδροί και ανυποχώρητοι εχθροί κάθε νεφελώδους έννοιας, εξομοιωτικής διαδικασίας, αοριστόλογης επίκλησης υπερβατικών στοχεύσεων και των παρεπόμενων καθηκόντων που εγείρουν. Η επικύρωση τους απομυζά την δική μας ευρωστία. Η μαγγανεία τους μας στερεί την τερπνή μέθη που μας προσφέρει η αύξηση της δύναμης μας όταν πίσω από την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του παιχνιδιού τοποθετούμε εμάς. Ο καθένας τον εαυτό του σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ρευστοποίησης και γενίκευσης. Κάθε μεγάλη αφήγηση ερειδόμενη σε στοιχειά όπως τάξη, φυλή, κοινωνία, λαός, έθνος ή ακόμα και πιο πρόσφατων νοητικών κατηγοριοποιήσεων αποκυημάτων της πολιτικής ταυτοτήτων (μιας πολιτικής μάλιστα δήθεν εχθρικής προς τις μεγάλες αφηγήσεις αλλά ιδιαίτερα πρόθυμης να τις ανανεώσει και να τις διασώσει από τις συνεπείς εικονοκλαστικές διαθέσεις) τίθεται υπό τον καταιγισμό των πυρών μας. Ούτε η αναρχία ως φασματική ιδέα, ανοίκεια και ξένη για τις προσωπικές ερμηνείες των εκφραστών της δεν πρόκειται να μείνει στο απυρόβλητο. Πουθενά δεν αποδεχόμαστε να δείξουμε αισθήματα συμπάθειας εφόσον ακόμα διαβλέπουμε να διατάζει η δεσποτική προσταγή του ιερού. Μια φωνή επιβλητική και απόκοσμη, ικανή να παρασύρει κάθε συναίσθημα ή επιθυμία μας καθώς πίσω από διάγγελμα της δεν βρίσκεται ένας άγνωστος σφετεριστής αλλά ο πιο οικείος και βαθιά ριζωμένος τρόπος ύπαρξης μας. Επρόκειτο για την φωνή της ανθρωπότητας, ιστορικού και μακραίωνου προστάτη μας, εξού και η αδυναμία μας να απορρίψουμε σε κάθε επίπεδο ότι έως τώρα εξασφάλισε την επιβίωση μας. Εμείς όμως ποθούμε να ζήσουμε αρνούμενοι την κληρονομιά μας.

Μοναδική μέθοδος για την έναρξη του λυκόφωτος των ειδώλων αποδεικνύεται η εισαγωγή του δημιουργικού υποκειμένου στην ιστορία. Ανθρώπων απαλλαγμένων από τον μανδύα της καθαγιασμένης υπόθεσης, εμπαικτικών με τα άχθη αυχμηρών επιταγών και δηκτικών για την σοβαρότητα των ζηλωτών της Αλήθειας, όχι από αντίδραση ή δόλο αλλά από την ίδια τους την ανάερη φύση. Βρισκόμενοι αυθόρμητα στον αντίποδα κάθε ανδραποδισμένου θύματος του κατακερματισμένου αστικού κοσμοείδωλου ευφρόσυνα θα αποκαταστήσουν την αμέριστη ενότητα προσώπου και πράξης παίζοντας με τις ιερές αγελάδες που μέχρι τώρα καταδυνάστευαν το πνεύμα. Γιατί δεν ξεχνάμε πως το ιερό συνιστά το έδαφος κάθε ιδεολογίας με απότοκο κάθε εκφερόμενος λόγος με διατηρητέο τον σεβασμό για τα φαντάσματα που βαθαίνουν το ρήγμα μεταξύ του προσώπου και της δυνητικής ιδιοκτησίας του, αντίκειται στην πλέον πολύτιμη προϋπόθεση για την συγκρότηση μιας αναρχικής πρακτικής στο εδώ και τώρα: την ανάρρηση του υπεύθυνου, ελεύθερου προσώπου στην κορυφή κάθε ερμηνευτικής απόπειρας. Όσο αποθέτουμε τις ενέργειες μας στην υπηρεσία ιδανικών απρόσιτων στις μεταβλητές διαθέσεις μας, ποτέ τα ιδανικά αυτά δεν θα γίνουν φορείς απελευθερωτικών νοημάτων. Θα συνεχίσουν να στέκουν αλαργινά και επιβλητικά σπέρνοντας δέος και τρόμο στις πειθαρχημένες καρδιές μας καταλαμβάνοντας σύνολη την αντίληψη μας.

Η αδήριτη αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στο ιερό φυτρώνει θολά στις σκέψεις μας με κάθε πτώμα ενός ανθρώπου χαμένου στον κυκεώνα των απροσδιόριστων συναισθημάτων ταπείνωσης και οργής απέναντι στην τάξη της ιδιώτευσης και της εξατομίκευσης. Γονατισμένοι από την εκποίηση του εαυτού μας ελέω του όψιμου καπιταλιστικού κοσμοείδωλου, αναζητούμε στιγμές κυριότητας και σύνδεσης με το όλον γύρω μας αποτυγχάνοντας πάντα στο τέλος να υπερβούμε τους υφιστάμενους διαχωρισμούς, όσο ανενδοίαστα κι αν δώσουμε το αίμα μας στην πατρίδα, την τάξη, το κίνημα, την επανάσταση, τους ”δικούς” μας και τους υπόλοιπους σφετεριστές του ”εγώ”. Μάθαμε να πεθαίνουμε για τα πιστεύω μας δίχως να διδαχθούμε πως να πιστέψουμε σε κάτι, όπως εξίσου μάθαμε να πολεμάμε για τους άλλους δίχως την συνείδηση ότι παντού βρισκόμασταν απομονωμένοι και περίκλειστοι στον εαυτό μας. Αυτή η κατακερματισμένη γνώση του εαυτού μας οδηγεί με μαθηματικά βήματα στην μέγγενη του ιερού. Ή πιο επεξηγηματικά: αυτό που μου διαφεύγει και διαμέσου των ανιδιοτελών προσφορών μου αποσκοπώ στο να κατέχω. Η απώλεια μας όμως δεν εξορκίζεται ούτε με όλες τις νίκες και τις επιτυχημένες εκβάσεις μαχών του κόσμου όσο αυτός ο κόσμος δεν γίνεται πραγματικά ιδιοκτησία μας, όσο αδυνατούμε να πέσουμε μια φορά για ότι μας έκανε να ζήσουμε διάπυροι από πάθος και όχι μαρτυρικά, να πεθάνουμε σε μια προσπάθεια ανταλλαγής και εμπορικής αναγνώρισης της αξίας του άλγους μας. Πίσω από τους μεγάλους πολέμους και τις επαναστάσεις του παρελθόντος βρίσκονταν ανδραποδισμένα όντα, υποταγμένα πλάσματα δέσμια της εκάστοτε έμμονης ιδέας, πολύ πιο αξιοπρεπή σε σχέση με εμάς και το άγχος μας να επιδείξουμε την ιδιοτέλια των κινήτρων μας στους ανταγωνιστές μας, με πολύ πιο πλούσια και σφαιρική σύνδεση με τον κόσμο που για μας κατέντησε ένας καθρέφτης της εσωτερικής μας παρακμής. Γιατί ο κόσμος δεν γίνεται δικός μας όταν αποστασιοποιημένοι από το δυναμικό ξεδίπλωμα της ιστορίας καταλαμβάνουμε έναν χώρο, περιφράζοντας τον με το όνομα μας και ζητώντας την αναγνωρισή του από τα υφιστάμενα διοικητικά όργανα. Ο κόσμος μας ανήκει όταν συνειδητοποιώντας την συμμετοχή μας στην μορφή και το νόημα του αναλαμβάνουμε την ευθύνη με καλλιτεχνική ευφροσύνη παραδιδόμενοι στον οίστρο της ζωής ακόμα κι αν αυτή ολοκληρώνεται τραγικά δια φυλακίσεων, κυνηγητών και διαδοχικών πληγμάτων που ένας πόλεμος συνεπιφέρει. Όταν διατρανώνουμε περήφανα στο ύστατο επιφώνημα, πως αντί να πεθάνουμε για την ιδέα μας, την κάναμε να ζήσει με την αίγλη της περηφάνιας μας. Μακριά λοιπόν από νομικές εγγυήσεις, θεσμούς, παζάρια με τους κτηματομεσίτες του τίποτα και τους ξεπεσμένους κοσμοκράτορες, δέσμιουςτων συσσωρευμένων συμβιβασμών που βιάστηκαν να βαφτίσουν πλούτο, λαξεύουμε τους κοινούς μας κόσμους πάντα σε πόλεμο, πάντα σε μετωπική σύγκρουση με ότι με δέος αναγνωρίζουμε ως κομμάτι των μικρών και μεγάλων ιστοριών μας.

Και με το βλέμμα πάντα διεστραμένο να παρατηρεί τον χαλασμό:

Είμαστε πάντα εκεί

Που κρέμεται το κινητό σκοτάδι

Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται

Και αμφιβάλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές.
”

Χειρονομία μνήμης προς τιμήν του συντρόφου Mauricio Morales

Στις 22 Μαϊου του 2009 πέφτει νεκρός ο αναρχικός αγωνιστής Mauricio Morales, την ώρα που μεταφέρει εκρηκτικό μηχανισμό για να τον τοποθετήσει σε σχολή δεσμοφυλάκων στο Σαντιάγκο.

Ο Mauri είναι μια από τις πολλές σπίθες της αναρχικής εξέγερσης, όπως όλες και όλοι μας. Βρίσκεται δίπλα μας, ανάμεσα μας, απεικονίζει τις αγωνιώδεις προσδοκίες μας κάθε φορά που παίρνουμε θέση μάχης στον δρόμο και όπου αλλού χρειαστεί. Κι αυτά τα λόγια δεν αποτελούν ούτε επικήδεια άσματα μήτε νεκρόφιλες φανφάρες, αλλά μερικές αράδες που οφείλουμε να εκφράσουμε προς τιμήν ενός συντρόφου που έζησε με αξιοπρέπεια, λύσσα και σθένος πολεμώντας την εξουσία και πεθαίνοντας με τη βόμβα στα χέρια.

Κυρίως, όμως, χρωστάμε στους εαυτούς μας την συντήρηση της πλούσιας επαναστατικής μνήμης. Μιας μνήμης γραμμένης με το αίμα, τα πάθη, τις προσδοκίες, τις απογοητεύσεις, τις χαρές και τις λύπες αμέτρητων συντρόφων, των οποίων οι κραυγές σύνθεσαν συνταρακτικές μελωδίες ανταρσίας στην βουβαμάρα των αστικών νεκροταφείων. Είναι τα διαχρονικά αυτά αλυχτίσματα, ζωντανά στις καθημερινές μας μικρές και μεγάλες συγκρούσεις με τον κόσμο της εξουσίας ο πραγματικός δεσμός μεταξύ θεωρίας και πράξης. Η μέθοδος δια της οποίας η καλοδιατηρημένη αυτή μνήμη μετατρέπει τις λέξεις σε σφαίρες και τις σφαίρες σε ποίηση. Την μόναδική ουσιώδη ποίηση σφυρηλατημένη στα πεδία του εντεινόμενου πολέμου ενάντια στην κυριαρχία.

Έτσι λοιπόν, κάθε 22η Μαϊου είναι και μια υπενθύμιση πως ο αγώνας ενάντια στο κράτος και τον καπιταλισμό δεν έχει φτάσει στο τέλος του, αλλά εκτυλίσσεται διαρκώς όσο παίρνει σάρκα και οστά μέσα απ’ τα φλεγόμενα οδοφράγματα στους δρόμους της Ευρώπης μέχρι τις λεωφόρους της Λατινικής Αμερικής. Πραγματώνεται στο παρόν, κάθε λεπτό που αποφασίζουμε να περάσουμε στην αντεπίθεση και να αναλάβουμε δράση, παραμερίζοντας τη μιζέρια και τη μεμψιμοιρία. Η πεποίθηση ότι το κράτος πρόκειται για ένα άτρωτο και παντοδύναμο τέρας είναι μια ηττοπαθής και βολική ψευδαίσθηση… ας την πετάξουμε στα σκουπίδια. Καιρός να εντείνουμε τις επιθέσεις μας στον κόσμο της εξουσίας, διαχέοντας τη πολύμορφη αναρχική πρακτική σε κάθε γωνιά ανά την υφήλιο.

Στέλνουμε μαχόμενα σινιάλα ανταρσίας στα συντρόφια της Χιλής που καβλώνουν να μπαχαλεύουν και να συγκρούονται με μπάτσους.

Είμαστε μ’ αυτούς που διατηρούν ακέραιη τη λύσσα τους και αιχμηρή τη συνείδησή τους σαν καλοακονισμένο στιλέτο.

Mauricio Morales Παρών!

Θάνατος στους κρατικούς ρουφιάνους

Celulas del Fuego es nuestro corazon / Mauri presente

*

Εργαστήριο για την εξάπλωση της μαύρης πανώλης
mavrh_panwlh(at)espiv.net

Σύμπραξη Αναρχικών – Consumimur Igni
consumimurigni(at)espiv.net